Ας φανταστούμε τον αμερικανικό νότο μετά το μεγάλο κραχ. Την Αλαμπάμα ή τη Λουιζιάνα ή καλύτερα την Ατλάντα, όπου τοποθετείται ιστορικά και η δημιουργία της δεύτερης διακριτής Κου Κλουξ Κλαν. Είναι εποχή ύφεσης και φυλετικών διακρίσεων σ΄ έναν αγροτικό νότο, που προσελκύει παραπαίοντες εσωτερικούς αλλά και εξωτερικούς μετανάστες προς αναζήτησην μιας καλύτερης ζωής. Είναι αυτή περίπου η εποχή, στην οποία εξελίσσεται το δράμα της συνύπαρξης Τζορτζ και Λένι, των δύο ανδρών, που βάζει στον πυρήνα της ιστορίας του με τίτλο «Άνθρωποι και Ποντίκια» ο Τζον Στάινμπεκ.
Κι ας έρθουμε τώρα στην Ελλάδα της παρατεταμένης κρίσης. Στην Αθήνα. Στον Βοτανικό. Στον τόπο, που στα χρόνια της απόλυτης εσωτερικής ανέχειας και της ανήσυχης μεταναστευτικής κινητικότητας συνδυάστηκε με το θρησκευτικό αραξοβόλι των μουσουλμάνων προσφύγων, το τέμενος που θα στέγαζε την πίστη και τα όνειρά τους. Εδώ, στο ανεπεξέργαστο ακόμα κομμάτι του Ελαιώνα, βρήκε τον ζωτικό του χώρο αυτό το ίδιο ντουέτο του Στάινμπεκ στο «Άνθρωποι και Ποντίκια», γιατί η συνθήκη -ακόμα και προσαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα με ελληνικά ονόματα στους χαρακτήρες του έργου- προσομοιάζει κατά εντυπωσιακό τρόπο μ΄ εκείνον του αμερικανικού νότου.
Χωρίς φτιασίδια, χωρίς συμβάσεις ωραιοποίησης, που έτσι κι αλλιώς δεν «χωρούν» στις νόρμες της νατουραλιστικής κοινωνικής πεζογραφίας, που εκπροσωπεί ο συγγραφέας, Βασίλης Λένος και οι… συν αυτοίς, καθρεφτίζουν το αυθεντικό, το απελέκητο, το ανεπεξέργαστο της αμερικανικής αγροτικής ζωής, που διόλου διαφέρει από αυτό της βιομηχανικής ελληνικής. Δεν είναι αγρότες σιτηρών, αλλά εργάτες ενός εργοστασίου ανακύκλωσης και δεν συγχρωτίζονται με έναν έγχρωμο – «θήραμα» της Κου Κλουξ Κλαν, αλλά με έναν Κούρδο μετανάστη, αναγνωριστικό πιόνι σε μια σύγχρονη παγκόσμια πολιτική σκακιέρα. Τη θαυμάσια προσαρμογή του κειμένου του 1937 στο σήμερα «υπογράφει» η Σοφία Αδαμίδου και τη δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία αυτός ο εντέλει υπηρέτης του θεάτρου με το ωραίο εκτόπισμα επί σκηνής, ο Βασίλης Μπισμπίκης – ήμισυ του πρωταγωνιστικού διδύμου (Βασίλης αντί για Τζορτζ).
Ευχάριστη έκπληξη είναι ο χώρος εξέλιξης του δρώμενου, ο Τεχνοχώρος «Cartel» -σαν φλύαρη κυψέλη δημιουργίας μέσα στο σιωπηρό σκηνικό μιας πεθαμένης βιοτεχνικής επανάστασης- που τεχνικά δεν υπηρετεί καμία θεατρική σύμβαση. Μερικές σειρές πτυσσόμενων καθισμάτων «φιλοξενούν» τους θεατές και ο χώρος σίτισης (ίσως) των εργατών του αλλοτινού εργοστασίου είναι σήμερα ο τόπος, όπου οι ήρωες δίνουν τη μάχη της επιβίωσης των ονείρων τους. Ο φωτισμός παραπέμπει σε σινεμά παρά σε θέατρο και τα θερμοκρασιακά «τάρταρα» του παλιού χώρου, που μπάζει από παντού, ξεπερνιόνται σύντομα, όταν τα πνεύματα ανάβουν και οι τόνοι στο πεδίο δράσης ανεβαίνουν και γίνονται κραυγές. Όλοι οι ηθοποιοί παίζουν με τα δικά τους μικρά ονόματα, πλην του Λένι, που γίνεται Λένος.
Μ΄έναν λόγο ελευθεριάζοντα -όπως άλλωστε λίγο πολύ και στο αυθεντικό κείμενο- στο εργοτάξιο – βασίλειο του αρσενικού, που «μυρίζει» τεστοστερόνη και με το πόστερ της γυμνής γυναίκας κολλημένο άτσαλα στον τοίχο, τα αρσενικά του έργου επιδίδονται το καθένα παραληρηματικά στο δικό του κυνήγι ευτυχίας. Και το κάνουν τόσο καλά!
Ο Δημήτρης Δρόσος, ο Λένος (Λένι στο κείμενο του Στάινμπεκ), κερδίζει εξαρχής τη συμπάθεια του κοινού κι ας μην κομίζει τις φοβιστικές σωματικές διαστάσεις, που περιγράφει στο πρωτότυπο ο Στάινμπεκ. Ο Δρόσος, ο δικός μας Λένος, είναι ένας σχεδόν μικροκαμωμένος και σίγουρα θαυμάσιος -ελλειμματικός σε νου- θύτης και θύμα της αδυναμίας του στην απαλή αφή. Είναι το μοναδικό «παρεάκι» του Βασίλη. Είναι το πεδίο όπου ο Βασίλης εξασκεί τον ανθρωπισμό και τη νοητική υπεροχή του, αποφασίζοντας για τη ζωή και τον θάνατό του. Η εμφανισιακή συνύπαρξη Μπισμπίκη-Δρόσου είναι ίσως η μόνη ασύμβατη προς το αρχικό κείμενο (καθώς δεν υπηρετεί το οξύμωρο αγαθός γίγαντας Λένι – πονηρός κοντοστούπης Τζορτζ), αλλά ποιος νοιάζεται… Το ντουέτο έτσι κι αλλιώς είναι υπέροχο.
Αντίστοιχα εξαιρετικός είναι ο Μάνος (Καζαμίας), αυτός ο τόσο δυναμικός εργάτης -σε ευθεία αντίθεση με το μικροκαμωμένο σουλούπι του- που λειτουργεί ως αντίβαρο στη βύθιση των ηρώων, ως εξισορροπητική δυναμική στις εκρήξεις τους. Είναι ο φονιάς ενός δεσποτικού πατέρα-κτήνους, που «εξαγνίζεται» μέσα από μια έμφυτη αίσθηση δημοκρατίας.
Ο Στέλιος (Τυριακίδης), το αφεντικό, που μόνο αυτό δεν είναι… Ο εξαρτημένος από τη γυναίκα του, που επιδίδεται σ΄ ένα ευρηματικό αριστουργηματικό παραλήρημα μπροστά στη φωτογραφία του αδικοχαμένου και… σοφού εκφραστή του ερωτικού πόνου, Παντελή Παντελίδη! Η αμφισβητούμενης ηθικής Νικολέτα (Κοτσαηλίδου). Σύζυγος του αφεντικού και «αντικείμενο» μιας περίεργης «κοινοκτημοσύνης» των εργατών… Απόλυτα μοναχική, αλλά χειριστική με εντυπωσιακή προσαρμοστικότητα στο αψύ περιβάλλον των ανδρών. Η Νικολέτα είναι ο πόθος, το πάθος, το κόστος και το αντίτιμο της στερημένης ζωής.
Στους ρόλους ενός παράξενου διδύμου, που θυμίζει τους πόλους του μαγνήτη, οι επί της ελληνικής εκδοχής Γιώργος (Σιδέρης) και Θάνος (Περιστέρης). Θα έλεγε κανείς ότι αντιπροσωπεύουν τη θέρμη του συναισθήματος και το ψύχος της λογικής αντίστοιχα ή ακόμη και τη δημοκρατία και τον φασισμό, τη ζωή και τον θάνατο. Ο μονόχειρ Γιώργος που διοχετεύει όλη του τη στοργή σ΄ ένα σακατεμένο ζώο και ο οξύθυμος Θάνος που προσπαθεί και εντέλει καταφέρνει να του το στερήσει, δίκην μιας ευθανασίας που εξασφαλίζει στο ζώο την αιώνια ηρεμία και επισφραγίζει τη μοναξιά του Γιώργου.
Τέλος, ο Γιανμάζ (Ερντάλ) στον ρόλο του Κούρδου μετανάστη που εργάζεται στο εργοστάσιο και ζει στο «κλουβί» που του έχουν παραχωρήσει («ζω σ΄ ένα κοτέτσι», ξεσπάει με θυμό), κακοποιημένος, απομονωμένος, περιθωριοποιημένος από τους υπολοίπους. Ο μετανάστης που χαστουκίζει βάρβαρα τη ζωή στην κατ΄ ευφημισμόν χώρα της επαγγελίας, εξομολογούμενος με κλάματα: «θέλω να φύγω, θέλω να γυρίσω πίσω!».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ