Στους Δελφούς, εκεί από όπου ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι της ζωής και της τέχνης του, επιστρέφει ο Θεόδωρος Τερζόπουλος για τη διεθνή συνάντηση που διοργανώνει προς τιμήν του το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δελφών, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση (5 – 8 Ιουλίου).

Το αφιέρωμα με τίτλο «Η επιστροφή του Διονύσου» περιλαμβάνει την παράσταση των διαπολιτισμικών «Τρωάδων» του Ευριπίδη (που παρουσίασε το θέατρο Άττις τον Ιούλιο του 2017 στο Αρχαίο Ωδείο της Πάφου), εργαστήριο σχετικό με τη μέθοδό του, φωτογραφική και ηχητική εγκατάσταση και ένα διεθνές συμπόσιο στο οποίο πανεπιστημιακοί, σκηνοθέτες, μεγάλοι δάσκαλοι του θεάτρου, ηθοποιοί, διευθυντές πολιτιστικών ιδρυμάτων, εικαστικοί, ψυχαναλυτές, νευρογλωσσολόγοι και θεατρολόγοι από όλο τον πλανήτη θα παραβρεθούν για να τιμήσουν τον σπουδαίο σκηνοθέτη.

«Η συνάντηση στους Δελφούς είναι μια καλή αφορμή, να κάνω έναν απολογισμό αυτών που έκανα και αυτών που δεν έκανα και παράλληλα να αυτοαμφισβητηθώ» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, ο διεθνής Έλληνας σκηνοθέτης, ο οποίος με το έργο του στρέφει το θέατρο πίσω στον πυρήνα του: στο σώμα του ηθοποιού, στον αέναο αυτοσχεδιασμό, στον θεό Διόνυσο.

Οι Δελφοί είναι ένας τόπος που έχει συνδεθεί με την ίδρυση του θεάτρου Άττις και με εμβληματικές παραστάσεις σας. Πώς αισθάνεστε που επιστρέφετε εκεί ως τιμώμενο πρόσωπο;

Οι Δελφοί, πάνω απ’ όλα, σηματοδοτούν για μένα τον τόπο όπου βρήκα κάποιους από τους βασικούς όρους της αρχαίας τραγωδίας. Εκεί τους έψαξα και εκεί τους προσδιόρισα. Σίγουρα υπάρχει συγκίνηση που επιστρέφω και αν και αποφεύγω αυτήν τη λέξη, θα έλεγα ότι νιώθω και μία νοσταλγία για την εποχή εκείνη που ήταν όλα στο ξεκίνημα τους. Υπήρχε μία μεγάλη αγωνία, υπήρχαν ελπίδες, στόχοι και τώρα υπάρχουν αλλά τότε είχαν όλα μία άλλη ένταση και μία άλλη διάρκεια.

Στο αφιέρωμα πέρα από το συμπόσιο και την έκθεση θα παρουσιαστεί και η νέα εκδοχή των διαπολιτισμικών «Τρωάδων».

Με τη μοναδική Δέσποινα Μπεμπεδέλη που παίζει την Εκάβη και ηθοποιούς από διχοτομημένες πόλεις (Λευκωσία, Μοστάρ, Ιερουσαλήμ). Θα γίνουν δύο παραστάσεις, στις 6&7 Ιουλίου, και θ’ αρχίσουν στις 7 μ.μ., δηλαδή ακριβώς την ώρα που θα πέσει σκιά στην ορχήστρα, προκειμένου το έργο να παιχτεί όπως παιζόταν στην αρχαιότητα. Αυτό είναι και το στοίχημα άλλωστε και η μεγάλη μας αγωνία, να δούμε πως θα αναπτυχθεί αυτό το εγχείρημα χωρίς φως, χωρίς όλα αυτά τα εφέ, οθόνες, μικρόφωνα κτλ.

Στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση του αφιερώματος είχατε αναφέρει σχετικά με τη χρήση της τεχνολογίας ότι «σ’ έναν κόσμο που όλα έχουν συσσωρευτεί στο μυαλό θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε το σώμα, τη φωνή, τη σαγήνη…».

Πάνω σε αυτό το θέμα θα μιλήσουμε στους Δελφούς και εγώ αλλά και όλοι οι δάσκαλοι της μεθόδου και οι φοιτητές μου από διάφορες χώρες. Και θα φανεί και στην παράσταση των «Τρωάδων», όπου το σώμα πια εδώ παίρνει κι άλλες διαστάσεις. Πέρα από την οντολογική, την καθαρά ενεργειακή, είναι και εργαλείο για μία πολιτική απάντηση.

Για μένα, ο κόσμος χάνεται όταν το σώμα συρρικνώνεται. Όταν μέσα από τη λειτουργία της τεχνολογίας περιορίζονται οι λειτουργίες του εγκεφάλου, όταν ο ψυχικός μας κόσμος συρρικνώνεται και αυτός, τότε πρέπει να γυρίσουμε στο σώμα για να τα ξαναβρούμε όλα. Γιατί το σώμα είναι ο ναός όλων των καταστάσεων, όλων των επιθυμιών, ο ναός των πάντων. Το σώμα έχει σκέψη.

Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε ως παιδί να φύγετε από το σπίτι και τον τόπο καταγωγή σας και ν’ ανοιχτείτε στον κόσμο;

Ήταν η προτροπή της μητέρας μου. Προέρχομαι από μία αγροτική, φτωχή οικογένεια καπνοπαραγωγών και ψαράδων και η μητέρα μου πάντα μου έλεγε: «Φύγε, εδώ δεν έχεις μέλλον, πήγαινε πίσω από εκείνο το βουνό». Το βουνό ήταν ο Όλυμπος που έβλεπα από το παιδικό μου κρεβάτι. Αυτή με ώθησε και άρχισα το ταξίδι πολύ μικρός, 12-13 ετών. Αυτό ήταν το ένα ερέθισμα, το άλλο ήταν ότι είχα μια παράξενη παιδική έπαρση. Ήμουν ελαφρά αντικοινωνικός, πίστευα ότι είμαι κάποιος άλλος και ότι πρέπει να φύγω για να αποδείξω ότι είμαι διαφορετικός.

Επίσης, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή μου έπαιξε ο μεγάλος μου αδερφός ο οποίος ήταν ένα πνευματικό άτομο, διάβαζε βιβλία τα οποία μετά τα έδινε να τα διαβάσουμε και εμείς, τα μικρότερα αδέρφια του. Έτσι βρέθηκα 15 χρονών να ξεσκονίζω τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκυ. Όλα αυτά ήταν πολύ σημαντικά στηρίγματα που με ξεφόβισαν. Από τη στιγμή που άρχισε το ταξίδι, άρχισε να υποχωρεί και ο φόβος που είναι ο εχθρός της δημιουργίας και της ύπαρξης.

Με τις παραστάσεις σας έχετε ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο κερδίζοντας τη διεθνή αναγνώριση. Υπάρχει κάποια εμπειρία που ξεχωρίζετε;

Συνταρακτικές ήταν οι εμπειρίες μου στην Ασία, στον Καύκασο, στη Λατινική Αμερική και στην Κεντρική Αυστραλία στη συνάντηση με τους Αμπορίτζινις, δηλαδή εκεί που γνώρισα τις βαθιές παραδόσεις. Εκεί μαζί με τους καλλιτέχνες μεγάλων παραδόσεων επιχείρησα να συνδημιουργήσω κάτι και το έκανα. Μέσα από αυτό το ταξίδι όπου κινδύνεψα κιόλας κατάλαβα πολλά πράγματα για μένα και για τους άλλους και τόλμησα πιο πολύ. Όσο κινδύνευα τόσο τολμούσα.

Για εσάς τι καταλάβατε;

Ότι προσπαθώ να καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Δεν μου αρέσει να συγκρούομαι, προσπαθώ να καταλάβω τον καθένα, τη διαφορετική άποψη, την ιδιορρυθμία. Θέλω να είμαι με τους άλλους, θέλω να είμαι και εγώ ο ίδιος ένας άλλος.

Ποια είναι η άποψή σας για τη σύγχρονη θεατρική πραγματικότητα;

Για μένα, θέατρο σημαίνει ο ηθοποιός. Από τη στιγμή που ο ηθοποιός άρχισε να χάνει το πεδίο δράσης του, εννοώ το σώμα του γιατί δεν ασκείται, τη φωνή του γιατί έχει ένα μικρόφωνο, τη σκηνική του οντότητα γιατί υπάρχει ένα video wall από πίσω, από τη στιγμή που χάνει αυτήν τη ζωτική ενέργεια το θέατρο δεν πάει καλά. Όταν ξαναβρεθούν όλα αυτά τα πρωταρχικά στοιχεία, τότε θα μπορούμε να μιλάμε για σπουδαίο θέατρο γιατί θα μιλάμε για μεγάλους ηθοποιούς, όπως ήταν η Παξινού, ο Λόρενς Ολίβιε, ο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι…

Αυτό πρέπει να μας βάζει σε εγρήγορση. Είμαστε μερικοί στον κόσμο που παλεύουμε για την επαναφορά, την επανακάλυψη αυτών των στοιχείων που τοποθετούν τον ηθοποιό στο κέντρο της σκηνής, δυνατό, μεγάλο, υπερενεργοποιημένο έως και δολοφόνο, θα έλεγα. Ο ηθοποιός πρέπει να ξαναβρεί τη θέση που του αρμόζει. Γιατί και εμείς οι σκηνοθέτες είμαστε ντεκορατέρ ή τροχονόμοι. Δεν κάνουμε ουσιαστική δουλειά. Όταν βάζεις ένα μικρόφωνο στο στόμα ενός ηθοποιού, αυτό ισοπεδώνει όλες τις χροιές τα χρώματα, τους ρυθμούς και είναι σαν ν’ ακούς από όλους την ίδια φωνή. Η εποχή μας ομογενοποιεί την τέχνη, ομογενοποιεί την ίδια τη ζωή. Βλέπεις μια παράσταση του Ίψεν στην Αλβανία και είναι ολόιδια με μία παράσταση του Σαίξπηρ στο Βλαδιβοστόκ. Έχουν ισοπεδωθεί όλα, δεν μπορείς να διακρίνεις πια τις διαφορές μεταξύ παραδόσεων και συγγραφέων.

Αυτό γιατί συμβαίνει κατά τη γνώμη σας;

Γιατί έχουν καταργηθεί οι σχολές, έχει καταργηθεί η παιδεία. Γιατί αυτό που νοιάζει τους πάντες είναι το box office . Από τη στιγμή που υπάρχει αυτό βλέπουμε ότι και το κοινό εθίζεται σιγά σιγά στην κακή αισθητική και δύσκολα προσλαμβάνει την αλήθεια γιατί τη θεωρεί ένα υλικό ακατέργαστο, απόξενο και επικίνδυνο. Γι αυτό ζούμε όλοι μες στο ψέμα. Το ψέμα είναι το μότο, είναι η βασική αρχή της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής, της τέχνης και της καθημερινότητας. Ζούμε στην εικονική πραγματικότητα, έχουμε καταργήσει τη ρίζα, το βάθος.

Συνεπώς για εσάς δεν γίνεται κάπου αυτή τη στιγμή σπουδαίο θέατρο;

Δεν ξέρω τι σημαίνει καλό θέατρο εκεί που φτάσαμε. Για μένα σημασία έχει ο τρόπος που δουλεύουμε για να κάνουμε σπουδαία τέχνη, όχι το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει πια η αφαίρεση που υπήρχε γιατί ο ηθοποιός ήταν το βασικό εργαλείο, υπάρχει ένας πλεονασμός πολλών στοιχείων, νερά, φώτα, καπνοί… Είναι σαν το θέατρο να ανταγωνίζεται την τηλεόραση και να είναι προέκτασή της.

Όλα αυτά τα χρόνια έχετε καταφέρει να μην επηρεάζεστε από μόδες και εποχές. Πώς το έχετε επιτύχει αυτό;

Πάντα κοίταγα δέκα φορές μέσα μου και μία έξω, γι αυτό δεν επηρεάστηκα. Αν κοίταγα μία μέσα μου και δέκα έξω θα ήμουνα και εγώ μέσα στη μόδα και σε εφήμερες καταστάσεις. Εγώ έμεινα μακριά από όλα αυτά, γιατί είχα κάποιες στέρεες αρχές που ξεκινούν από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και από τον Χάινερ Μίλερ. Αυτές είναι οι σπουδές μου. Η τραγωδία την οποία δούλευα πολλά χρόνια και συνεχίζω να δουλεύω δημιούργησε μέσα μου σταθερές αρχές και αξίες, όπως η έννοια του μεγέθους, του μεγάλου πάθους, η έννοια της σαγήνης, του θρήνου… Με αυτήν την έννοια δεν ήμουν ευάλωτος, δεν με βρήκε μπόσικο κανένα ρεύμα και καμία μόδα.

Η αναζήτηση σταματάει ποτέ για εσάς;

Ποτέ. Καμιά φορά στα μεγάλα ταξίδια που κάνω τα υπερατλαντικά – τα οποία κάθε χρόνο είναι έξι- εφτά, κάθομαι και σκέφτομαι και προσπαθώ να δημιουργήσω μία ρωγμή σε αυτό που κάνω. Το αφιέρωμα στους Δελφούς είναι μια καλή αφορμή, να κάνω έναν απολογισμό αυτών που έκανα και αυτών που δεν έκανα και παράλληλα να αυτοαμφισβητηθώ.

Τριάντα τρία χρόνια θέατρο Άττις. Ποια είναι τα σημεία αναφοράς σας;

Πέρασαν γρήγορα σαν βολίδα αυτά τα χρόνια γιατί εργαζόμουν χωρίς σταματημό και ακόμη και η ξεκούραση μου ήταν μέσα στη δημιουργία. Αυτό που έμεινε είναι το ταξίδι, η κίνηση. Άλλοτε σε πολύ αργό ρυθμό και άλλοτε σε ιλιγγιώδη. Αυτό που κέρδισα είναι οι συνεργάτες μου, αυτοί με τους οποίους μαζί πονέσαμε και παλέψαμε. Μιλάω για τους Σοφία Μιχοπούλου, Τάσο Δήμα, Σοφία Χιλλ, Άκη Σακελλαρίου, Μελέτη Ηλία, Ιερώνυμο Καλετσάνο, Γιώργο Συμεωνίδη, Γιάννη Στάνκογλου και πολλούς ακόμα που πέρασαν από εδώ. Οι περισσότεροι άρχισαν το θέατρο εδώ μαζί μου. Αυτούς κουβαλάω και σε αυτούς αναφέρομαι και αυτοί είναι και κατά κάποιο τρόπο η οικογένειά μου. Και βέβαια, αυτό που θα παραμείνει πάντα είναι ο ίδιος ο Διόνυσος. Το παρακολουθητικό μάτι του Διόνυσου που άλλοτε θωπεύει και άλλοτε απειλεί.

Έχετε σκηνοθετήσει από σαμάνους του Αμαζονίου, αμπορίτζινις της Αυστραλίας , μέχρι τη μεγάλη Άλα Ντεμίντοβα. Σημαντικοί μελετητές σε όλον τον κόσμο σας θεωρούν ιδιοφυή καλλιτέχνη και το θέατρο σας συμπυκνωμένη εμπειρία. Εσείς πώς βλέπετε τον εαυτό σας;

Είμαι ένα αγροτόπαιδο που ξεκίνησε από ένα ψαροχώρι τον Μακρύγιαλο Πιερίας και αυτό δεν το ξεχνάω ποτέ. Αυτή είναι η αναφορά μου. Προσπάθησα να δημιουργήσω έναν μηχανισμό μνήμης και να αρνηθώ όλους τους εξωγενείς μηχανισμούς λήθης που καλλιεργούνται από το ίδιο το σύστημα την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η μνήμη είναι που μ’ έχει σώσει.

Γυρίζετε με τις παραστάσεις τον κόσμο. Νιώθετε πως έχετε «παραμελήσει» την Ελλάδα;

Δεν έχω παραμελήσει τον εαυτό μου γι’ αυτό και κάνω αυτό το ταξίδι χωρίς τελειωμό έξω και το αναπτύσσω με εντατικό ρυθμό. Γιατί το «Άττις» πια δεν είναι μόνο στην οδό Λεωνίδου 7, στο Μεταξουργείο, το «Άττις» είναι παντού. Έχω ηθοποιούς σε όλο τον κόσμο με τους οποίους συνεργάζομαι εντατικά. Αν λείψω από αυτούς, θα είναι επίσης σαν να λείπω από μία άλλη πατρίδα. Εδώ κάνω μία παράσταση κάθε δύο χρόνια, αλλά δεν εγκαταλείπω ποτέ την Αθήνα.

Τι περιλαμβάνουν οι διεθνείς συνεργασίες σας; Έχετε πρόγραμμα μέχρι το 2022;

Στα άμεσα σχέδια είναι ότι θα πάω στην Ταϊπέι, όπου θα σκηνοθετήσω τη «Γέρμα» του Λόρκα στο Εθνικό Θέατρο της Ταϊβάν, μετά θ’ ακολουθήσει μια φθινοπωρινή περιοδεία και στη συνέχεια θα επιστρέψω στην Αθήνα για να τελειώσω τη «Νόρα» του Ίψεν που ετοιμάζω στο Άττις. Το 2022 θα σκηνοθετήσω τις «Βάκχες» στη Σενεγάλη. Με αυτόν τον τρόπο, θα ολοκληρώσω τον κύκλο μου στον Διόνυσο. Επτά σκηνοθεσίες των «Βακχών», με επτά διαφορετικούς Διόνυσους, από επτά διαφορετικούς πολιτισμούς και γλώσσες.

Κατά καιρούς σας έχουν προταθεί θεσμικές θέσεις και τις έχετε απορρίψει. Υπάρχει περίπτωση αυτό ν’ αλλάξει;

Δεν θ’ αλλάξει ποτέ γιατί εμένα προορισμός μου είναι να κάνω αυτό που κάνω. Δεν έχω ανάγκη μια δημόσια θέση για να αποδείξω κάτι. Οι θέσεις είναι για αυτούς που τις χρειάζονται. Εγώ δεν τις χρειάζομαι για την εξέλιξή μου. Τράβηξα έναν μοναχικό δρόμο και αυτόν ακολουθώ και έτσι θα μείνω μέχρι το τέλος. Μονομάχος.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ