Έπεσε η αυλαία του 3ου Evia Film Project, της πράσινης πρωτοβουλίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το Σάββατο 6 Ιουλίου. Η πενθήμερη γιορτή του σινεμά περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, προβολές ταινιών, ανοιχτές συζητήσεις, δράσεις για επαγγελματίες του κινηματογράφου από ολόκληρο τον κόσμο, περιηγήσεις.

Ας πάρουμε μια γεύση από το τι συνέβη την τελευταία μέρα:

● Το 3ο Evia Film Project ολοκληρώθηκε με μια μεγάλη συναυλία από τη Λένα Κιτσοπούλου και τον Δώρο Δημοσθένους, στο Σινέ Απόλλων, στην Αιδηψό.

● Ο Κωστής Μαραβέγιας έδωσε ένα masterclass με τίτλο Milky Way και άλλα μουσικά σύμπαντα: Χρειάζεται μουσική ο γαλαξίας της εικόνας;

● Ο Φωκίων Ξένος παρέδωσε masterclass με τίτλο Heatwave: Συνδυάζοντας τεχνικές animation.

● Σε συνεργασία με το WWF, πραγματοποιήθηκε περιήγηση στο Ξηρόν Όρος.

● Η Λιν Αλούνα, σκηνοθέτις της ταινίας Διπλός αποικισμός παρουσίασε ένα case study της ταινίας της στους καλεσμένους της Αγοράς.

Συναυλία Λένας Κιτσοπούλου – Δώρου Δημοσθένους

Το Evia Film Project ολοκληρώθηκε στην Αιδηψό, στον κινηματογράφο Απόλλων, με μια ξεχωριστή συναυλία με τίτλο «Τα δικά μας LikeA» από τη Λένα Κιτσοπούλου, τον Δώρο Δημοσθένους και μια εκλεκτή ομάδα μουσικών που ξεσήκωσε και συγκίνησε το κοινό με αγαπημένα λαϊκά τραγούδια.

Το κοινό υποδέχθηκε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο οποίος ευχαρίστησε το Υπουργείο Πολιτισμού, τους χορηγούς και τους υποστηρικτές του Evia Film Project, την τοπική αυτοδιοίκηση και συγκεκριμένα τους δήμους Ιστιαίας – Αιδηψού και Μαντουδίου – Λίμνης – Αγίας Άννας, καθώς και το Διοικητικό Συμβούλιο και τους εργαζόμενους του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Masterclass Κωστής Μαραβέγιας

Ο αγαπημένος μουσικός και τραγουδοποιός Κωστής Μαραβέγιας επέστρεψε στο Evia Film Project για ένα masterclass πάνω στη μουσική στην εικόνα, για το αν, πώς ή πότε τελικά η μουσική βοηθάει τον αφηγηματικό και εικονιστικό κόσμο, ενώ αναφέρθηκε και στη μουσική που έγραψε για τη δημοφιλή σειρά του Βασίλη Κεκάτου, Milky Way.

Ο Κωστής Μαραβέγιας ανέλυσε τον τρόπο που εκείνος δουλεύει με τους σκηνοθέτες στο θέατρο και το σινεμά, από τη στιγμή του εντοπισμού των σκηνών που ζητούν μουσική στο σενάριο μέχρι την τελική επιλογή ήχων και σύνθεσης. Ξεκινώντας τη συζήτηση, είπε πως δεν μιλάει ως μουσικός αλλά ως σινεφίλ σε υποψήφιους κινηματογραφιστές. Τόνισε ότι θεωρεί σημαντικό κάθε κινηματογραφιστής να ξέρει από μουσική, να καταλαβαίνει τους τρόπους της μουσικής σύνθεσης για να μπορεί να συνεννοείται απρόσκοπτα με τον εκάστοτε συνθέτη.

«Η μουσική, σε αντίθεση με το σινεμά, με τη ζωγραφική ή τη φωτογραφία δεν είναι αναπαραστατική τέχνη, επομένως δεν έχει αντικειμενικές αναφορές ως προς την εικόνα. Δεν έχουμε σημεία αναφοράς σε κάτι συγκεκριμένο. Έτσι, δημιουργείται θέμα στο πώς εμπλέκεται η μουσική σε ένα αναπαραστατικό σύμπαν: σίγουρα δεν πρέπει να γίνεται βεβιασμένα, να εισβάλλει, να παρεμβαίνει», σημείωσε.

Στη συνέχεια, έθεσε την ερώτηση εάν χρειάζεται τελικά η μουσική στο σινεμά και είπε αστειευόμενος: «Σε κάθε συνθήκη υπάρχει μια μουσικότητα, ας μην τα καταστρέφουμε όλα βάζοντας μουσική!». Διαχώρισε τα μουσικά είδη στο σινεμά σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στην διηγητική μουσική, την μουσική δηλαδή που προέρχεται από το ίδιο το φιλμικό σύμπαν (ο χαρακτήρας που τραγουδάει στο μπάνιο, ένα διερχόμενο όχημα που παίζει ραδιόφωνο δυνατά) και στη μη διηγητική, την εξωτερική μουσική δηλαδή που εισέρχεται στο φιλμικό σύμπαν με τη συνδρομή των συνθετών.

Ο Κωστής Μαραβέγιας τόνισε πως αυτό που χαράσσει και οριοθετεί το αισθητικό πλαίσιο της ταινίας, τον χαρακτήρα της και την ταυτότητά της δεν είναι η μουσική εν γένει, αλλά η έξυπνη χρήση της. Η μουσική είναι ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας και πρέπει να έχει χαρακτήρα και ταυτότητα, όπως ο πρωταγωνιστής. Ταυτόχρονα, διατηρεί τη δύναμη να γεφυρώσει ανόμοια πράγματα και να κάνει τη μετάβαση μεταξύ σκηνών πολύ ομαλή.

Αναφέρθηκε σε ορισμένους πυλώνες της μουσικής που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία:

1. Το ηχόχρωμα
2. Ο ρυθμός
3. Η μελωδία
4. Η ένταση

«Καμία άλλη μορφή τέχνης δεν μπορεί να κινήσει το συναίσθημα τόσο άμεσα και σε τέτοιο βάθος όσο η μουσική» είπε. Αναφορικά με τη μελωδία, σχολίασε πως μία από τις εκφάνσεις της είναι μίνιμαλ, διακριτική και πως αυτό είναι μια πολύ δημοφιλής επιλογή στο σινεμά. Αυτό του ζήτησε και ο Βασίλης Κεκάτος για το Milky Way, μια μουσική που μπορεί να μην είναι καν ακουστή, να μην την προσέχει καν ο θεατής: «Η μουσική αυτή δημιουργεί υποσυνείδητα μια κατάσταση, διαστέλλει το χρόνο, δεν καταγράφεται καν στο συνειδητό. Η εικόνα και ο διάλογος καταγράφονται στο συνειδητό γιατί απαιτούν μια νοητική διεργασία: «Η μουσική πάει κατευθείαν στο συναίσθημα. Αν θέλετε να μην αποσπάσετε τον θεατή από αυτό που συμβαίνει στην οθόνη, αλλά να του προκαλέσετε μια υποσυνείδητη αλλαγή, τότε χρησιμοποιείστε τη μουσική», τόνισε.

Στη συνέχεια, σχετικά με την ένταση στη μουσική, δήλωσε ότι είναι σημαντική διότι κορυφώνει μια σκηνή -όπως και η απουσία της. Στο σημείο αυτό έβαλε ορισμένα μουσικά θέματα να παίξουν -από το Ντόλτσε Βίτα του Φεντερίκο Φελίνι και το Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου (το οποίο όπως είπε λατρεύει), μέχρι το Τζόκερ του Τοντ Φίλιπς και το Σινεμά ο Παράδεισος του Τζουζέπε Τορνατόρε. Δήλωσε τον απόλυτο θαυμασμό του για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της μελωδικής σύνθεσης του Μορικόνε:

«Με αποκαθηλώνει, με αφήνει σύξυλο, κάθε φορά που τον ακούω πείθω τον εαυτό μου ότι δεν αξίζει να γράψω ποτέ ξανά μουσική», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Κωστής Μαραβέγιας βρέθηκε σε ένα καλοκαιρινό workshop του Ένιο Μορικόνε, διάρκειας ενός μήνα. Ήταν η πρώτη του επαφή με τη μουσική για τον κινηματογράφο. Ο μεγάλος συνθέτης τούς έδειξε δυο ασπρόμαυρες σκηνές και τους έβαλε να γράψουν μουσική για να τη συνοδεύσουν. «Εγώ γράφω ένα θέμα το οποίο θεωρούσα ιδιοφυές» είπε ο Κωστής Μαραβέγιας. «Πίστευα πως θα με προσκαλέσει να συνεργαστούμε, τόσο πολύ το είχα πιστέψει. Το διαβάζει όμως και με ρωτάει, τι έχετε κάνει εδώ; Δεν είναι μουσική αυτό κύριε Μαραβέτζα. Δεν έχει μελωδία. Όταν γράφετε μουσική, είτε για το σινεμά, είτε για τη διαφήμιση, είτε για τη γυναίκα σας, πρέπει ο θεατής και ο ακροατής μετά να σφυρίζει αυτό που γράψατε», μοιράστηκε με το κοινό. Και πρόσθεσε πως ο Μορικόνε ήταν ένας πραγματικός οπαδός της μελωδικότητας, η οποία σπανίως εμφανίζεται στις μέρες μας.

Σχετικά με το θέμα της Μπέλα Μπάξτερ από το Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου, δήλωσε ότι του έχει ιδιαίτερη αδυναμία και το αγαπά απείρως περισσότερο από τη μουσική του Όπενχαϊμερ, στο οποίο η χρήση της μουσικής είναι άφθονη: «Το μουσικό θέμα γίνεται όλο και πιο διάφωνο, ώσπου μας κάνει να αισθανόμαστε πραγματικά άβολα. Ξαφνικά, το θέμα οδηγεί σε μια συμφωνία. Η συνθέτις φαίνεται να μας λέει πως αυτό το αλλόκοτο κορίτσι (η Έμμα Στόουν στον ρόλο της Μπέλα Μπάξτερ) κρύβει τελικά μια ευαισθησία. Το λέει χωρίς λόγια. Εσύ θεατή μου ξέρεις όμως ότι μέσα σ’ αυτήν την παραφωνία κρύβεται κάπου μια συμφωνία. Η Μπέλα, όπως και η μουσική, γίνεται ολοένα και πιο ανθρώπινη, ολοένα και πιο συγκινητική. Το μουσικό αυτό θέμα δεν ωραιοποιεί απολύτως τίποτα, όπως και η ίδια η ζωή, όπως και η κατάσταση εδώ στην Εύβοια. Όταν όμως έρχεται τελικά η σύμφωνη στιγμή, μεγεθύνεται επί δέκα», σχολίασε.

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε σε δύο διαφορετικά είδη μουσικής ανάπτυξης, τη μουσική παράλληλη και τη μη παράλληλη. Η πρώτη ακολουθεί τον κώδικα του μέσου του σινεμά, μια μουσική που συναισθάνεται αυτό που συμβαίνει και (παρ)ακολουθεί. Η δεύτερη δημιουργεί βαθιά ερωτήματα, υποσυνειδήτως κάνει τους θεατές να αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Συμβούλεψε, επίσης, το κοινό να βλέπει μια ταινία με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ως θεατές, ως σκηνοθέτες, ως φωτογράφοι, ως μουσικοί: «Είναι όλα μέσα στην ταινία, τίποτα δεν είναι κρυμμένο. Όποιος ψάχνει πραγματικά τις απαντήσεις, μπορεί να τις βρει».

Στο σημείο αυτό, πέρασε στο θέμα του λάιτ μοτίφ, που είναι κομβικής σημασίας για τη μουσική στον κινηματογράφο: ένα μικρό, μελωδικό μοτίβο που ταυτίζεται πλήρως με έναν χαρακτήρα, με μια τοποθεσία, με μια συνθήκη. Αναφέρθηκε στο αριστούργημα του Στίβεν Σπίλμπεργκ Τα σαγόνια του καρχαρία, που προβλήθηκε στο Σινέ Απόλλων στην Αιδηψό και στην υπέροχη μουσική από τον Τζον Γουίλιαμς με το χαρακτηριστικό, εμβληματικό λάιτ μοτίφ, δηλωτικό της απειλής του καρχαρία, αόρατου αλλά παρόντα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.

Ο Κωστής Μαραβέγιας μίλησε με τα πιο θερμά λόγια για τη συνεργασία του με τον Βασίλη Κεκάτο, σημειώνοντας πως ήταν αδιάλειπτα παρών στη διαδικασία της μουσικής ένδυσης του Milky Way, σχεδόν στον βαθμό της συγκατοίκησης, με πολλή αγάπη για τη μουσική: «Όταν τον ρώτησα τι σημαίνει γι’ αυτόν η σειρά, μου είπε: για μένα Κωστή είναι Χριστούγεννα και ελευθερία. Αν ακούσετε προσεκτικά το θέμα του Milky Way, περιλαμβάνει δύο μέτρα από τον Μικρό τυμπανιστή», ανέφερε. Τόνισε πόσο σημαντικό είναι να υπηρετηθεί το όραμα του σκηνοθέτη σε μια παραγωγή, χωρίς να γίνεται δυνάστης. Δήλωσε χαρακτηριστικά πως για εκείνον, «το σινεμά έχει αρχές κοινοβιακές».

«Η μουσική είναι μοναχικό σπορ αλλά το σινεμά όχι», είπε μιλώντας για τη συνεργασία του με τον Βασίλη Κεκάτο και τον μοντέρ του, Λάμπη Χαραλαμπίδη. Χαρακτήρισε τον Βασίλη Κεκάτο οξυδερκή και ικανό να βγάζει το καλύτερο στους συνεργάτες του. Είπε πως σύντομα περιμένουμε την κυκλοφορία της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους του Βασίλη Κεκάτου, με τίτλο Our Wildest Days, στην οποία έχει γράψει επίσης τη μουσική και, μάλιστα, όπως ανέφερε, μέσα σε μόλις 26 ημέρες. Σε ερώτηση πότε πρόλαβε, απάντησε: «Με απορρόφησε το σινεμά. Μόνο έτσι γίνεται: πρέπει να κοιμάσαι το βράδυ με τους ήρωές σου και να ξυπνάς με την αγωνία τους. Το σινεμά θέλει αφοσίωση. Αν δεν μπορείς, κάνε κάτι άλλο».

Masterclass Φωκίωνα Ξένου

Το Σάββατο, 6 Ιουλίου ο σκηνοθέτης και animator Φωκίων Ξένος παρουσίασε στην Αγία Άννα τις mixed media τεχνικές και το πάντρεμα του ψηφιακού με το αναλογικό στη δημιουργία animation. Μέσα από την πολυβραβευμένη του πρώτη ταινία, με τίτλο Heatwave, ο δημιουργός μίλησε στο κοινό για τη διαδικασία ανακάλυψης νέων τεχνικών animation και το προσωπικό του ταξίδι από τον ρόλο του VFX artist και του digital designer σε αυτόν του stop-motion filmmaker.

Η παρουσίαση ήταν το προσωπικό ταξίδι του Φωκίωνα Ξένου από τα φοιτητικά του χρόνια και την αρχή της καριέρας του ως animation artist μέχρι και την ολοκλήρωση της πολύ επιτυχημένης του ταινίας, Heatwave, την οποία έδειξε στο κοινό. Είχε προηγηθεί προβολή της την προηγούμενη μέρα στο σινέ Απόλλων στα Λουτρά Αιδηψού, στο πλαίσιο του 3ου Evia Film Project.

Μετά την προβολή, εξήγησε πως η ταινία πήρε σε αυτόν και την ομάδα του σχεδόν έναν χρόνο για να ολοκληρωθεί. Στη συνέχεια ανέφερε πως η πρώτη του επαφή με την πιο απλή μορφή animation, το 2D, έγινε σε ένα πανεπιστημιακό μάθημα, πίσω στο 2011, το οποίο μάλιστα δεν του άρεσε καθόλου, γιατί ο καθηγητής τους υποχρέωσε να χρησιμοποιήσουν χαρτί και μολύβι. Χρόνια αργότερα, κατάλαβε πως αυτή η διαδικασία, αν και χρονοβόρα και πολύ κοπιώδης, είναι αποδοτική.

Μετά από έρευνα στον χώρο πέρασε στο πεδίο των motion graphics, τα οποία του επέτρεψαν να μπει στην αγορά εργασίας, στον χώρο της διαφήμισης και του post production. Όπως δήλωσε, όμως, δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος: «Έπιασα τον εαυτό μου να περιορίζομαι και να φτιάχνω τα έργα μου όπως τα έβλεπα σε tutorials στο διαδίκτυο. Ανταποκρινόμουν στις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις, αλλά δεν έκανα σχεδόν καμία δημιουργική προσπάθεια. Τα αποτελέσματα ήταν πανομοιότυπα με αυτά που έβλεπα στο διαδίκτυο. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα του λογισμικού -είμαι μεγάλος φαν της τεχνολογίας. Ο υπολογιστής και το λογισμικό είναι απλώς ένα εργαλείο. Το θέμα είναι πώς χειρίζεσαι τα εργαλεία αυτά, να φτάνεις τη διαδικασία μέχρι εκεί που είσαι ευχαριστημένος και να μην πέφτεις στην παγίδα της αυτοματοποίησης», δήλωσε.

Τόνισε, επίσης, πως, για τον ίδιο, ήταν πολύ σημαντικό να βρίσκει τον χρόνο για να αποστασιοποιείται από τις οθόνες. Χρειάζεται προσωπικός και δημιουργικός χρόνος. Για τον Φωκίωνα Ξένο, είναι εξίσου σημαντικός και ο χρόνος στον οποίο κάνει πράγματα με τα χέρια του. Η ανάγκη αυτή ήταν και η αρχή της επαφής του με το stop motion, το οποίο πλέον είναι η μεγάλη του αγάπη.

Η αλλαγή στην καριέρα του έγινε όταν άρχισε να φτιάχνει το δικό του υλικό: «Το 2014 ξεκίνησα να συνδυάζω φυσικά με ψηφιακά αντικείμενα και βρήκα σιγά σιγά το ύφος μου. Ήθελα να είμαι πιο περίεργος σχετικά με το τι κάνουν οι υπόλοιποι άνθρωποι και να μην επαναπαύομαι. Ήθελα να πειραματιστώ με διαφορετικές mixed media τεχνικές. Επειδή παρατήρησα πως πολλές ταινίες που μου άρεσαν προέρχονταν από το ίδιο πανεπιστήμιο, το NFTS στη Μεγάλη Βρετανία, το 2016 έκανα αίτηση εκεί και με πήραν. Το Heatwave που παρακολουθήσατε είναι η πτυχιακή μου από τις σπουδές μου εκεί».

Σχετικά με την πολυβραβευμένη ταινία του, ανέφερε πως σκεφτόταν το ελληνικό καλοκαίρι όταν το έφτιαχνε και ήθελε να είναι χρωματιστό και χαρούμενο. Χρησιμοποίησε ένα συγκεκριμένο είδος πηλού που προσομοίαζε στο ανθρώπινο δέρμα, και μάλιστα έναν πηλό, ο οποίος δημιουργεί ένα ιδιαίτερο εφέ όταν έρχεται σε επαφή με το φως: «Το καλοκαίρι έχει μια ρυθμική και επαναλαμβανόμενη φύση, γι’ αυτό η ταινία έχει λούπες και επαναλήψεις», σχολίασε.

Ανέφερε πόσο δύσκολο και χαοτικό είναι το animation για κάποιον που δεν γνωρίζει ακριβώς τι κάνει: «Φυσικά, είναι οκ να μην ξέρεις τι κάνεις, εφόσον γνωρίζεις ότι τουλάχιστον το ψάχνεις. Για μένα, είναι καλό να δοκιμάζω πολλά πράγματα στην αρχή της δημιουργικής διαδικασίας, να τεστάρω, να απορρίπτω, να πειραματίζομαι».

Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν 3 τεχνικές animation: cut out, claymation & replacement animation. Η τρίτη κατά σειρά είναι μάλιστα μια τεχνική κάπως ξεπερασμένη, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σχεδόν 100 χρόνια πριν. Στον Φωκίωνα Ξένο αρέσει να επικαιροποιεί παλιές τεχνικές και να τις φέρνει στο σήμερα: «Τα backgrounds της ταινίας ήταν προκατασκευασμένα, ενώ η ταινία είναι συνολικά ένα κατασκεύασμα ανάμεσα στο 2D και το 3D. Δύο βοηθοί μου έφτιαξαν μέσα σε δύο εβδομάδες περίπου 800 πήλινα ανθρωπάκια για τις ανάγκες της ταινίας. Απελπισμένοι, κοντά στο τέλος της διαδικασίας μου έλεγαν πως τα έβλεπαν στον ύπνο τους», αστειεύτηκε.

Το σετ ήταν δύο μέτρα σε μήκος, φτιαγμένο με πολύ απλά υλικά. Ο Φωκίων Ξένος προτίμησε να αφιερώσει χρόνο στην κατασκευή πολλών χαρακτήρων και όχι στη λεπτομέρεια της κατασκευής. Η ταινία ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη, κέρδισε πάνω από 40 βραβεία, έκανε την πρεμιέρα της στο Annecy, το μεγαλύτερο Φεστιβάλ animation στον κόσμο και ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου.

«Για να καταλάβεις κάτι δεν ακολουθείται μια γραμμική διαδικασία. Πρέπει να τεστάρεις, να αξιολογείς, να διαλύεις και να ξαναφτιάχνεις. Αν δοκιμάζετε κάτι καινούριο, αποδεχτείτε πως την πρώτη φορά θα είναι απαίσιο. Είναι μέρος της διαδικασίας αυτό. Χρειάζεται πάντα λίγο παιχνίδι και λίγος πειραματισμός. Μην στεναχωριέστε και μην το παίρνετε προσωπικά. Η ζωή έχει ήδη αρκετό δράμα, δεν χρειάζεται να μεταφερθεί και στο έργο σας» συμβούλεψε τους φοιτητές.

Πρόσθεσε πως του αρέσει πολύ η ιδέα «το λάθος μεγαλύτερο της τέχνης», γιατί από το λάθος γεννιούνται όλα, είναι σημαντικό κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας. Ανέφερε πολλές φορές πως προσεγγίζει πάντα το επάγγελμά του με μια λογική παιχνιδιού. Από την απόφαση να ασχοληθεί με τη γραφιστική, μέχρι τα επόμενά του βήματα και την αλλαγή στην καριέρα του, απεχθανόταν ανέκαθεν την εκτελεστική διαδικασία που επικρατεί στις αμιγώς εμπορικές δουλειές: «Κάνω πολλά πράγματα που δεν μου αρέσουν, δουλειές που είναι περισσότερο περιεχόμενο, παρά τέχνη. Ωστόσο, όλες τις τεχνικές δεξιότητες που χρειάστηκα για να κάνω αυτό που μπορεί κάποιος να ονομάσει τέχνη, τις απέκτησα κάνοντας δουλειές τετριμμένες και εμπορικές».

Ολοκλήρωσε λέγοντας πως η δημιουργική διαδικασία είναι συνήθως ένα κολάζ εμπειριών παρά μια ξαφνική επιφοίτηση και πως αυτό που ονομάζουμε «καλλιτεχνικό ύφος» είναι μάλλον αυτό που προκύπτει αν κάνεις πάρα πολλές ώρες μια συγκεκριμένη δουλειά.