Εξήντα έξι χρόνια συμπληρώθηκαν σήμερα από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στον χώρο της λογοτεχνίας ενώ εξακολουθεί να είναι ο πιο μεταφρασμένος σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας.
Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος «Kαπετάν Mιχάλης» και του «Τελευταίου Πειρασμού» (μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον Χριστό, που παλεύει μεταξύ της θείας και ανθρώπινης φύσης του), που δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας για τον επικείμενο αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
«Έβαλε τον εαυτό του κάτω εξήντα χρόνια μοναξιάς, τον έστιψε κι έβγαλε την καλύτερη σταγόνα που έχουμε. Κι αν ακόμη αρνηθείς όλο του το έργο, μένει ο ίδιος ο άνθρωπος» έγραψε ο Αλέξανδρος Μινωτής για τον Νίκο Καζαντζάκη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 26 Οκτωβρίου του 1957, στην κλινική του Φράιμπουργκ, όπου νοσηλεύθηκε έχοντας επιστρέψει από την Κίνα με σοβαρά κλονισμένη την υγεία του.
Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά η Εκκλησία της Ελλάδας αρνήθηκε να εκτεθεί σε προσκύνημα, δεδομένου ότι τον είχε κατηγορήσει ως ιερόσυλο και παρ’ ολίγον να τον αφορίσει. Αφορμή είχε αποτελέσει αφενός το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Kαπετάν Mιχάλης», αφετέρου ο «Τελευταίος Πειρασμός» -ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον Χριστό, που παλεύει μεταξύ της θείας και ανθρώπινης Φύσης του. Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, αλλά ο «Τελευταίος Πειρασμός» συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ποιος ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1883 στο Ηράκλειο της τουρκοκρατούμενης τότε Κρήτης. Ο πατέρας του, ο καπετάν Μιχάλης, τον προόριζε για δικηγόρο, αλλά τελικά τον κέρδισε η λογοτεχνία. Η πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα έγινε το 1906, έτος αποφοίτησής του με άριστα από τη Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, με το «Όφις και Κρίνο» (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή). Το πτυχίο της νομικής φέρει και την υπογραφή του Κωστή Παλαμά ως Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου.
Από τα νεανικά του χρόνια ο Καζαντζάκης ήταν ανήσυχος και το πνεύμα του βασανιζόταν από υπαρξιακές και μεταφυσικές αγωνίες. Μελέτησε φιλοσόφους και πνευματικούς δασκάλους που δίχαζαν, ταξίδεψε πολύ και ασπάστηκε ιδέες που προκάλεσαν τους συντηρητικούς κύκλους, έγραψε με πάθος. Ο Καζαντζάκης δεν ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να χωρέσει στα στενά πλαίσια που «άρμοζαν» γι αυτό και πολεμήθηκε.
Κατηγορήθηκε ότι ήταν κομμουνιστής και άθεος, ενώ χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα για να εμποδιστεί το ενδεχόμενο να λάβει το Βραβείο Νόμπελ για το οποίο ήταν επανειλημμένα υποψήφιος, ενώ εκείνος αγωνιζόταν για να αναγνωριστεί διεθνώς το έργο του. Ο Καζαντζάκης προτάθηκε 9 χρονιές (1947, 1950, 1951, 1952, 1953, 1954, 1955, 1956 και 1957) για το Βραβείο Νόμπελ, με συνολικά 14 διαφορετικές προτάσεις. Δεν το έλαβε ποτέ, αλλά είναι ο πιο μεταφρασμένος σύγχρονος έλληνας συγγραφέας.
Τον Μάρτιο του 1945 προσπάθησε να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά απέτυχε για δύο ψήφους.
Ασχολήθηκε και με την πολιτική. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών κατακτητών, δραστηριοποιήθηκε έντονα, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου 1946.
Το 1947 διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.
Βασικό θέμα που κυριαρχεί στα έργα του είναι η εσωτερική ελευθερία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η κοινωνική δικαιοσύνη, η τόλμη, όπως εκφράζεται στον φιλοσοφικό του όρο: «Η Κρητική Ματιά». Να κοιτάζεις κατάματα τον φόβο, να ζεις τη ζωή των θνητών και να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι αθάνατος.
Σημείο – σταθμό στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη αποτελεί η «Οδύσσεια», ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της ομηρικής «Οδύσσειας», αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες. Για το έργο αυτό, ο Καζαντζάκης εργαζόταν για δεκατρία χρόνια και πριν από την τελική του μορφή, προηγήθηκαν οκτώ αναθεωρημένες γραφές. Το ποίημα ξεκινά από την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη και αποτελεί μια νέα περιπλάνηση του ανικανοποίητου ήρωα, που προσπαθεί να κατακτήσει την «πλέρια λευτεριά». Ο Καζαντζάκης θέλησε να γράψει το έπος του σύγχρονου ανθρώπου, γι’ αυτό θεωρούσε την «Οδύσσεια» ως το σπουδαιότερο έργο του.
Ο πιο αλέγρος «Ζορμπάς» εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του το 1954 βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. Το 1955 ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή χρηματοδότησαν την έκδοση της δικής τους μετάφρασης της Ιλιάδας, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο Τελευταίος Πειρασμός. Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου στην Αθήνα για τους τρεις τόμους Θέατρο Α΄, Β΄, Γ΄ και με το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα, επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης.
Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου 1957 σε ηλικία 74 ετών.
Το χρονικό της ταφής του
Η σορός του Νίκου Καζαντζάκη έφτασε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου του 1957 και ο Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών, Θεόκλητος βρήκε την ευκαιρία για να πάρει «εκδίκηση» ενάντια στον «αθυρόστομο υβριστή και συκοφάντη».
Ορθόδοξος σύλλογος έστειλε τηλεγράφημα στον Μητροπολίτη Κρήτης και σε όλη την ιεραρχία να αρνηθούν όλα τα ιερά μυστήρια στον νεκρό και να μην επιτραπεί η κηδεία του σε κανένα νεκροταφείο της εκκλησιάς. Την τελευταία στιγμή ο Αριστοτέλης Ωνάσης έσωσε την κατάσταση. Το ίδιο απόγευμα διέθεσε ένα έκτακτο αεροπλάνο της Ολυμπιακής και μετέφερε τη σορό του.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης διέθεσε αεροπλάνο για τη μεταφορά της σορού του Καζαντζάκη
Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, μια τεράστια ανθρωποθάλασσα υποδέχτηκε τον Καζαντζάκη. Χιλιάδες άνθρωποι της τέχνης, του θεάτρου, της πολιτικής και των τοπικών αρχών περίμεναν με θλίψη τον νεκρό.
Δείτε το βίντεο ντοκουμέντο από την κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη:
Tο φέρετρο τοποθετήθηκε στον Μητροπολιτικό ναό του Άγιου Μηνά με την έγκριση του Μητροπολίτη της Κρήτης, Ευγένιου που αψήφησε τις απειλές της Εκκλησίας και έψαλε μια σύντομη επιμνημόσυνο δέηση. Κρητικοί με παραδοσιακές φορεσιές και κρητικές με εθνικές ενδυμασίες και μαύρες μαντίλες στάθηκαν δίπλα στο φέρετρο. Εκατοντάδες στέφανα κατατέθηκαν στην τιμή του και το λαϊκό προσκύνημα κράτησε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.
Νίκος Καζαντζάκης: O Έλληνας που προτάθηκε 9 φορές για Νόμπελ
Σύμφωνα με το αρχείο για τα βραβεία Νόμπελ, ο Καζαντζάκης προτάθηκε εννέα χρονιές (1947, 1950, 1951, 1952, 1953, 1954, 1955, 1956 και 1957) για το Βραβείο Νόμπελ, με συνολικά 14 διαφορετικές προτάσεις. Κι όμως, κύκλοι εντός Ελλάδας από το εκκλησιαστικό, πολιτικό και ακαδημαϊκό κατεστημένο έδωσαν μάχες ώστε ν’ αποφευχθεί η βράβευσή του, όποτε η πλάστιγγα της Σουηδικής Ακαδημίας έδειξε να γέρνει προς το μέρος του.
Η χρονιά που ο Καζαντζάκης διεκδίκησε με τις περισσότερες πιθανότητες το Νόμπελ ήταν το ΄56. Τελικά το κέρδισε ο Ισπανός ποιητής Χιμένεθ, με μόλις δύο ψήφους διαφορά. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, ο Καζαντζάκης είχε αποσπάσει το βραβείο Ειρήνης, με το οποίο προηγουμένως είχαν τιμηθεί προσωπικότητες όπως ο Τσάπλιν και ο Σοστακόβιτς, αλλά στην απονομή που πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη, παρουσία όλων των μελών του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης, η Ελλάδα έλαμψε διά της απουσίας της.
Ο Καμύ απάντησε αργότερα στη χήρα πλέον Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «… Έτρεφα πάντα μεγάλο θαυμασμό και, αν το επιτρέπετε, ένα είδος στοργής για το έργο του συζύγου σας. (…) Και ακόμα δεν ξεχνώ ποτέ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, πήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα. Λίγο αργότερα κατάλαβα με τρόμο πως το μήνυμα αυτό ήταν γραμμένο λίγες μέρες πριν πεθάνει. Μαζί του χάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες…».
Οι υποψηφιότητες για Βραβείο Νόμπελ
Το 1947, πρότεινε τους Καζαντζάκη και Σικελιανό για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο βυζαντινολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Νίκος Βέης (1883-1958).
Το 1950, ο Σουηδός συγγραφέας και ακαδημαϊκός Hjalmar R. Gulberg (1898-1961), πρότεινε επίσης τους Καζαντζάκη και Σικελιανό για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το 1951, ο Σουηδός συγγραφέας Sigfrid Siwertz (1882-1970), πρότεινε και αυτός με τη σειρά του, τους Καζαντζάκη και Σικελιανό για Νόμπελ. Εννοείται ότι οι δύο μεγάλοι λογοτέχνες μας, θα μοιράζονταν από κοινού το βραβείο αν τους απονεμόταν.
Το 1952, η Ένωση Νορβηγών Λογοτεχνών ήταν εκείνη που πρότεινε τον Ν. Καζαντζάκη για Νόμπελ.
Ακολούθησε το 1953, ο Νορβηγός δημοσιογράφος και συγγραφέας Hans Heiberg (1904-1978), πρόεδρος τότε της «Ένωσης Νορβηγών Λογοτεχνών»
Το 1954 πρότεινε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Νίκο Καζαντζάκη, ο Σουηδός συγγραφέας και ακαδημαϊκός Henry Olsson (1896-1985).
Το 1955 η «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» και ο Νορβηγός Lorentz Eckhoff (1884-1974), πρότειναν για το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Καζαντζάκη.
Το 1956, ο Ν. Καζαντζάκης, προτάθηκε από την «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών», τον Johannes Andreasson Dale, Νορβηγό συγγραφέα και τον, ένθερμο φιλέλληνα, Ελβετό εθνομουσικολόγο Samuel Baud – Bovy (1906-1986) για το βραβείο Νόμπελ.
Τέλος, το 1957 η «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» και ο Samuel Baud – Bovy, πρότειναν εκ νέου τον Καζαντζάκη για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.