Ολοκληρώθηκε σε πρώτη ανάγνωση, στην επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, η επεξεργασία του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας, «Ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης».

Το νομοσχέδιο έγινε δεκτό κατά πλειοψηφία.

Υπέρ της αρχής του τάχθηκαν οι βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας και το κόμμα των Σπαρτιατών, ενώ από υπόλοιπα κόμματα της Αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, Νέα Αριστερά και ΝΙΚΗ, καταψήφισαν και η Ελληνική Λύση μαζί με την Πλεύση Ελευθερίας εξέφρασαν επιφυλάξεις.

Είχαν προηγηθεί οι απόψεις αρμόδιων εξωκοινοβουλευτικών φορέων, που είχαν κληθεί να τοποθετηθούν επί του νομοσχεδίου, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ενώ αναγνώρισαν την ανάγκη αναβάθμισης και ενίσχυσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και την σύνδεση της με την αγορά εργασίας, εξέφρασαν επιφυλάξεις ως προς την αποτελεσματικότητα των στόχων του νομοσχεδίου.

Από την πλευρά της, η Υφυπουργός Παιδείας, Ιωάννα Λυτρίβη, χαρακτήρισε εποικοδομητικές τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο πλαίσιο του διαλόγου, ενώ απέρριψε τις ενστάσεις περί ασαφειών και αναποτελεσματικότητας του νομοσχεδίου.

Όπως είπε, «πρόκειται για ένα νομοσχέδιο πλαίσιο το οποίο χτίζει και διορθώνει ελλείψεις του προηγούμενου νόμου 4760 του 2020, για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές που συμβαίνουν γύρω μας».

«Προσπαθούμε να ενσωματώσουμε στο καινούργιο νομοθέτημα, τις εξελίξεις και τις αλλαγές μέσα από μία διαρκή συζήτηση με το παραγωγικό πρότυπο, τους ανθρώπους της αγοράς και του πεδίου, γιατί στο τέλος της ημέρας οι ωφελούμενοι -και αυτός είναι ο στόχος όλων μας πιστεύω- οι σπουδαστές μας, οι οποίοι παρακολουθούν στις δομές αυτές και ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον, να έχουν μία καλύτερη απορρόφηση στην αγορά εργασίας, να είναι πιο καταρτισμένοι και πιο ενημερωμένοι για τις εξελίξεις και να αισθάνονται πιο πλήρεις και ολοκληρωμένοι για να μπορούν να παράξουν στον τόπο τους», τόνισε χαρακτηριστικά η Υφυπουργός Παιδείας και πρόσθεσε:

«Είμαστε εδώ για να συζητήσουμε τα αρνητικά, να τα βελτιώσουμε, αλλά δεν μπορεί να μην ακούσαμε τίποτα θετικό ούτε για τη σύνδεση με την αγορά εργασίας , ούτε για την αναβάθμιση της συμβουλευτικής και τη ρύθμιση για τα ΓΕΑΣ, ούτε στην προσπάθεια που γίνεται για επικοινωνία και συνέργειες μεταξύ των επιπέδων τρία, τέσσερα και πέντε, ούτε για τους κόμβους σε επίπεδο νομού που θα επικοινωνούν με το παραγωγικό πρότυπο, ούτε και στην πρόβλεψη για επιπλέον στελέχωση».

«Εμείς προχωράμε, σύγχρονα, προοδευτικά, κοινωνικά, σε συνεργασία με το παραγωγικό σύστημα και τους ανθρώπους του πεδίου -εκπαιδευόμενους, διευθυντές, εκπαιδευτές- με τις όποιες ενδεχόμενες ελλείψεις και προβλήματα και θα τα λύνουμε, βήμα-βήμα», τόνισε, διαβεβαιώνοντας παράλληλα ότι η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, είναι πρόθυμη να συνεργαστεί με όλους τους εμπλεκόμενους για την καλύτερη υλοποίηση του νομοσχεδίου.

«’Ακουσα ότι δεν υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες μέσα στο νομοσχέδιο. Είναι ένα πλαίσιο, η εφαρμογή των περισσότερων ρυθμίσεων θα ξεκινήσει από το 2025-2026 και είμαστε εδώ για να τις συζητήσουμε κατά την κατάρτιση των κανονισμών. ‘Αρα, εκεί θα εξειδικευθούν όλα όσα συζητάμε, σε επίπεδο πλαισίου. Είναι πιστεύω κοινός τόπος και στόχος όλων, αυτοί οι άνθρωποι που βρίσκονται μέσα σε αυτές τις δομές, εκπαιδευόμενοι και εκπαιδευτές, οι καταρτιζόμενοι και οι εκπαιδευτικοί τους, να είναι όσο το δυνατό πιο ευχαριστημένοι στο τέλος της ημέρας. Δεν μιλάμε για μαγικές λύσεις. Όμως, είμαστε εδώ, συνεργαζόμαστε, και όλες τις προσκλήσεις-προκλήσεις τις αποδέχομαι με χαρά και θα το δείτε στο αμέσως επόμενο διάστημα, που θα αρχίσει η πραγματική δουλειά, για την υλοποίηση του νομοθετικού πλαισίου. Γιατί αυτό που χρειάζεται να κάνουμε όλοι, έχοντας ως κοινό στόχο τον ίδιο, είναι να είμαστε μαζί και να συνεργαστούμε για να δούμε πώς θα μπορεί να υλοποιηθεί καλύτερα ο νόμος αυτός», κατέληξε η Υφυπουργός Παιδείας.

 

Τι είπαν οι εξωκοινοβουλευτικοί φορείς

Από την πλευρά της, η εκπρόσωπος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, Ντόρα Οικονόμου, χαρακτήρισε «καίριας σημασία την νομοθετική πρωτοβουλία για την προτεραιοποίηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης», και θετικές πολλές από τις διατάξεις τονίζοντας παράλληλα «την ανάγκη αναβάθμισης της υλικοτεχνικής υποδομής και την περαιτέρω ενδυνάμωση του ρόλου των ΕΣΠΑΕ με την παροχή επιστημονικής και τεχνικής υποστήριξης».

Ο γενικός διευθυντής της ΓΣΕΕ, Χρήστος Γούλας, έκανε λόγο για «παντελή απουσία κοινωνικού διαλόγου, ώστε να είναι πιο αποδοτικό το νομοσχέδιο», αναγνώρισε ότι καταβάλλονται προσπάθειες, ωστόσο, όπως είπε, «χρειάζεται πιο ποιοτική αναβάθμιση του ρόλου της συμβουλευτικής».

Μίλησε επίσης «για ελλείψεις στο επίπεδο της σύνδεσης των δομών με την επαγγελματική κατάρτιση, για περιορισμένη διάθεση προστασίας των δικαιωμάτων των ασκούμενων, καθώς δεν προβλέπει, ούτε ελάχιστη αποζημίωση, ούτε ασφαλιστική κάλυψη στο πεδίο της πρακτικής άσκησης, και για αλληλοεπικαλύψεις αρμοδιοτήτων».

Ταυτόχρονα, τόνισε «την ανάγκη αναβαθμισμένων γνώσεων των σπουδαστών με στοχευμένα προγράμματα».

Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκε, η γενική γραμματέας της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης, (ΟΛΜΕ), Αικατερίνη Μανουσογωργάκη, κατηγορώντας το Υπουργείο Παιδείας ότι «αποκλείει τους εκπαιδευτικούς από το διάλογο».

«Από τον Ιούνιο, αρνείται να συναντηθεί μαζί μας η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Ποτέ δεν έγινε πραγματική συζήτηση, μόνο στις αίθουσες των δικαστηρίων γίνεται.

Το νομοσχέδιο είναι συνέχεια του προηγούμενοι του 2020, που σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα το απέρριψε. Καμία ρύθμιση που θα βελτιώνει την άσκηση του εκπαιδευτικού λειτουργήματος δεν υπάρχει. Τα «ΚΑΜΠΟΥΣ», που ήταν μια παρωχημένη ιδέα του 1977 η οποία απέτυχε και καταργήθηκε, τώρα επανέρχεται, με στόχο την συγχώνευση των επαγγελματικών σχολών και τον πλήρη έλεγχο τους από μάνατζερ, χωρίς να είναι εκπαιδευτικοί. Διαλύεται η δημοκρατική λειτουργία των σχολείων, αυξάνεται ακόμα περισσότερο η γραφειοκρατία, θεσμοθετείται η ανήλικη απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία και δεν λύνεται το σοβαρό ζήτημα της υποστελέχωσης. Γενικά δεν επιλύει κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κέντρα εκπαίδευσης και κατάρτισης», υποστήριξε η εκπρόσωπος της ΟΛΜΕ.

Υποστηρικτικός στο νομοσχέδιο εμφανίστηκε ο διευθυντής του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Γιώργος Κουτσοκώστας, υπογραμμίζοντας ότι «οι διατάξεις του είναι προς τη σωστή κατεύθυνση για οριζόντια ποιοτική συνοχή όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων» .

Μίλησε για «αναμόρφωση των σχολών τουριστικών επαγγελμάτων μέσα από τα προγράμματα κατάρτισης», και πρόσθεσε ότι «είναι υπέρ σε κάθε προσπάθεια αναβάθμισης του προφίλ τους».

Ο Σωτήρης Θεοδωρόπουλος, μέλος του Δ.Σ της Ένωσης Τεχνολόγων Εκπαιδευτικών, υποστήριξε ότι, «είναι ένα νομοσχέδιο χωρίς αλλαγές σε ότι αφορά την ενίσχυση του μόνιμου προσωπικού και του τεχνολογικού εξοπλισμού που οδηγεί στην περαιτέρω υποβάθμιση των εργαστηριακών κέντρων».

«Προκαλούνται συγχωνεύσεις και καταργήσεις, χωρίς καμία μελέτη των ποιοτικών στοιχείων των σχολικών μονάδων, χωρίς εκσυγχρονισμό του ρόλου και της τεχνικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτών», ανέφερε μεταξύ άλλων.

Η πρόεδρος του Συλλόγου Σπουδαστών Δημοσίων ΙΕΚ Αττικής, Δούλη Φωτεινή, τάχθηκε κατά του αναχρονιστικού νομοσχεδίου, όπως το χαρακτήρισε, τονίζοντας ότι «εκσυγχρονισμός των υποδομών των κέντρων επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης γίνεται μόνο με αύξηση της χρηματοδότησης, με αναβάθμιση του απηρχαιωμένου τεχνολογικού εξοπλισμού, με πραγματική αναβάθμιση του πτυχίου, με πλήρη ασφαλιστική κάλυψη και αποζημίωση της πρακτικής άσκησης αλλά δυστυχώς τίποτα από αυτά δεν προβλέπονται».

Ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας των Λειτουργών Επαγγελματικής Εκπαίδευσης Ελλάδος, Δούρος Παλαιολόγος, έκανε λόγο για «ένα νομοσχέδιο που αναβιώνει αποτυχημένους και δαπανηρούς θεσμούς για την τεχνική εκπαίδευση και κατάρτιση».

Όπως υποστήριξε, «θα προκληθεί αναστάτωση στον εκπαιδευτικό κόσμο, καθώς με τις συγχωνεύσεις των κέντρων εκπαίδευσης θα δημιουργηθούν σχολεία τέρατα, μη διαχειρίσιμα και σχολεία δύο ταχυτήτων».

Η Ιωάννα Σιωτρόπου, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιωτικών ΙΕΚ, πρότεινε «να αυξηθεί από τα 2,5 χρόνια στα τρία το επίπεδο σπουδών για ουσιαστική εκπαίδευση, όπως συμβαίνει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες», καθώς και στο να συμμετάσχει εκπρόσωπος τους στα εκτελεστικά όργανα αποφάσεων».

Η πρόεδρος του Σωματείου Εκπαιδευτών Δημοσίων ΙΕΚ, Αικατερίνη Βασιλείου, σημείωσε ότι «το νομοσχέδιο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως απουσιάζουν οι εκπαιδευτές από τα όργανα εκτελέσεων αποφάσεων».

«Η μετονομασία των Ινστιτούτων σε ανώτατες σχολές είναι σαφές ότι χρειάζεται, πρέπει όμως να επιλυθούν πολλά πρακτικά προβλήματα για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά», σημείωσε, ενώ τόνισε την ανάγκη να μετατραπούν οι συμβάσεις των εκπαιδευτών, οι οποίες μέχρι σήμερα, παρότι έχουν εξαρτημένη σχέση εργασίας, είναι με μίσθωση έργου, σε μόνιμο προσωπικό .

Επίσης, εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς την διαφάνεια στη λειτουργία της ηλεκτρονικής πύλης που θα αντικαταστήσει το μητρώο, επισημαίνοντας ότι δεν προβλέπεται η αξιολόγηση, ενώ ο κάθε υποψήφιος δεν έχει τη δυνατότητα ένστασης.

Υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκε ο Αναστάσιος Κακούρος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Διευθυντών Δημοσίων ΙΕΚ, υπογραμμίζοντας ότι «είναι απαραίτητη η ψήφιση του καθώς κάνει πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό το προηγούμενο πλαίσιο, ενώ θα συμβάλει στην άμεση σύνδεση των κέντρων εκπαίδευσης και κατάρτισης με την αγορά εργασίας».

Όπως είπε, «θα βελτιώσει την πολυσυνεργασία όλων των δομών κατάρτισης και θα είναι πιο στοχευμένη η κατάρτιση», ενώ χαρακτήρισε «πολύ θετικές τις διατάξεις για την ηλεκτρονική πύλη και τον οργανωτικό συντονιστή και σημαντική την οικονομική αυτοτέλεια και διαχείριση των ΣΑΙΕΚ».

Η Δέσποινα Βαλάση, επιστημονική σύμβουλος του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματικών Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος, αναγνώρισε την πρόθεση για αναβάθμιση, βελτίωση και αποτελεσματικότερη τεχνολογική εκπαίδευση, σημειώνοντας παράλληλα ότι «πρέπει να διατηρήσει την αυτονομία της γιατί είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να υποβαθμιστεί, ενώ αντί για απλοποίηση των διαδικασιών να δημιουργηθεί γραφειοκρατική πολυπλοκότητα η οποία θα οδηγήσει σε τέλμα τη νέα μορφή διάρθρωσης των σχολείων».

«Πρέπει να γίνουν σαφείς οι προβλέψεις για τις γιγάντιες δομές που θα δημιουργηθούν, είναι ανάγκη η συστηματική παρακολούθηση τους και να μην υπάρχουν αλληλοεπικαλύψεις», είπε, ενώ τόνισε και «την ανάγκη συστηματικής επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών».

Ο Αντώνης Μέγγουλης, διευθυντής και νομικός σύμβουλος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, έκανε λόγο για νομοσχέδιο «με φιλόδοξο σχεδιασμό, που κινείται στη σωστή κατεύθυνση και δημιουργεί οικονομίες κλίμακας».

Σημείωσε πάντως ότι απουσιάζουν οι προβλέψεις για συνεχιζόμενη κατάρτιση, ενώ αφήνει ένα κενό στην πιστοποίηση και πρότεινε στη σύνδεση των κέντρων επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης να συμμετέχουν φορείς από τις τοπικές αγορές των συμβουλευτικών κέντρων.

«Σε γενικές γραμμές βαδίζει σε θετική κατεύθυνση το νομοσχέδιο», επεσήμανε ο Σάββας Φωτιάδης, πρόεδρος του Συλλόγου των Διοικητικών Υπαλλήλων του Υπουργείου Παιδείας, τονίζοντας παράλληλα ότι «καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν υπάρχει το ανθρώπινο δυναμικό για να την στηρίξει».

Χαρακτήρισε επίσης, «πολύ σημαντικό ότι υπάρχει η χρηματοδότηση και η μέριμνα για το εργαστηριακό έργο», ενώ τόνισε την ανάγκη σε κάθε ΚΑΜΠΟΥΣ να υπάρχει μόνιμο προσωπικό.

Τέλος, ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία, Ιωάννης Βαρδακαστάνης, εξέφρασε την ικανοποίηση του για το νομοσχέδιο στο οποίο, όπως είπε, «έγιναν δεκτές όλες οι προτάσεις στα σημαντικά θέματα της προσβασιμότητας και της συμπερίληψης των ατόμων με αναπηρία».

«Τα τελευταία χρόνια άρχισε να αχνοφαίνεται μία συστηματική προσπάθεια για πραγματική συμπερίληψη στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση των ατόμων με αναπηρία για να μπορούν να διεκδικήσουν τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας, Υπάρχει μία πραγματική ευρωπαϊκή αντίληψη για την εκπαίδευση τους και τη αύξηση της συμμετοχής τους στον ενεργό πληθυσμό της χώρας», ανέφερε χαρακτηριστικά.