Απάντηση στις αντιδράσεις που υπήρξαν για τη συμμετοχή του στην εκδήλωση «Μένουμε Ευρώπη, υποκλοπές δικαιώματα και κράτος δικαίου», που διοργάνωσε το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου και η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, έδωσε μιλώντας το βράδυ της Πέμπτης στο αμφιθέατρο του Ινστιτούτου Γκαίτε, στην Αθήνα, ο πρώην Αντιπρόεδρος και καθηγητής στο ΑΠΘ, Ευάγγελος Βενιζέλος.
«Είναι παράδοξο, ότι αυτή η κίνηση, έστω και αν υποκρύπτει κάποια πολιτική σκοπιμότητα, γίνεται αφορμή για εκδηλώσεις έντονης κριτικής ‘η και πολιτικής αμφισβήτησης από δικούς μου ομοϊδεάτες, υποτίθεται», είπε ο κ. Βενιζέλος.
«Ο τίτλος “Μένουμε Ευρώπη;”, με ερωτηματικό, για τον οποίο δεν ρωτήθηκα, είναι προφανώς προβοκατόρικος και πολιτικά εσφαλμένος γιατί έδωσε την αφορμή να επιχειρηθεί η μετάθεση του πεδίου της συζήτησης από τις υποκλοπές της παρούσας περιόδου στην εμπειρία και τις συγκρούσεις της περιόδου 2015-2019, κυρίως στην περίοδο του πρώτου εξαμήνου του 2015 και του αλήστου μνήμης δημοψηφίσματος του Ιουλίου που οδήγησε, με τρόπο που υπερέβη κάθε συνταγματική θεωρία, από τη συντριπτική νίκη του “όχι” στην πλήρη αποδοχή και εφαρμογή του “ναι”.
Ποιος έχει άραγε στα χέρια του το πρωτότυπο του μέτρου της φιλοευρωπαϊκής και αντί – συριζικής συνέπειας; Οφείλω εγώ με το δικό μου «πολεμικό μητρώο» να δώσω διαβεβαιώσεις ή να αποδείξω τίποτα; Πρέπει να σιωπώ επιστημονικά για τις υποκλοπές προκειμένου να μη «επωφεληθεί» ο ΣΥΡΙΖΑ; Το ΠΑΣΟΚ, ο πρόεδρος του οποίου είναι θύμα υποκλοπών, δικαιούται να επικαλείται αυτά που λέω ή είναι ύποπτη και η σχέση με το κόμμα του οποίου υπήρξα αρχηγός και το οποίο ακρωτηριάστηκε σηκώνοντας τραγικά δυσανάλογο βάρος για την αντιμετώπιση της κρίσης;
Ποιος δικαιούται να λέει τη μια ότι συνεργάζομαι με τον κ. Μητσοτάκη επειδή η κυβέρνηση πρότεινε τη συμμετοχή μου στο Ομάδα υψηλού επιπέδου για το Mέλλον του Συμβουλίου της Ευρώπης που συγκροτήθηκε από τη Γενική Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης με επτά μέλη επιλεγμένα ατομικά και όχι με εκπροσώπους κρατών μελών. Και την άλλη ότι θα συνεργαστώ με τον κ. Τσίπρα επειδή επικαλέστηκε την επιστημονική μου θέση για τις υποκλοπές σε απάντηση της διαφωνίας προς την επιστημονική μου θέση που δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης”, διερωτήθηκε ο κ. Βενιζέλος και τόνισε.
«Είμαι πολιτικά και κομματικά απελεύθερος, απολαμβάνω τη σφαίρα της μεταπολιτικής, αλλά υπερασπίζομαι την επιστημονική μου συνείδηση, σοβαρότητα, αξιοπιστία και κυρίως πειστικότητα.
Μένουμε Ευρώπη» τελεία, αλλά και άνω και κάτω τελεία. Δεν υπάρχει Ευρώπη χωρίς δημοκρατικές αξίες, χωρίς κράτος δικαίου, χωρίς θεμελιώδη δικαιώματα, χωρίς ανεξάρτητη δικαιοσύνη, χωρίς ανεξάρτητες αρχές, χωρίς τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ, χωρίς το κεκτημένο του θεσμικού και νομικού πολιτισμού της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αν μετρούσα εχθρούς και φίλους και επιδίωκα να έχω ανά πάσα στιγμή περισσότερους φίλους δεν θα «Μέναμε Ευρώπη». Ήδη από το 2011. Οπότε θα περίττευε και η συζήτηση περί ερωτηματικού ή τελείας» πρόσθεσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Αναφερόμενος στο θέμα των υποκλοπών υποστήριξε πως προκύπτει «μείζον ζήτημα αφενός εθνικής ασφάλειας, αφετέρου λειτουργίας του κράτους δικαίου και σεβασμού του Συντάγματος».
«Αυτές οι παρακολουθήσεις ήταν νόμιμες ή παράνομες; Μια πράξη δεν καθίσταται νόμιμη όταν φέρει τα εξωτερικά στοιχεία της νόμιμης πράξης αλλά παραβιάζει το Σύνταγμα και τον νόμο, στερείται αιτιολογίας και δεν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς οι παρακολουθήσεις των ηγετών του στρατεύματος ήταν παράνομες. Αν ήταν νόμιμες, δεν έπρεπε τα συγκεκριμένα πρόσωπα να παραμένουν και μάλιστα επί μακρόν στην ηγεσία του στρατεύματος.
Ποιος άκουσε ή διάβασε το υλικό των παρακολουθήσεων; Ποιος ήταν αποδέκτης των ενημερωτικών δελτίων; Ποιος έδωσε και ποιες εξηγήσεις στα πρόσωπα αυτά; Ποιο ήταν το κίνητρο και το ζητούμενο της μακράς παρακολούθησης;» διερωτήθηκε ο κ. Βενιζέλος και τόνισε.
«Δεν μπορεί η θεσμική αντιμετώπιση του ζητήματος των υποκλοπών να είναι αυτή. Δεν αρκεί η απάντηση, «γινόντουσαν και πριν παράνομες ή αμφίβολης νομιμότητας παρακολουθήσεις, ακόμη και υπουργών». Δεν αρκεί η απάντηση ότι «δημοσκοπικά το ζήτημα έχασε το ενδιαφέρον του και δεν επηρεάζει τις εκλογικές συμπεριφορές». Δεν αρκεί η απάντηση, «παραιτήθηκαν οι κκ. Δημητριάδης και Κοντολέων και ανέλαβαν την ευθύνη». Ποια ευθύνη και σε ποιο θεσμικό επίπεδο. Δεν αρκεί η παραπομπή στις προκαταρκτικές εξετάσεις που επί μήνες διενεργεί η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών χωρίς εμφανές αποτέλεσμα και γνωστό χρονοδιάγραμμα. Δεν αρκεί η ΑΔΑΕ που υπονομεύεται και συκοφαντείται με ακραίο τρόπο. Δεν αρκεί η ΑΠΔΠΧ που ήδη εξέδωσε την πρώτη απόφασή της για το Predator. Δεν αρκεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης . Δεν θα αρκούσε ούτε η ομαλή και εντατική λειτουργία της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.
Το ζήτημα της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, του κύρους της και του απορρήτου των επικοινωνιών της που είναι ουσιαστικά στρατιωτικές επικοινωνίες απαιτεί να διαμορφώσει άμεσα μια εύλογη τεκμηριωμένη απάντηση ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και να ενημερώσει αξιόπιστα τουλάχιστον τους αρχηγούς των κομμάτων».
Απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ σχετικά με την διαδικασία που ακολούθησε η Αρχή εξέφρασε την άποψη πως η Αρχή θα μπορούσε να κάνει μια ειδική έκθεση με όλα τα στοιχεία και να τα στείλει με την διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 138 Α του κανονισμού της Βουλής
«Ακορντεόν» χαρακτήρισε την επίκληση της εθνικής ασφάλειας από την ελληνική πολιτεία ο κοσμήτορας της σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παντείου, Δημήτρης Χριστόπουλος και υποστήριξε πως έγινε αντικείμενο επίκλησης για λόγους που σχετίζονται με οικονομικές δοσολοψίες.
«Υπάρχει ανάγκη για ένα θεσμικό συγύρισμα στις μουχλιασμένες ντουλάπες της ελληνικής πολιτείας, το οποίο δεν έγινε ούτε το 1974 ούτε το 1981 ούτε, δυστυχώς αργότερα. Στην τοποθέτησή του υποστήριξε πως πρέπει να γίνουν πέντε βήματα. Ασφυκτικός έλεγχος των μυστικών υπηρεσιών, την ενεργοποίηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου Η ελληνική δημοκρατία πρέπει να μπορέσει να τοποθετήσει ένα πλαίσιο εγγυήσεων των άρσεων του απορρήτου το οποίο θα σταθμίζει εντελώς διαφορετικά την υπεράσπιση της ιδιωτικότητας από αυτό που γίνεται μέχρι σήμερα», ανέφερε.
«Οι υποκλοπές παρέχουν πιθανότατα στην κυβέρνηση να ελέγξει κάποιους πολιτικούς αντιπάλους της νοθεύοντας το πολιτικό παιχνίδι. Ο ρόλος της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, κλονίζει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη, που έχει την ευθύνη της διοργάνωσης μιας ελεύθερης και ανόθευτης εκλογικής διαδικασίας. Στερεί τους φορείς των δικαιωμάτων από αποτελεσματικές εγγυήσεις. Τα ΜΜΕ δεν διαθέτουν αξιοπιστία ιδίως λόγω της επιλεκτικής χρηματοδότησής τους από την κυβέρνηση αλλά και της στάσης τους στο θέμα της πανδημίας. Μένουμε στην Ευρώπη ως καχεκτική δημοκρατία που δυσκολεύεται να εξασφαλίσει τον σεβασμό του Συντάγματός της και δεν σέβεται τα minima του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου», είπε μεταξύ άλλων η καθηγήτρια του ΑΠΘ, Ιφιγένεια Καμτσίδου .
«Ο τρόπος που λειτουργεί η ΕΥΠ, προσομοιάζει σε ένα βαθύ κράτος, το οποίο είναι εγκιβωτισμένο στο λεγόμενο επιτελικό κράτος στο πλαίσιο ενός σχεδίου υπερσυγκέντρωσης της εξουσίας στο κέντρο διακυβέρνησης. Οι ευθύνες για τις παρακρατικές πρακτικές της ΕΥΠ, είναι αντικειμενικές και θα έπρεπε να έχουν αναληφθεί από τον πολιτικό της προϊστάμενο με την παραίτησή του. Τα σημαντικότερα αντίβαρα δηλαδή οι ανεξάρτητες αρχές και η Δικαιοσύνη αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές ή δέχθηκαν ακραίες πιέσεις. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, απαξιώθηκε πλήρως. Ο συνδυασμός όλων αυτών μας θέτει μπροστά σε μια δυστοπική πολιτειακή πραγματικότητα, σ’ αυτό το οποίο επισημαίνουν διεθνείς οργανισμοί και ανεξάρτητες οργανώσεις σχετικά με την υποχώρηση της πλουραλιστικής δημοκρατίας των δικαιοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων στην Ελλάδα», υποστήριξε από την πλευρά του, ο καθηγητής του Παντείου, Ξενοφών Κοντιάδης.
«Η Ελλάδα ανήκει στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Ευρώπης», τόνισε ο καθηγητής Συνταγματικού Διακίου του ΕΚΠΑ Νίκος Αλιβιζάτος.
«Δεν είναι Ορμπανική, δεν είναι καχεκτική δημοκρατία. Είμαστε και μένουμε στη φιλελεύθερη δημοκρατική Ευρώπη και το μεγάλο κατόρθωμα της χώρας μας για το οποίο είναι υπεύθυνη και η σημερινή κυβέρνηση της χώρας μας και η προηγούμενη είναι ότι είχαμε εναλλαγή κυβερνήσεων το 2015 και το 2019 με βελούδινο τρόπο. Λίγες χώρες το έχουν επιτύχει αυτό, είναι μια κατάκτηση της μεταπολίτευσης την οποία πρέπει να προφυλάξουμε».
Συνεχίζοντας αναφέρθηκε σε θέματα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα υπό το βάρος, όπως ανέφερε, των 948 καταδικών από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
«Υπάρχει πρόβλημα ανεξαρτησίας του Τύπου αλλά ο Τύπος δεν είναι χειραγωγημένος καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως χειραγωγείται στην Ουγγαρία του Ορμπάν. Μετά το 1974 είχαμε δεκαοκτώ εκλογικές αναμετρήσεις και όλες ήταν άψογες. Καμία δεν αμφισβητήθηκε ακόμη και στη μεγάλη ένταση της βίας το 2012. Από τον 19ο αιώνα, έχουμε κάνει συνολικά 67 εκλογές. Πρέπει να προφυλάξουμε την γνησιότητα των εκλογών ως “κόρην οφθαλμού”. Όλοι οι διχασμοί στη νεότερη Ελλάδα, ξεκίνησαν από αμφισβήτηση του αποτελέσματος των εκλογών. Μην μπούμε σε αυτή την διαδικασία. Σας παρακαλώ φροντίστε το, ο καθένας από το μετερίζι του.
Καταλήγοντας, έκανε λόγο για ανεπαρκή θεσμικά αντίβαρα και άσκησε κριτική στον τρόπο λειτουργείας της Βουλής για την οποία είπε ότι λειτουργεί με όρους του 19ου αιώνα, ενώ αναφερόμενος στη λειτουργία της Δικαιοσύνης είπε χαρακτηριστικά.
«Η μεγάλη αποτυχία της γενιάς μας ως καθηγητών Πανεπιστημίου, είναι ότι δεν φτιάξαμε καλούς δικαστές. Είναι πολύ λιγοι οι δικαστές που αντιλαμβάνονται σε τι κόσμο ζούμε».
Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, πρώην και νυν βουλευτές, ακαδημαϊκοί κ.α. Τη συζήτηση συντόνισε ο πρόεδρος της ΕΕΣΔΑ, Ανδρέας Τάκης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ