Παρακολουθήσαμε με μεγάλο ενδιαφέρον τη λειτουργία του συστήματος αυτού σε διάφορα αξιόπιστα πρωταθλήματα ποδοσφαίρου, έστω και πειραματικά, από τον Αύγουστο του 2016. Στη συνέχεια πιστοποιήθηκε η αξία του στο τελευταίο Mundial. Το VAR είχε πια εισέλθει για τα καλά στην ποδοσφαιρική καθημερινότητά μας.

Είπαν λοιπόν και εδώ στην Ελλαδίτσα να ακολουθήσουν τα βήματα των προηγμένων ποδοσφαιρικά χωρών. Αποφασίστηκε η εγκατάσταση του συστήματος στα ελληνικά γήπεδα όπου διεξάγεται το πρωτάθλημα της Super League.  

Η πρώτη του εμφάνιση επί ελληνικού εδάφους βέβαια είχε γίνει στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας τον Μάιο του 2019 στο Ολυμπιακό Στάδιο.

Το Video Assistant Referee, όπως είναι η διεθνής ορολογία του, το οποίο πλέον χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων σε Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Αγγλία, Πορτογαλία, υποσχόταν να φέρει διαφάνεια στην… πολύπαθη Super League.

Να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των διαιτητών, προκειμένου να διορθώνει κάποια λάθη που το ανθρώπινο μάτι δεν μπορούσε να διακρίνει.

Φευ… Σε χρόνο «dt», με μόλις επτά αγωνιστικές να έχουν παιχτεί στο ελληνικό πρωτάθλημα, το VAR έχει απαξιωθεί πλήρως.

Γιατί το VAR δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε στη χώρα μας; Η απάντηση είναι διπλή:

1) Για να λειτουργήσει σωστά ένα σύστημα ελέγχου, πρέπει οι διαχειριστές του να είναι σωστοί, έντιμοι και ενημερωμένοι.

2) Η προμήθεια του συστήματος πρέπει εξαρχής να είναι σωστή, πλήρης και τεχνολογικά άρτια.  

Ήρθε στην Ελλάδα… λειψό

Η απάντηση είναι λοιπόν απλή: Φταίει το γεγονός ότι ήρθε ή μάλλον για να ακριβολογούμε το έφεραν στο ελληνικό πρωτάθλημα λειψό.

Καταβλήθηκε ένα ποσό της τάξεως των 13,5 εκατ. ευρώ για την επόμενη πενταετία. Τόσο κόστισε η προμήθεια του Video Assistant Referee στον Έλληνα φορολογούμενο, διότι τη δαπάνη την ανέλαβε το κράτος. Πώς αλλιώς θα γινόταν ωστόσο; Για να υπάρξει «ΜΙΖΑ», πρέπει η δαπάνη να είναι κρατική. Το ξέρουν πολύ καλά οι Ιταλοί, οι οποίοι ενήργησαν εντελώς διαφορετικά. Πλήρωσαν τα μισά λεφτά για ένα τεχνολογικά άρτιο σύστημα, ενώ τη δαπάνη την ανέλαβαν οι ομάδες του ιταλικού πρωταθλήματος και όχι το κράτος. Ούτε μίζες λοιπόν ούτε και παρατράγουδα.

Στην Ελλάδα την προμήθεια του συστήματος ανέλαβαν η ισπανική εταιρεία Medialuso και η ελληνική InDigital, ιδρύοντας την κοινοπραξία που «τρέχει» το Video Assistant Referee στο ελληνικό πρωτάθλημα.

Θα ανέμενε κάποιος πως τον διαγωνισμό για την προμήθεια του συστήματος θα αναλάμβανε το Υπουργείο Πολιτισμού διά του καθ’ ύλην αρμόδιου υφυπουργού Αθλητισμού κ. Γ. Βασιλειάδη (περίοδος διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ). Ω του θαύματος όμως, διότι στην Ελλάδα συμβαίνουν όλα τα παράξενα, τον διαγωνισμό ανέλαβε να διεκπεραιώσει το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, με υπουργό τότε τον ισχυρό άνδρα του συστήματος Νίκο Παππά και γενικό γραμματέα τον Στέλιο Ράλλη.

Επιχειρήσαμε να ρωτήσουμε τον Γ. Βασιλειάδη περί της ελληνικής εκδοχής του VAR. Αρνήθηκε κάθε κουβέντα και παρέπεμψε κατευθείαν στον Νίκο Παππά και στο Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής. Καλύφθηκε μάλιστα πίσω από τη συλλογική απόφαση της κυβέρνησης για την προμήθεια αυτού του συστήματος και κατά συνέπεια για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την απόκτησή του.

Το zougla.gr επιχείρησε επανειλημμένως να έρθει σε επαφή με τον κ. Παππά, πρώην υπουργό, λαλίστατο από τα έδρανα της Βουλής καθώς και στις κοινοβουλευτικές επιτροπές.

Τελικά, συνομιλήσαμε με συνεργάτιδα του, την ενημερώσαμε για τα ερωτήματα που επιθυμούμε να υποβάλουμε και αναμένουμε τον κύριο Παππά να επικοινωνήσει μαζί μας, όπως μας διαβεβαίωσε η συνομιλητής μας.

Οι απαντήσεις του πρώην γ.γ. του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής στο zougla.gr

Ακολούθως, ήρθαμε σε επαφή με τον πρώην γενικό γραμματέα του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Στέλιο Ράλλη, στον οποίο υποβάλαμε τα επίμαχα ερωτήματα.

Ο πρώην γραμματέας του υπουργείου ισχυρίζεται ότι το τίμημα της αγοράς του VAR είναι κατά πολύ μικρότερο από τα 13,5 εκατ., όπως καταδεικνύουν όλα τα σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου.

Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι το κόστος του ανήλθε στα 6.2 εκατ. ευρώ και δαπανήθηκαν ακόμη δύο εκατ. ευρώ για την εγκατάσταση των οπτικών ινών στα γήπεδα των ομάδων της Super League.

Ερωτηθείς γιατί τη διαχείριση του διαγωνισμού την ανέλαβε το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής και όχι ο καθ’ ύλην αρμόδιος υφυπουργός Αθλητισμού απάντησε πως το αντικείμενο που χαρακτηρίζει το VAR είναι ψηφιακό και ως εκ τούτου θα έπρεπε να το αναλάβει το Υπ. Ψηφιακής Πολιτικής.

Συμπληρωματικά ανέφερε πως η αγορά του συστήματος VAR πραγματοποιήθηκε ύστερα από συλλογική απόφαση της κυβέρνησης, η οποία έκρινε πως, επειδή ο χώρος του ποδοσφαίρου ήταν «προβληματικός», η προμήθεια του συστήματος ήταν αναγκαία.

Με λίγα λόγια, για να ξαναγυρίσουμε στην αρχή του ρεπορτάζ, ο πρώην υφυπουργός Αθλητισμού κ. Βασιλειάδης παραπέμπει στην τότε κυβέρνηση, η οποία ανέθεσε την εκτέλεση του έργου στο Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, ο υπουργός του οποίου ανέθεσε τη διαχείριση της αγοράς του συστήματος στον γενικό γραμματέα, ο οποίος τελικά παραπέμπει εκ νέου στη συλλογική απόφαση του τότε κυβερνητικού σχήματος.

Ακούστε τι δήλωσε στο zougla.gr o κ. Στέλιος Ράλλης:

 

Ας δούμε, λοιπόν, πώς το VAR έφθασε στην Ελλάδα…. λειψό.

 

Η περιβόητη γραμμή-οφσάιντ

Στο πακέτο της προσφοράς της ελληνο-ισπανικής κοινοπραξίας, την οποία εν τέλει αποδέχθηκε η Πολιτεία, δεν συμπεριελήφθη ποτέ η γραμμή-οφσάιντ.

Κι αυτό διότι, όπως επισημάνθηκε στο πρόσφατο σεμινάριο για τις ομάδες, η γραμμή του οφσάιντ δεν ήταν στους όρους της προκήρυξης. Μάλιστα, αυτό δεν διαψεύστηκε ποτέ.

Γιατί λοιπόν όταν έθεσαν επί τάπητος το θέμα η ΕΠΟ, η Πολιτεία και οι υποψήφιες εταιρείες (αρχικά στον διαγωνισμό ήταν δύο) για να το «τρέξουν» και συζήτησαν για το τι θέλουν να περιλαμβάνει το «πακέτο» της χρησιμοποίησης του VAR στην Ελλάδα, δεν συμπεριέλαβαν μέσα και τη γραμμή-οφσάιντ;

Δεν το απέκτησαν γιατί το κόστος θα ήταν υψηλότερο ή δεν πίστεψαν ότι δεν ήταν αναγκαία αυτή η περιβόητη γραμμή για την άρτια λειτουργία του Video Assistant Referre;

Μπορεί η γραμμή-οφσάιντ να μην ήταν υποχρεωτική, αλλά δεν ήξεραν ότι στην Ελλάδα αποδείχθηκε ότι είναι πολύτιμη και άρα απολύτως αναγκαία.

Κι αυτό γιατί μέχρι τώρα έχουν υπάρξει φάσεις, όπως αυτή στη Ριζούπολη στο ματς ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και την Ξάνθη, που αποδείχθηκε πόσο απαραίτητη ήταν αυτή η γραμμή για το οφσάιντ.

Είναι πιο «μάγκες» οι Ιταλοί;

Και επανερχόμαστε στο θέμα του κόστους του Video Assistant Referre. Αποκτήσαμε ένα… κολοβό «πακέτο» έναντι του ποσού των 13,5 εκατ. ευρώ + ΦΠΑ τη στιγμή που η Ιταλία το αγόρασε -και μάλιστα το πλήρες σύστημα- αντί 7 εκατ. ευρώ.

Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: γιατί το κόστος εκτινάχθηκε σε αυτό το ποσό; Είπαμε, στην Ιταλία το σύστημα αγοράστηκε από τις ομάδες, ενώ στην Ελλάδα από το κράτος. Στην πρώτη περίπτωση δεν υπάρχει ενδεχόμενο καταβολής μίζας. Στη δεύτερη περίπτωση όλα είναι ανοικτά.  

Ένα άλλο επίσης ενδιαφέρον ερώτημα που τίθεται είναι: Γιατί στην Ελλάδα πληρώθηκε αυτό το υπέρογκο ποσό όχι από τους συλλόγους αλλά από τον Έλληνα φορολογούμενο;

Το zougla.gr προσπάθησε να έρθει σε τηλεφωνική επαφή με τον πρόεδρο της ΕΠΟ Βαγγέλη Γραμμένο προκειμένου να του ζητήσει τη θέση της ομοσπονδίας επί του ζητήματος, ωστόσο αυτό δεν κατέστη δυνατό.

Εν συνεχεία είχαμε συνομιλία με τον πρώην υφυπουργό Αθλητισμού Γιώργο Βασιλειάδη, ο οποίος δεν ήθελε να εισέλθει σε μία επί της ουσίας συζήτηση για το πώς διεξήχθη ο διαγωνισμός αλλά και για τις προσφορές – πλαίσιο αυτού.

Ο κ. Βασιλειάδης κρύφτηκε πίσω από τη συλλογική απόφαση της κυβέρνησης να προμηθευτεί η χώρα το σύστημα VAR, ενώ παρέπεμψε στο Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής του οποίου ηγείτο την περίοδο εκείνη ο Νίκος Παππάς και στον τότε γενικό γραμματέα Στέλιο Ράλλη, ο οποίος είχε την ευθύνη διεξαγωγής του διαγωνισμού.

Με λίγα λόγια ο καθ’ ύλην αρμόδιος υφυπουργός Αθλητισμού μετακίνησε την ευθύνη στον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής, έτσι ώστε στο τέλος να αποδοθούν ευθύνες στον γενικό γραμματέα.

Πρόκειται για πάγια πολιτική του ελληνικού κράτους από την εποχή του Βασιλέως Όθωνα.

Πρόβλημα και με τα πλάνα που βλέπουν οι διαιτητές

Βέβαια, εκτός από τη γραμμή-οφσάιντ σύγχυση παρατηρήθηκε και με τα πλάνα που βλέπουν οι διαιτητές.

Τρανό παράδειγμα είχαμε με το… καλημέρα! Ο λόγος για την αναμέτρηση της πρεμιέρας ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Αστέρα Τρίπολης στο «Γ. Καραϊσκάκης», όταν στο 80ό λεπτό του αγώνα ο Ελ Αραμπί τράβηξε από τη φανέλα τον Μπαράλες, ο διαιτητής Κουμπαράκης άφησε τη φάση, όμως ο Α VAR τον φώναξε να δει το ριπλέι.

Εκεί, ο διαιτητής είδε στα monitor τα… λάθος ριπλέι κι έτσι δεν καταλόγισε ποτέ την παράβαση, δίνοντας συνέχεια στο παιχνίδι.

Μάλιστα, η NOVA για τη συγκεκριμένη επίμαχη φάση εξέδωσε ανακοίνωση για το γεγονός ότι ο διαιτητής Κουμπαράκης συμβουλεύτηκε το Video Assistant Referee, αλλά δεν είδε ποτέ το πλάνο που αποδείκνυε ότι ο Ελ Αραμπί τράβηξε από τη φανέλα και έριξε κάτω τον Μπαράλες των Αρκάδων.

Στην ανακοίνωση το συνδρομητικό κανάλι χαρακτήρισε εκ του πονηρού οποιαδήποτε ανάμειξη της Nova σε κριτικές για τη λειτουργία του VAR και τις διαιτητικές αποφάσεις. Επίσης, ξεκαθάρισε μια και καλή ότι δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ της ομάδας του Video Assistant Referee και της ομάδας παραγωγής της Nova.

Πολλοί πάντως είναι και αυτοί που πιστεύουν ότι οι Έλληνες διαιτητές δεν πρόλαβαν να εκπαιδευτούν όσο θα έπρεπε για το VAR.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι και σε άλλες χώρες υπήρξαν προβλήματα με το VAR.

Υπήρξαν αντιδράσεις από ομάδες, ωστόσο οι υπεύθυνοι για τη χρησιμοποίησή του φρόντισαν να βάλουν σε τάξη την κατάσταση, προκειμένου να αποτελέσει εργαλείο στα χέρια των διαιτητών.

Στην Ελλάδα, ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν συμβαίνει αυτό. Έτσι από τα δόξα τω Θεώ για τον ερχομό του VAR στο ελληνικό ποδόσφαιρο, έχουμε φτάσει να λέμε… βοήθα Παναγία!

Η θέση της Γ.Γ.Α.

Από τη μεριά της, η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, όταν παρουσιάστηκαν τα πρώτα προβλήματα με το VAR, πήρε θέση για το θέμα, επισημαίνοντας πως η Πολιτεία δεν έχει καμία ανάμειξη στη λειτουργία του συστήματος.

Στη σχετική ενημέρωσή της είχαν υπογραμμιστεί τα εξής:

«Η Πολιτεία, από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, χρηματοδότησε με περισσότερα από 10 εκατομμύρια τις υποδομές για την εγκατάσταση του VAR στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, παρότι όφειλαν να έχουν μεριμνήσει γι’ αυτό οι ΠΑΕ κ η ΕΠΟ.

»Το έπραξε, όμως, επειδή πρόκειται για το πιο σύγχρονο ”εργαλείο”, προκειμένου να συμβάλει, μέσω αυτού, στην προσπάθεια για μεγαλύτερη αξιοπιστία της διαιτησίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

»Ωστόσο, στη λειτουργία του VAR, η Πολιτεία δεν έχει και δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως ανάμειξη.

»Η σωστή λειτουργία του αφορά αποκλειστικά και μόνο τα ποδοσφαιρικά όργανα. Είναι αυστηρά εσωτερική τους υπόθεση: των πρωτοκόλλων FIFA/UEFA, της ΕΠΟ και της ΚΕΔ».

Η άποψη του Παναγιώτη Βαρούχα για το… ελληνικό VAR

Το zougla.gr επικοινώνησε με τον καθηγητή διαιτησίας Παναγιώτη Βαρούχα, ο οποίος μεταξύ άλλων επεσήμανε ότι το VAR φρόντισαν να το απαξιώσουν αυτοί που το έφεραν στην Ελλάδα, καθώς στη χώρα μας δεν γίνεται σωστή χρήση του.

Ακούστε όσα δήλωσε ο κ. Βαρούχας:

 

Κατόπιν όλων τούτων τίθεται ένα αμείλικτο ερώτημα: Ποιος έχει την πολιτική ευθύνη για την προμήθεια ενός συστήματος ελέγχου της ποδοσφαιρικής κανονικότητας εντός γηπέδου καθώς και της αποτελεσματικότητας των διαιτητών, το οποίο στην πράξη αποδείχτηκε αναποτελεσματικό, ακριβό για αυτό που παρέχει αλλά και λειψό ως προς τις τεχνικές προδιαγραφές του.

Τον διαγωνισμό (και άρα και την τελική αποδοχή των προδιαγραφών) ανέλαβε να διεκπεραιώσει το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής με υπουργό τον Νίκο Παππά.

Τον διαγωνισμό «έτρεξε» ο γ.γ. του υπουργείου Στέλιος Ράλλης. Κατά τον τότε υφυπουργό Αθλητισμού, την απόφαση για την προμήθεια του VAR ανέλαβε συλλογικά η κυβέρνηση (τότε του ΣΥΡΙΖΑ). Κάποιος πρέπει να φταίει τόσο για το σύνολο της προμήθειας όσο και για το κόστος αγοράς. Υπάρχουν σοβαρές πια υπόνοιες πως κάποιοι, για άλλη μία φορά, έβαλαν το δάκτυλο στο μέλι.

Είναι προφανές πως η Δικαιοσύνη οφείλει να ασχοληθεί στα σοβαρά με την υπόθεση. Η χρήση του VAR αποφασίστηκε για να τονωθεί και να αποκατασταθεί η αξιοπιστία του ελληνικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου καθώς και των εμπλεκομένων παραγόντων σε αυτό.

Στο ποδόσφαιρο παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα παίζονται πολλά χρήματα σε διάφορα επίπεδα και με διάφορους τρόπους. Επίσης, διακυβεύονται πολύ μεγάλα ποσά που αφορούν στον στοιχηματισμό των παιχνιδιών.

Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων είναι λοιπόν όχι απλώς απαραίτητη αλλά επιβεβλημένη. Ως εκ τούτου, η Δικαιοσύνη οφείλει να ελέγξει χωρίς χρονοτριβή τόσο τη διαδικασία διαχείρισης της αγοράς του συστήματος VAR όσο και εκείνους τους παράγοντες οι οποίοι αποφάσισαν και έθεσαν τις προδιαγραφές στη βάση των οποίων αγοράστηκε το VAR.

Eπίσης, θα πρέπει να διερευνηθεί το γιατί η διαχειρίστρια αρχή της προμήθειας του συστήματος ήταν το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής και όχι το Υπουργείο Πολιτισμού – Υφυπουργός Αθλητισμού.

Η Δικαιοσύνη θα διερευνήσει αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες για το συνολικό ποσό που δαπανήθηκε και εκ της έρευνας αυτής θα καταδειχθεί αν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες, για τις οποίες αρμοδιότητες πλέον θα έχει η Βουλή.