Πλήρης αποκαλύψεων είναι η κατάθεση του πρώην υφυπουργού Οικονομικών και βουλευτή Αττικής της Νέας Δημοκρατίας, Πέτρου Δούκα, στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για την υπόθεση Βατοπεδίου. Στο κείμενο της κατάθεσης, με ημερομηνία 3 Μαΐου 2010, που έχει στη διάθεσή της η zougla.gr και το δημοσιεύει ολόκληρο, αποκαλύπτει πως ο τότε βασικός συνεργάτης του πρωθυπουργού, Κ. Καραμανλή, Γιάννης Αγγέλου, καθώς και η ηγετική ομάδα του Μαξίμου, γνώριζαν επακριβώς τις εξελίξεις στην υπόθεση του σκανδάλου.

Ο κ. Δούκας δίνει και λεπτομέρειες:

«Το Μέγαρο Μαξίμου γνώριζε την πορεία της υπόθεσης, αφού τον Ιούνιο του 2004 μου τηλεφώνησε ο κ. Γιάννης Αγγέλου, διευθυντής του γραφείου του πρωθυπουργού και μου ζήτησε να εξετάσω κατά προτεραιότητα τη γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για την υπόθεση αυτή και την ύπαρξη της συγκεκριμένης Μονής. Εξέλαβα το τηλεφώνημα αυτό, όχι ως παρέμβαση, αλλά ως ενδιαφέρον για τη μη καθυστέρηση του κυβερνητικού έργου. Το θεώρησα ως μια από τις συνηθισμένες επικοινωνίες του πρωθυπουργικού γραφείου με τα γραφεία των υπουργών. Η υπόθεση ελέγχθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου και πράγματι δεν βρέθηκε οτιδήποτε που να μην ήταν σύμφωνο με τις ισχύουσες διατάξεις ή που να δημιουργεί οποιαδήποτε υποψία περί της «ηθικής» της πλευράς. Να ξεκαθαρίσω ότι ουδέποτε μου ζητήθηκε –και ούτε θα μπορούσε να μου ζητηθεί- να κάνω κάτι παράνομο ή παραβατικό».

Με αυτήν του την αναφορά, ο κ. Δούκας εκθέτει ξεκάθαρα τον άμεσο πρωθυπουργικό συνεργάτη και κατά γενική ομολογία ισχυρό άνδρα του Μαξίμου, κατά την επίμαχη περίοδο. Σε άλλες αναφορές του, ο κ. Δούκας αφήνει ξεκάθαρα επίσης να εννοηθεί το αμέριστο και επίμονο ενδιαφέρον του τότε υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, κ. Μπασιάκου, για το ζήτημα ανταλλαγής γαιών με τη λίμνη Βιστωνίδα.

Συγκεκριμένα, ο κ. Δούκας αναφέρει:

«Μάλιστα αρνήθηκα κατηγορηματικά τον Μάρτιο του 2007 να συνυπογράψω την ΚΟΙΝΗ ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΚΥΑ 28/03/2007) που συνέταξε το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, να διατεθούν προς ανταλλαγή με τη Μονή Βατοπεδίου, εκτός από ακίνητα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και δημόσια ακίνητα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Αρνήθηκα απολύτως, κατηγορηματικά.»

Και σημειώνει ο πρώην Υφυπουργός:

«1. Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα με τους ακτήμονες, τους αγρότες και τους αλιείς της περιοχής, με την Απόφαση αρ.πρωτ.3822/25/01/05 άρχισε να ανταλλάσσει ακίνητα δικής του και μόνο δικής του αρμοδιότητας με ακίνητα της Μονής Βατοπεδίου — σύμφωνα με την Γνωμοδότηση υπ.αριθ.12 του Δ’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

2. Ενάμισι χρόνο αργότερα (26/07/06), το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης συνέταξε Κοινή Υπουργική Απόφαση και ζήτησε από το Υπουργείο Οικονομικών να ανατεθεί στην ΚΕΔ η διαδικασία υλοποίησης ανταλλαγής ακινήτων ιδιοκτησίας μόνο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η απόφαση αυτή ήταν απόλυτα σύμφωνη με την κείμενη νομοθεσία και δεν είχα κανένα δικαίωμα να την παρακωλύσω. Δεν είχα ουδεμία άλλη ανάμειξη ή σχέση με τις διάφορες διαδικασίες ανταλλαγών των ακινήτων του Υπουργείου Αγροτικής Aνάπτυξης, ούτε καν απλή κοινοποίηση ή ενημέρωση. [Επαναλαμβάνω όταν αργότερα -τον Μάρτιο του 2007- μου ζητήθηκε να συνυπογράψω την ΚΟΙΝΗ ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΚΥΑ 28/03/2007) που συνέταξε το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, να διατεθούν προς ανταλλαγή με τη Μονή Βατοπεδίου και Δημόσια Ακίνητα ιδιοκτησίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών αρνήθηκα απολύτως, κατηγορηματικά.]»

Ο κ. Πέτρος Δούκας αναφέρεται επίσης στους Εφραίμ και Αρσένιο, τους δύο κατά κύριο λόγο πρωταγωνιστές του σκανδάλου από την πλευρά της Μονής Βατοπεδίου:

«1. Όταν οι μοναχοί Εφραίμ και Αρσένιος με επισκέφθηκαν το 2005 για να μου ζητήσουν να αγοράσει το Υπουργείο Οικονομικών τα ακίνητα της Μονής της Βιστονίδας τους απάντησα πως ούτε είναι δουλειά μου να ανταλλάσσω ακίνητα, ούτε χρήματα έχει το Δημόσιο. Όταν μου ζήτησαν να συναινέσω στην ανταλλαγή εκτάσεων της Βιστονίδας με ακίνητα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών, η άρνησή μου ήταν ευθεία, άμεση και κατηγορηματική. Τους απάντησα πως τέτοιες ανταλλαγές δεν είναι δουλειά του Υπουργείου Οικονομικών. Και, φυσικά, δεν δέχθηκα να ανταλλαγεί κανένα ακίνητο αρμοδιότητας του Υπoυργείου Οικονομικών!»

Είναι προφανές πως με αυτή του την κίνηση ο κ. Πέτρος Δούκας εκθέτει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τον άμεσο συνεργάτη του τότε πρωθυπουργού και άρα τον ίδιο τον Κώστα Καραμανλή, αφού θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ πως ο Γιάννης Αγγέλου δεν θα ενεργούσε ποτέ χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του πολιτικού του προϊσταμένου. Το ενδιαφέρον τώρα εστιάζεται στο να διευκρινιστεί γιατί ο κ. Δούκας δεν είχε προβεί σε ανάλογες εκμυστηρεύσεις προ καιρού, όταν συζητήθηκε σε Εξεταστική Επιτροπή το σκάνδαλο. Οι πολιτικές εξελίξεις και ο παραμερισμός του Πέτρου Δούκα από το σύστημα Καραμανλή προ των εκλογών του Οκτωβρίου 2009, καθώς και το ενδεχόμενο διαγραφής του από τη Νέα Δημοκρατία, με απόφαση του Αντώνη Σαμαρά -ενδεχόμενο που συζητείται ευρέως στη Ρηγίλλης μετά και τη διαγραφή Παυλίδη- προφανώς συνέβαλε στο να αρθούν και οι τελευταίες πολιτικές αναστολές.

«ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΠΕΤΡΟΥ ΔΟΥΚΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΓΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

1. Όπως γνωρίζετε, τον Δεκέμβριο του 2003, η Νομαρχιακή Ανατολικής Αττικής της Νέας Δημοκρατίας μου ζήτησε να κατέβω υποψήφιος στην Περιφέρεια Αττικής, «γιατί ήθελε να δυναμώσει το ψηφοδέλτιο με άτομα με πείρα και καταξίωση στον ιδιωτικό τομέα και την διοίκηση». Για να ασχοληθώ με την πολιτική, παραιτήθηκα από Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου κάποιων από τις μεγαλύτερες εταιρίες στην Ελλάδα: Netmed/Filmnet (το συνδρομητικό κανάλι), Pepsico Ελλάδας, Ericsson Ελλάδας και ανέστειλα την επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας μου Capital Partners A.E. που ήταν η πιο επικερδής επιχείρηση στην Ελλάδα στον τομέα αγοραπωλησιών και συγχωνεύσεων. Παραιτήθηκα επίσης και από τη θέση Συμβούλου σε κάποιες από τις μεγαλύτερες τράπεζες. [Πιο πριν διετέλεσα Γενικός Διευθυντής (Country Head) της Citibank στην Ελλάδα και Πρόεδρος του ΔΣ της ΑΓΕΤ-Ηρακλής. Και παραιτήθηκα από όλα αυτά γιατί πίστεψα ότι θα μπορούσα να προσφέρω κάτι στην προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας να αλλάξει την Ελλάδα. Όχι για να ασχοληθώ με ανταλλαγές οικοπέδων.

Όταν το 1994 έγινε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας ο πεθερός μου Μιλτιάδης Έβερτ (με την κόρη του Ιλεάνα συνδέθηκα αφού ήμουν ήδη Υφυπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη), δεν διεκδίκησα καμία κομματική θέση. Ούτε ζήτησα να περιληφθώ σε κάποιο ψηφοδέλτιο (Ευρωβουλής, Επικρατείας, περιφέρειας ή νομού), ακριβώς για να μην υπάρχει καμία υπόνοια εύνοιας.

Από το 2004 μέχρι σήμερα η περιουσία μου όχι μόνο δεν αυξήθηκε, αλλά αντίθετα έχει μειωθεί. Δεν διόρισα ούτε σύζυγο, ούτε αδέλφια, ούτε τα παιδιά μου (ανήλικα), ούτε ξαδέλφια, ούτε «κουμπάρους», ούτε κανένα συγγενή σε καμία δημόσια (ούτε καν ιδιωτική) θέση! Kαι κανείς από την ευρύτερη οικογένειά μου δεν ωφελήθηκε οικονομικά ή με άλλο τρόπο από την παρουσία μου στο Δημόσιο βίο. Δεν διαπραγματεύτηκα ποτέ το συμφέρον του Δημοσίου. Κανείς συγγενής μου δεν πήρε καμία επιδότηση ή διεκδίκησε οποιαδήποτε δουλειά ή έργο από το Δημόσιο ή από οποιοδήποτε φορέα.

2. Όσον αφορά την υπόθεση Βατοπεδίου: Όταν οι μοναχοί Εφραίμ και Αρσένιος με επισκέφθηκαν το 2005 για να μου ζητήσουν να αγοράσει το Υπουργείο Οικονομικών τα ακίνητα της Μονής της Βιστονίδας τους απάντησα πως ούτε είναι δουλειά μου να ανταλλάσσω ακίνητα, ούτε χρήματα έχει το Δημόσιο. Όταν μου ζήτησαν να συναινέσω στην ανταλλαγή εκτάσεων της Βιστονίδας με ακίνητα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών, η άρνησή μου ήταν ευθεία, άμεση και κατηγορηματική. Τους απάντησα πως τέτοιες ανταλλαγές δεν είναι δουλειά του Υπουργείου Οικονομικών. Και, φυσικά, δεν δέχθηκα να ανταλλαγεί κανένα ακίνητο αρμοδιότητας του Υπoυργείου Οικονομικών!

3. Μάλιστα αρνήθηκα κατηγορηματικά τον Μάρτιο του 2007 να συνυπογράψω την ΚΟΙΝΗ ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΚΥΑ 28/03/2007) που συνέταξε το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, να διατεθούν προς ανταλλαγή με τη Μονή Βατοπεδίου, εκτός από ακίνητα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και δημόσια ακίνητα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Αρνήθηκα απολύτως, κατηγορηματικά. [βλέπε συν.]

4. Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα με τους ακτήμονες, τους αγρότες και τους αλιείς της περιοχής, με την Απόφαση αρ.πρωτ.3822/25/01/05 άρχισε να ανταλλάσσει ακίνητα δικής του και μόνο δικής του αρμοδιότητας με ακίνητα της Μονής Βατοπεδίου — σύμφωνα με την Γνωμοδότηση υπ.αριθ.12 του Δ’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

5. Ενάμισι χρόνο αργότερα (26/07/06), το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης συνέταξε Κοινή Υπουργική Απόφαση και ζήτησε από το Υπουργείο Οικονομικών να ανατεθεί στην ΚΕΔ η διαδικασία υλοποίησης ανταλλαγής ακινήτων ιδιοκτησίας μόνο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η απόφαση αυτή ήταν απόλυτα σύμφωνη με την κείμενη νομοθεσία και δεν είχα κανένα δικαίωμα να την παρακωλύσω. Δεν είχα ουδεμία άλλη ανάμειξη ή σχέση με τις διάφορες διαδικασίες ανταλλαγών των ακινήτων του Υπουργείου Αγροτικής Aνάπτυξης, ούτε καν απλή κοινοποίηση ή ενημέρωση. [Επαναλαμβάνω όταν αργότερα -τον Μάρτιο του 2007- μου ζητήθηκε να συνυπογράψω την ΚΟΙΝΗ ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΚΥΑ 28/03/2007) που συνέταξε το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, να διατεθούν προς ανταλλαγή με τη Μονή Βατοπεδίου και Δημόσια Ακίνητα ιδιοκτησίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών αρνήθηκα απολύτως, κατηγορηματικά.]

6. Στην όλη υπόθεση του Βατοπεδίου (1999-2009) είχα αρμοδιότητα ως αρμόδιος υφυπουργός Οικονομικών μόνο για ολίγες ημέρες τον Ιούνιο του 2004, όπως αναλυτικά περιγράφεται κατωτέρω. Στην μακρά αλυσίδα των χειρισμών και αποφάσεων από αρμόδια υπουργεία και φορείς που ακολούθησαν επί πέντε χρόνια δεν είχα ουδεμία αρμοδιότητα, ουδεμία ανάμειξη και ουδεμία σχέση (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, Υπουργείο Απασχόλησης, Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, Δασαρχεία, ΣΟΕ κλπ.)

7. Την υπόθεση του Βατοπεδίου δεν την ξεκίνησα εγώ. Ούτε γνώριζα καν την ύπαρξη της Μονής! Την «κληρονόμησα» από το ΠΑΣΟΚ και μάλιστα τελειωμένη, τρείς μόλις μήνες αφότου ανέλαβα Υφυπουργός των Οικονομικών. Με ΟΛΕΣ τις εκτάσεις παραδομένες στην Μονή από το ΠΑΣΟΚ (1999-2003).

8. Η Απόφαση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων που αποδέχθηκα τον Ιούνιο του 2004 (τρείς μήνες αφότου παρέλαβα Υφυπουργός Οικονομικών), ήταν η τέταρτη κατά σειρά ομόφωνη Γνωμοδότηση του μόνου ανώτατου αρμόδιου θεσμικού οργάνου της πολιτείας. Ήταν η «απάντηση» στην «αναπομπή» του θέματος που έγινε από προκάτοχό μου, τον τότε Υφυπουργό του ΠΑΣΟΚ κ. Φωτιάδη. Σημειώστε πως ο κ. Φωτιάδης «ανέπεμψε» την υπόθεση. Δεν «απέρριψε» ούτε ανακάλεσε τις προηγούμενες ομόφωνες γνωμοδοτήσεις που είχε αποδεχθεί, γιατί αυτό θα αποτελούσε αυθαίρετη ενέργεια. Ζήτησε νέα γνωμοδότηση από το αρμόδιο όργανο με βάση όλα τα μέχρι τότε στοιχεία.

Επαναλαμβάνω: δεν είχα καν παραγγείλει ή ζητήσει την Γνωμοδότηση αυτή. Μου ήρθε «υπηρεσιακά» στο γραφείο. Και φυσικά δεν γνώριζα ούτε είχα καμία επαφή με κανένα μέλος οποιουδήποτε Γνωμοδοτικού οργάνου! Aποδεχόμενος το «ομόφωνο» αποτέλεσμα της «αναπομπής» που έγινε επί Κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ, τήρησα την νομιμότητα, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε υπεύθυνος πολιτικός άνδρας στο πλαίσιο ενός συντεταγμένου κράτους. Το να μην την αποδεχθώ θα ήταν ύποπτο και περίεργο. Δεν μπορούσα να επαναπέμψω αυτό που μόλις είχε απαντηθεί. Ούτε υπήρχε κάποια μειοψηφία που να πρότεινε κάποια εναλλακτική προσέγγιση. Ήταν ομόφωνη γνωμοδότηση και η τέταρτη κατά σειρά.. Δεν μπορούσα να λειτουργήσω αυθαίρετα. Σας θυμίζω πως το έθεσε στην αγόρευσή του στη Βουλή ο κ. Απόστολος Κακλαμάνης. «Δεν μπορεί να ενοχοποιείται η αποδοχή επίσημων και ομόφωνων γνωμοδοτήσεων των αρμόδιων από τον νόμο οργάνων.»

9. Σημειώνω αν και πρέπει να είναι γνωστό σε όλους όσους ασχολούνται με την υπόθεση αυτή, πως η απόφαση αυτή δεν δημιουργούσε νέο «έννομο» καθεστώς – ούτε η Μονή την «Σημείωσε» ως αποδεικτικό των τίτλων ιδιοκτησίας της στα Υποθηκοφυλακεία (όπως έκανε με τις αποφάσεις της περιόδου ΠΑΣΟΚ)… Δεν έλεγε πως «η λίμνη και τα περί την Βιστονίδα κτήματα ανήκουν στην Μονή». Έλεγε πως δεν συνέτρεχε λόγος επανεξέτασης των αποφάσεων / γνωμοδοτήσεων που έγιναν επί ΠΑΣΟΚ, γιατί δεν υπήρχε κάποιο νέο στοιχείο που δεν είχε ήδη ληφθεί υπ’ όψη στις προηγούμενες αποφάσεις/γνωμοδοτήσεις (αυτές δηλαδή που έγιναν και υπογράφησαν επί ΠΑΣΟΚ !!! Με ποια αιτιολογία θα την απέρριπτα, όταν αυτήν ακριβώς τη Γνωμοδότηση που εξέδωσε ομόφωνα το μόνο αρμόδιο όργανο του Κράτους; Τήρησα την νομιμότητα και αποδέχθηκα το ομόφωνο συμπέρασμα της Αναπομπής. Είναι δυνατό έστω και ένας κοινοβουλευτικός άνδρας να θεωρεί κάτι τέτοιο «επιλήψιμο»;

Και, προσέξτε, έχουν περάσει 6 χρόνια από την αποδοχή αυτής της Γνωμοδότησης, και συμπληρώθηκαν εφτά μήνες διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ και την Αποδοχή αυτή ΔΕΝ την έχει ανακαλέσει κανένας Υπουργός Οικονομικών. Ούτε ο σημερινός Υπουργός Οικονομικών της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ! Αν «έβλαπτε» το Δημόσιο, δεν θα έπρεπε να είχε ήδη ανακληθεί;
Αν η υπόθεση αυτή ήταν τόσο απλή, γιατί η Κυβέρνηση δεν υιοθέτησε το Σχέδιο Νόμου Βενιζέλου όπως είχε υποσχεθεί πριν τις εκλογές του 2009;

Γιατί ο αρμόδιος Υπουργός Οικονομικών προωθεί δικαστικά την επιστροφή των ακινήτων; Γιατί δεν την διευθετεί «διοικητικά» με βάση την ανάκληση των προηγουμένων πράξεων και αποφάσεων; Το αποτέλεσμα των δικαστικών αγωγών είναι φυσικά αβέβαιο. Αν κριθεί τελικά η υπόθεση στα δικαστήρια, τι εξετάζουμε σήμερα; Και αν η Μονή «κερδίσει» τις υποθέσεις αυτές στα δικαστήρια;

10 Μετά τον Ιούνιο του 2004 και επί τέσσερα συνολικά χρόνια ουδεμία αιτίαση ή κατηγορία από κανέναν δεν είχε διατυπωθεί εναντίον μου αλλά τούτο συνέβη –μετά από τέσσερα χρόνια- όταν άλλοι χειρισμοί και αποφάσεις της υπόθεσης Βατοπεδίου προβλήθηκαν ως σκανδαλώδεις.

Για όλα τα ανωτέρω, τα οποία αναλύω στη συνέχεια, ουδεμία υπήρξε μαρτυρία, κατάθεση ή έγγραφη απόδειξη οποία να με διαψεύδει και να με επιβαρύνει με οποιοδήποτε τρόπο. Ούτε ένας μάρτυρας δεν έχει καταθέσει είτε στις δικαστικές αρχές είτε στην Εξεταστική ότι εγώ, με οποιονδήποτε τρόπο, του ζήτησα ή τον πίεσα να κάνει κάτι σε σχέση με την υπόθεση αυτή.

11. Το να αποδεχθείς τις αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων αποτελεί πράξη «τήρησης της νομιμότητας», και όχι ενέργεια σε βάρος του «δημοσίου συμφέροντος». Το Δημόσιο πρέπει να λειτουργεί δίκαια με βάση τα θεσμοθετημένα όργανα και όχι ως αρπακτικό! Είναι πραγματικά αδιανόητο να ισχυρίζονται κάποιοι πως η αποδοχή γνωμοδότησης αποφάσεων των αρμόδιων και ανεξάρτητων οργάνων –και μάλιστα για νομικά θέματα που είναι κατ΄εξοχήν αρμοδιότητά τους-, αυτό θα ήταν «περίεργη» συμπεριφορά… Και μάλιστα για θέματα που ήταν ήδη δρομολογημένα από το 1999! Δεν είχα κανένα αιτιολογημένο, επίσημο και σοβαρό έρισμα για να απορρίψω την γνωμοδότηση. Kαι μάλιστα για υπόθεση που αφορούσε ΝΠΔΔ (οι Ιερές Μονές είναι ΝΠΔΔ), όχι κάποιο ιδιώτη.

12. Όσον αφορά το εάν γνώριζε αυτά η τότε Κυβέρνηση: Όπως έχω δηλώσει καμία ενέργειά μου δεν έγινε «εν κρυπτώ». Ποτέ δεν ενήργησα αυθαίρετα. Όλα ήταν δημόσια έγγραφα. Είχαν συζητηθεί στη Βουλή. Η Κυβέρνηση μας ήταν απόλυτα ενήμερη… Μάλιστα τα σχετικά στοιχεία είχαν κατατεθεί στη Βουλή σε απάντησή που είχε δοθεί (Πέμπτη 26-7-2007) σε επίκαιρη ερώτηση που είχε καταθέσει ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλαβάνος (25/23-7-2007). Στην συγκεκριμένη απάντηση δε, είχα ζητήσει από τον κ. Αλαβάνο «Εάν υπάρχουν κάποια θέματα τα οποία κρίνετε ότι δεν έγιναν σωστά ευχαρίστως να το επαναφέρω προς συζήτηση και να τα εξετάσω. Αν θεωρείτε ότι κάποιες διαδικασίες δεν τηρήθηκαν, κάποια από αυτά που έπρεπε να γίνουν, δεν έγιναν, κάποια στοιχεία έπρεπε να ληφθούν υπόψη δεν ελήφθησαν, ευχαρίστως να το εξετάσω».

Και η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ γνώριζε όλες τις αποφάσεις της περιόδου 1999-2003 με τις οποίες δόθηκε όλη η περιοχή της Βιστονίδας στη Μονή.

Το Μέγαρο Μαξίμου γνώριζε την πορεία της υπόθεσης αφού τον Ιούνιο του 2004 μου τηλεφώνησε ο κ. Γιάννης Αγγέλου, διευθυντής του γραφείου του Πρωθυπουργού και μου ζήτησε να εξετάσω κατά προτεραιότητα την Γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για την υπόθεση αυτή και την ύπαρξη της συγκεκριμένης Μονής. Εξέλαβα το τηλεφώνημα αυτό, όχι ως παρέμβαση, αλλά ως ενδιαφέρον για την μη καθυστέρηση του κυβερνητικού έργου. Το θεώρησα ως μια από τις συνηθισμένες επικοινωνίες του Πρωθυπουργικού γραφείου με τα γραφεία των Υπουργών. Η υπόθεση ελέγχθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου και πράγματι δεν βρέθηκε οτιδήποτε που να μην ήταν σύμφωνο με τις ισχύουσες διατάξεις ή που να δημιουργεί οποιαδήποτε υποψία περί της «ηθικής» της πλευράς. Να ξεκαθαρίσω ότι ουδέποτε μου ζητήθηκε –και ούτε θα μπορούσε να μου ζητηθεί- να κάνω κάτι παράνομο ή παραβατικό.

13. Όσον αφορά την παράλειψή μου από τα ψηφοδέλτια της Περιφέρειας Αττικής στις Βουλευτικές Εκλογές του 2009, επισήμως τότε δεν μου εδόθη καμία υπεύθυνη απάντηση και εξήγηση. Παρά τις επιστολές μου προς το Κόμμα να συζητηθούν σε οποιοδήποτε αρμόδιο Όργανο ή Επιτροπή ή όποιες πολιτικές και άλλες ευθύνες τόσο οι δικές μου όσο και όλων των άλλων υπουργών και κυβερνητικών στελεχών. Επελέγη το παρασκήνιο. Ακολούθησαν παραινέσεις «τρίτων» τις παραμονές της ανακοινώσεως των συνδυασμών να μην θελήσω τελικά να είμαι υποψήφιος και να αποσύρω την υποψηφιότητά μου. Αρνήθηκα κατηγορηματικά να το πράξω. Δεν θα ήταν υπερήφανη πράξη, αντάξια του εαυτού μου. Στερήθηκα το στοιχειώδες δικαίωμα να κριθώ είτε από τους συμπολίτες μου, που με είχαν εκλέξει δύο φορές στις πρώτες θέσεις είτε από το κόμμα μου. Τελικώς αποκλείστηκα. Δεν μίλησα για να μην πληγώσω την Παράταξή μας. Παρά τα όσα μου έσερναν διάφοροι «αρουραίοι» της εξουσίας. Όχι μόνο δεν πλήγωσα τη παράταξη, αλλά σήκωσα βάρη που σίγουρα δεν μου ανήκαν. Και όλα αυτά όταν λίγο καιρό πριν, το πόρισμα του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας στην (τότε) Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για το Βατοπέδιο με απήλλασσε από οποιαδήποτε ευθύνη, πολιτική, ηθική, ποινική όπως και τους υπηρεσιακούς συνεργάτες στο Υπουργείο Οικονομικών. Παραλογισμός.

Ερμηνείες και μάλιστα από τότε επιφανή στελέχη μου εδόθησαν πολλές. Ανάμεσά τους λ.χ.:

– ότι υπήρξα θύμα του τότε κλίματος σκανδαλολογίας και θυσιάσθηκα ως εύκολη Ιφιγένεια που δεν διατηρούσε εκλεκτικές σχέσεις με το τότε οικοσύστημα Μαξίμου. Έπρεπε να πέσουν οι προβολείς σε κάποιον για να μην πέσουν σε άλλους, πιο κομματικά προνομιούχους.

– ότι πλήρωσα την άρνησή μου να διευκολύνω την ανταλλαγή–παραχώρηση δημόσιων κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών στη Μονή Βατοπεδίου με αποτέλεσμα να προκαλέσω ισχυρά πρόσωπα επιρροής.

– Ότι είχα μιλήσει για την οικονομία και τον εκτροχιασμό του ελλείμματος. Από τον Μάιο του 2009 δήλωνα πως το έλλειμμα θα ξεπεράσει το 8%, όταν κάποιοι επέμεναν στο 3,5%-4,5%

Προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι το θέμα του τότε άδικου αποκλεισμού μου αποτελεί χαρακτηριστική (και δυστυχώς όχι την μόνη) εκδήλωση ενός κλίματος πανικού και σπασμωδικών αντιδράσεων που μας χαρακτήριζαν επί πολλούς μήνες πριν και μέχρι τις 4 Οκτωβρίου. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του πανικού και της έλλειψης ψυχραιμίας γενικεύτηκαν όχι μόνα τα διαλυτικά φαινόμενα στην παράταξη αλλά και οι μέθοδοι «ατομικής επιβίωσης» από ορισμένους σε βάρος άλλων. Όπως ήταν και η δική μου περίπτωση. Πολλές φορές μέχρι σήμερα επιφανή πρόσωπα της Νέας Δημοκρατίας μου εκδηλώνουν δημόσια την πεποίθηση ότι υπήρξα άδικο και αθώο θύμα του τότε πανικόβλητου και μακιαβελικού παραγοντισμού, χωρίς ίχνος αλληλεγγύης, θάρρους και σεβασμού προς την αλήθεια και επιπλέον ότι «οι αρμόδιοι και υπεύθυνοι για τον αποκλεισμό μου εκείνο έχουν μετανιώσει».
Μεταχρονολογημένες συγνώμες.

Παρά το ότι αντιμετωπίστηκα με ιδιαίτερα κακό και ανέντιμο τρόπο, νοιώθω δικαιωμένος από τους συμπολίτες μου στην Περιφέρεια Αττικής ενώ με τιμούν με την εμπιστοσύνη τους κορυφαίοι επιχειρηματικοί παράγοντες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μετά από δύο δεκαετίες διεθνούς δραστηριότητάς μου σε επιχειρήσεις, τράπεζες και βιομηχανίες υψηλού κύρους, διαπίστωσα ότι ο λαϊκισμός της Αντιπολίτευσης κάθε φορά μετατρέπεται σε παγίδα όταν γίνεται κυβέρνηση και ότι υστερόβουλοι συκοφάντες δεν βρίσκονται σε άλλο κόμμα αλλά κυρίως στο δικό σου.

Όσον αφορά την συναίνεση του Δημοσίου να μην βγει απόφαση: Το Β’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με το πρακτικό 3058/17.06.2004 και με συντριπτική πλειοψηφία (8-1) αποδέχθηκε την αίτηση της Μονής Βατοπεδίου. Στην απόφαση ρητά αναφέρεται ότι: «Η παρεχόμενη συναίνεση του Δημοσίου είναι φανερό ότι δεν ενέχει αναγνώριση οποιουδήποτε τυχόν δικαιώματος της Ιεράς Μονής επί της επιδίκου εκτάσεως, αλλά ούτε και παραίτηση του Δημοσίου από οποιαδήποτε τυχόν δικαιώματά του επί των επιδίκων, ώστε να διαφοροποιούνται οι σημερινές πραγματικές θέσεις των δύο αντιδίκων μερών». Την Απόφαση αυτή ούτε την ζήτησα, ούτε την γνώριζα και φυσικά ούτε την επηρέασα καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Ούτε κανένα μέλος του Συμβουλίου γνώριζα! Υπηρεσιακά μου ήρθε. Την αποδέχθηκα, όπως έπρεπε να κάνω τηρώντας την νομιμότητα που επιβάλλει και τον σεβασμό των αρμοδίων οργάνων (το ΝΣΚ αποτελεί ένα από τα ανώτατα θεσμικά όργανα του Κράτους)-. Για μένα αυτό ήταν θέμα τήρησης της νομιμότητας, αφού ουσιαστικά, νομικά και δικαστικά, το θέμα διαχειριζόταν αποκλειστικά το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. — Απόρριψη της εισήγησης τέτοιου ανώτατου οργάνου θα αποτελούσε «φάουλ» και απορώ πως κάποιοι κοινοβουλευτικοί άνδρες έχουν υποστηρίξει το αντίθετο! Όπως προκύπτει και από το με αριθμ. 103847/8-10-2008 έγγραφο του ΝΣΚ προς το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών–δηλαδή τέσσερα χρόνια αργότερα- το ΝΣΚ εξακολουθούσε να θεωρεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν επωφελής για το Δημόσιο η μη έκδοση δικαστικής απόφασης.»