Από το Άουσβιτς, ο Γιώργος Α. Παπανδρέου ένωσε τη φωνή του με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες, υπενθυμίζοντας ότι ο αγώνας ενάντια στον αντισημιτισμό, είναι στενά συνδεδεμένος με τον αγώνα ενάντια τον ρατσισμό και το φυλετικό ή θρησκευτικό μίσος, τις σκοτεινές θεωρίες συνομωσίας από όπου και αν προέρχονται και όποιον στοχοποιούν, αυτά που σήμερα κατακλύζουν τα κοινωνικά δίκτυα.
Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος και εκφώνησε ομιλία – με την ιδιότητα και του Εισηγητή για τη Δημοκρατία στο Συμβούλιο της Ευρώπης – στο πλαίσιο της επίσκεψης ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς που διοργάνωσε η European Jewish Association ενόψει της Διεθνούς Ημέρας Μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος.
Στην αντιπροσωπεία συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο πρ. Πρόεδρος του Ισραήλ Reuven Rivlin, o πρ. πρωθυπουργός της Σουηδίας και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος Stefan Loefven, o αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Miguel Moratinos και ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Μanuel Valls.
Μεταξύ άλλων στην ομιλία του, ο Γιώργος Α. Παπανδρέου ανέφερε:
“Δεν αρκεί λοιπόν να λέμε «Ποτέ Ξανά». Χρειάζονται συγκεκριμένα μέτρα για να διαφυλάξουμε όσα κατακτήσαμε, αλλά και να δημιουργήσουμε κοινωνίες αρμονικής συμβίωσης των ανθρώπων με σεβασμό στη διαφορετικότητα.
Η τραγωδία του Ολοκαυτώματος όπου χάθηκαν εκατομμύρια Εβραίων, μεταξύ τους πολλοί Έλληνες, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ένωση της Ευρώπης ως μια κοινότητα δημοκρατικών αξιών με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και την δημοκρατία.
Δημιουργήθηκαν θεσμοί όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης για την υπεράσπιση των αξιών αυτών, αποτρέποντας τον ρατσισμό κσι την μισαλλοδοξία.
Όσοι εργαστήκαμε για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, πονάμε για την σημερινή τραγωδία, αλλά δεν θα σταματήσουμε να προσπαθούμε για να επικρατήσει η ειρήνη.
Ο Πρίμο Λεβί, ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, είπε σοφά: «Συνέβη, μπορεί να συμβεί ξανά».
Με την αύξηση των αυταρχικών καθεστώτων, των ακροδεξιών κινημάτων, ο κίνδυνος βίας, ρατσιστικών διακρίσεων και αντισημιτισμού, είναι ορατός και υπαρκτός”.