Αθώος κατά την εισαγγελέα της έδρας είναι ο «στρατηγός» του Κώστα Σημίτη και τοποτηρητής του στο ΠΑΣΟΚ, Θεόδωρος Τσουκάτος, ως προς την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Siemens που έχει στοιχειώσει το ελληνικό πολιτικό σκηνικό με τις παραφυάδες και τα πλοκάμια του.
Η εισαγγελέας Ελένη Σκεπαρνιά, επικέντρωσε στα στελέχη της εταιρείας Siemens στη Γερμανία και στην Ελλάδα, καθώς και σε 11 στελέχη του ΟΤΕ, περιορίζοντας ή καλύτερα εκμηδενίζοντας την πολιτική διάσταση του ζητήματος που επί 17 χρόνια τώρα απασχολεί την ελληνική κοινωνία. Ως εκ τούτου κατά την εισαγγελέα της έδρας, ο Θεόδωρος Τσουκάτος και εξ’ απορρήτων του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη είναι αθώος του αίματος παρά τη βαλίτσα με τα γερμανικά μάρκα και τις αποδεδειγμένες σχέσεις του με τον Μιχάλη Χριστοφοράκο, και παρά την ομολογία ότι τα χρήματα τα οποία έλαβε από τη γερμανική εταιρεία κατευθύνθηκαν στο κόμμα. Μα κανείς δεν είχε πει το αντίθετο.
Παρότι η εισαγγελική λειτουργός έκρινε αρχικά ως «οικονομικά ορθή» τη σύμβαση 8002 που υπέγραψε ο ΟΤΕ με το γερμανικό κολοσσό, εν τούτοις, αξιολογώντας όλα τα στοιχεία που προέκυψαν, κατέληξε πως η ζημία που υπέστη ο Οργανισμός ήταν πολύ μεγαλύτερη από τα 69 εκ. ευρώ που διατέθηκαν σε μίζες. Αιτία, ήταν η «πλημμελής άσκηση των καθηκόντων» στελεχών του ΟΤΕ τόσο κατά την κατάθεση όσο και κατά την εκτέλεση της επίμαχης σύμβασης που «γιγάντωσαν» το μέγεθος της ζημίας.
Η εισαγγελική λειτουργός πάντως στην πρότασή της ήταν απαλλακτική για τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Ανάμεσά τους και ο Θεόδωρος Τσουκάτος.
Με ένα σκεπτικό που παραβλέπει τους ισχυρισμούς του Θεόδωρου Τσουκάτου, η κ. Σκεπαρνιά, πρότεινε την αθώωση του άλλοτε «στρατηγού» του ΠΑΣΟΚ για το ένα εκατομμύριο γερμανικά μάρκα από τη γερμανική εταιρεία, θεωρώντας πως «επέλεξε να μιλήσει περί χορηγίας ώστε να καλύψει με σχετικά ανώδυνο τρόπο, το δικό του χρηματισμό καθώς και άλλων προσώπων.
Η εισαγγελέας, θεωρεί πως τα πρόσωπα που χρηματίστηκαν για την ευόδωση της σύμβασης 8002 του ΟΤΕ η οποία υπεγράφη με την Siemens το 1997, παραμένουν άγνωστα. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν από την έρευνα οι αποδέκτες των «δώρων» της Siemens και για τον λόγο αυτό, η κ. Σκεπαρνιά πρότεινε την αθώωση τόσο του Θ. Τσουκάτου όσο περισσοτέρων από 6 παρένθετων προσώπων, μέσα από τους λογαριασμούς των οποίων, έφτασαν σ’ εκείνον τα χρήματα.
Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, ψευδώς ο κ. Τσουκάτος ισχυρίστηκε ότι δεν είχε επαφές με τον Μιχάλη Χριστοφοράκο πριν από το 1998 αλλά και ότι είπε ψέματα πως τα χρήματα αποτελούσαν «χορηγία» την οποία παρέδωσε στο ΠΑΣΟΚ.
Σύμφωνα με την εισαγγελέα τα χρήματα που έφτασαν στα χέρια του κ. Τσουκάτου μέσω εμβασμάτων από παρένθετα πρόσωπα (τμηματικά στο γραφείο του στο ΠΑΣΟΚ) δεν κατέληξαν ποτέ στα ταμεία του κόμματος «από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε πως τα χρήματα μπήκαν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα το διέψευσε από την αρχή. Οι ταμίες σε όλες τις καταθέσεις τους κατά την προδικασία δεν επιβεβαίωσαν τον κ. Τσουκάτο. Όσα όψιμα ισχυρίστηκαν εδώ δεν είναι πιστευτά και γι’αυτό διαβιβάστηκαν στην Εισαγγελία οι καταθέσεις τους να ελεγχθούν για ψευδορκία. Από τα ημερολόγια του Μιχάλη Χριστοφοράκου προέκυψε πως ο Τσουκάτος έλεγε ψέματα σε όλη την προδικασία και στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής ότι τον είδε για πρώτη φορά το 1998. Στην πραγματικότητα το 1997 είχε τουλάχιστον έντεκα επαφές μαζί του. Είχαν πολλές επαφές και το 1998 και το 1999. Ο κ. Χριστοφοράκος είχε τηλεφωνικές επαφές και συναντήσεις με τον κ. Τσουκάτο πριν και μετά την υπογραφή και κατά την υλοποίηση της σύμβασης 8002. Τα χρήματα δεν δόθηκαν για χορηγία».
«Δεν έγινε δυνατό να εξακριβωθεί που κατέληξε η δήθεν χορηγία, αν δόθηκε σε άλλα πρόσωπα ή εάν ήταν για τον ίδιο. Σίγουρα δεν διατέθηκε σε υπαλλήλους του ΟΤΕ. Ο κ. Χριστοφοράκος δεν είχε κανέναν λόγο να δωροδοκήσει υπαλλήλους του ΟΤΕ μέσω του κ. Τσουκάτου. Είχε με τον Μαυρίδη δικό τους δίκτυο, δικό τους μηχανισμό για να χρηματίζουν στελέχη του οργανισμού».
Αίσθηση πάντως προκάλεσε η αναφορά της εισαγγελικής λειτουργού στη διαδικασία που μετέτρεψε μία «τεχνικά και οικονομικά ορθή σύμβαση» για την ψηφιοποίηση των κέντρων του ΟΤΕ σε μία ζημιογόνα υπόθεση για τον Οργανισμό. Η εισαγγελέας κατανόησε την επιλογή της Siemens, αφού, όπως είπε, ο ΟΤΕ είχε τεχνολογική εξάρτηση από τη γερμανική εταιρία λόγω προγενέστερων συμβάσεων τόνισε ότι, ωστόσο, τελικά, καταβλήθηκε πολύ υψηλότερο τίμημα από εκείνο που θα μπορούσε να πετύχει.
Χαρακτηριστικά όπως ανέφερε το αρχικό κόστος από 158 δις δραχμές εκτινάχθηκε στα 236 δις δραχμές εξαιτίας ενεργειών των στελεχών του που λειτούργησαν επ’ ωφελεία της Siemens.
«Εγκρίνονταν ομόφωνα οι κοστολογικές εκθέσεις χωρίς καμία έρευνα συγκριτική με τις αγορές αλλά και την ίδια την Siemens . Δεν εκμεταλλεύτηκαν το πλεονέκτημα της μεγάλης ποσότητας υλικού που αγόραζαν ώστε να πετύχουν μείωση της τιμής. Δεν μερίμνησαν για την εφαρμογή των ρητρών» ανέφερε η κυρία Σκεπαρνιά.
Όπως επίσης ανέφερε ακόμα και η ρήτρα του «προνομιακού πελάτη» που υπέγραψε ο ΟΤΕ, υπογράφηκε με την ελληνική Siemens και έμεινε σχεδόν ανεφάρμοστη εξαρχής αφού το ελληνικό τμήμα του κολοσσού δεν είχε άλλους πελάτες εκτός Ελλάδας.
Η εισαγγελέας τόνισε ότι μετά την υπογραφή της σύμβασης 80021997 η σύμβαση άρχισε τον χρηματισμό και μεσαίων στελεχών του ΟΤΕ «ώστε να μην διατυπώνουν καμία αντίρρηση και κανέναν έλεγχο».
Η εισαγγελέας επίσης αναφέρθηκε στις αλλεπάλληλες επαφές που είχε άλλοτε ισχυρός άνδρας της Siemens, Μιχάλης Χριστοφοράκος με ηγετικά στελέχη του ΟΤΕ, αλλά και με τους Θ. Τσουκάτο και Τ. Μαντέλη ακριβώς πριν την υπογραφή της σύμβασης. Η εισαγγελέας αναφέρθηκε στην παραίτηση του τότε υπουργού Μεταφορών Χάρη Καστανίδη τον Αύγουστο του 1997 ο οποίος είχε πει χαρακτηριστικά ότι «ορισμένοι αντιλαμβάνονται την παρουσία μου ως εμπόδιο στα σχέδια τους». Όπως τόνισε η εισαγγελέας «ο κ. Καστανίδης αντικαταστάθηκε αμέσως από τον Τάσο Μαντέλη που από το 1987 ως πρόεδρος του ΟΤΕ είχε συνάψει συμβάσεις με την Siemens».
Η εισαγγελική λειτουργός πρότεινε πάντως την αθώωση του πρώην προέδρου του ΟΤΕ, Νίκου Μανεσή για τον οποίο ανέφερε ότι ήταν ο μοναδικός που προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες για την προάσπιση συμφερόντων του ΟΤΕ και προσπάθησε να ενεργοποιήσει τις ρήτρες.
Ανάμεσα στα πρώην στελέχη που πρότεινε ενοχή η εισαγγελέας είναι ο Γιώργος Σκαρπέλης ο οποίος φέρεται να έλαβε παράνομες πληρωμές ύψους 7, 5 εκ μάρκων και για τους Αθανάσιο Γρεβενίτη, Παναγιώτη Βεργή, Δημήτριο Κόκκινο, Κωνσταντίνο Γκόγκα, Νικόλαο Νίντο, Γεώργιο Καραπλή, Γεώργιο Αργυρόπουλο, Δημήτριο Γυφτόπουλο, Δημήτριο Κουβάτσο και Παναγιώτη Νικάκη.
Καταδικαστική όμως ήταν η εισαγγελέας για τους τραπεζίτες Ζαν Κλοντ Οσβαλντ και Φάνη Λυγινό για τους οποίους πρότεινε να κηρυχθούν ένοχοι για άμεση συνεργεία σε δωροδοκία και ξέπλυμα χρήματος. «Εισέπραξαν bonus λόγω βελτίωσης των χαρτοφυλακίων τους» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επίσης, πρότεινε την ενοχή και της συζύγου του καταζητούμενου Χρήστου Καραβέλα για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα, ζητώντας τη μεταβολή της κατηγορίας επί το δυσμενέστερο για αυτήν.
«Αποδείχθηκε το ότι γνώριζε, από το ότι ήταν συνιδρύτρια και συνδιαχειρίστρια της off shore εταιρίας η οποία βάσει εγγράφων αποδείχθηκε ότι δέχθηκε εμβάσματα από τη Siemens. Η ίδια υπέγραψε για τη μεταφορά ποσών από την εταιρεία. Δεν δικαιολογούνται οι αγορές και ο τρόπος ζωής της από τα εισοδήματα του Καραβέλα. Προχώρησε δε σε μεταφορά ποσού 11 εκ ευρώ από ελβετική τράπεζα σε ελληνική και μετέπειτα σε off shore και μάλιστα μόλις δύο ημέρες πριν την εντολή δέσμευσης των εισαγγελικών αρχών που χειρίζονταν την υπόθεση. Είχε την σχετική πληροφορία από την κουμπάρα της ή από άλλη υπάλληλο της τράπεζας. Έπειτα άλλαξε το όνομα της και ίδρυσε με τον Καραβέλα off shore, έμβασαν το ποσό στην Κύπρο κι έπειτα πήγαν στην Ουρουγουάη και Παναμά και αγόρασαν διαμέρισμα εκεί» τόνισε η εισαγγελέας.
Με την έναρξη της σημερινής δεύτερης ημέρας της αγόρευσης της, η εισαγγελέας ολοκλήρωσε το κεφάλαιο των κατηγορουμένων, πρώην στελεχών της μητρικής Siemens ζητώντας την ενοχή των Ράιχαρντ Σίκατσεκ, Ρούντολφ Βόλφγκανγκ, Ερνστ Καιλ Φον Γιανγκεμαν και Φράνσις Γιόσεφ Ρίχτερ.