Για “ουσιαστική και μελετημένη παρέμβαση” που θα συμβάλει στην ενίσχυση του εισοδήματος και της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, έκανε λόγο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, σχετικά με την πρόταση που παρουσίασε χθες για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ.
«Δεν πρόκειται για ένα δώρο προκειμένου να εμβολιαστούμε» ανέφερε χαρακτηριστικά ξεκινώντας, τη συζήτηση με ακαδημαϊκούς και αρμόδιους φορείς που ακολούθησε την παρουσίαση των προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τα εργασιακά, ενώ υπογράμμισε ότι η τόνωση της ζήτησης έχει αποδειχθεί ότι δίνει δυναμική στην οικονομία – ειδικά σε μια οικονομία που έχει ταλαιπωρηθεί, με μισθούς καθηλωμένους για μεγάλη περίοδο. Σημείωσε δε, ότι δεν έχουμε να ανταγωνιστούμε χώρες με εξαθλιωμένες εργατικές συνθήκες, αλλά «μπορούμε να έχουμε μια υγιή άμιλλα για την αύξηση της παραγωγικότητας με επενδύσεις στην καινοτομία, την τεχνολογία και το ανθρώπινο κεφάλαιο».
Ανοίγοντας τον διάλογο, ο ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου Νομικής ΑΠΘ, Αριστείδης Καζάκος, άσκησε σκληρή κριτική στο νόμο Χατζηδάκη για τα εργασιακά, χαρακτηρίζοντάς τον “βίαιη αντιμεταρρύθμιση” που νομιμοποιεί την ανομία και τη βία στις εργασιακές σχέσεις.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς, με τη σειρά του μίλησε για την “ευεργετική” δράση της αύξησης του κατώτατου μισθού για την οικονομία, τονίζοντας και την ανάγκη επιστροφής της συλλογικής σύμβασης εργασίας στα χέρια των εθνικών κοινωνικών εταίρων.
Την παρέμβαση του κ. Καββαθά σχολίασε ο Αλ. Τσίπρας, σημειώνοντας ότι πρόκειται για «ευχάριστο και αισιόδοξο μήνυμα». Όπως εξήγησε, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δεν ήταν ποτέ αρνητική προς την αύξηση μισθών, αλλά κυρίως οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και κύκλοι που πρόσκεινται σε συνδέσμους βιομηχάνων, που δεν έχουν να κερδίσουν κάτι από την αύξηση της ζήτησης, γιατί τους αφορά η συρρίκνωση του κόστους. Ωστόσο, πρόσθεσε, η επιστροφή της διαπραγμάτευσης στους κοινωνικούς εταίρους, πρέπει να γίνει μετά την «εναρμόνιση» στους μισθούς.
Τα πλεονεκτήματα της μείωσης του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών, ανέλυσε η Μαρία Καραμεσίνη, καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ ο Xoρέν Βοσκεριτσιάν, λέκτορας εργασιακών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Birkbeck του Λονδίνου, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Στο σημείο αυτό, προβλήθηκε μήνυμα της υπουργού Εργασίας της Ισπανίας, Γιολάντα Ντιάζ, όπου εφαρμόζεται πιλοτικά η μείωση του ωραρίου εργασίας.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σχολίασε πως ήταν ένα ενθαρρυντικό μήνυμα από μία κυβέρνηση συνεργασίας προοδευτικών δυνάμεων, ένα “σημαντικό αντιπαράδειγμα”, που όπως είπε, αντικρούει την κυρίαρχη προπαγάνδα που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Σε αυτό το πλαίσιο, εξέφρασε τη στόχευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στις επόμενες εκλογές με απλή αναλογική, να προκύψει μια “προοδευτική” κυβέρνηση συνεργασίας και στην Ελλάδα, προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και της κοινωνίας.
Τέλος, ο δημοσιογράφος Πέτρος Παπακωνσταντίνου και ο δικηγόρος-εργατολόγος Γρηγόρης Μισκεδάκης, αναφέρθηκαν στη νέα πραγματικότητα της εργασίας μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες και στην ανάγκη της ρύθμισης, αλλά και στις προοπτικές για την καταπολέμηση της ανεργίας.
Κλείνοντας τη συζήτηση, η τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, επίσημανε τις “διαχωριστικές γραμμές” μεταξύ της πραγματικότητας της εργασίας και της νομοθέτησης της κυβέρνησης, που προωθεί την “απορρύθμιση της εργασίας” και την “εσωτερική υποτίμηση”. Μίλησε και αυτή για τον “άλλο δρόμο”, υπογραμμίζοντας ότι η στήριξη των μισθών και των εργαζομένων, αποτελούν προϋποθέσεις για τη μείωση των ανισοτήτων, τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και τέλος τη βιώσιμη επανεκκίνηση της οικονομίας. Κατηγόρησε, δε, την κυβέρνηση, για πολιτική που γυρνάει στις πιο αυταρχικές στιγμές του παρελθόντος, υποστηρίζοντας ότι στον αντίποδα βρίσκεται η Αριστερά, που ναι μεν έχει το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, αλλά ταυτόχρονα ζητά δίκαιη ρύθμιση.
Τη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος Βούλα Κεχαγιά.