Για το ζήτημα της οικονομικής κρίσης και των δημοκρατικών θεσμών μίλησε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης κατά τη διάρκεια του συνεδρίου «Athens Forum 2014: Democracy under pressure».

Ο κ. Σημίτης διατύπωσε τη θέση ότι «αν η Δημοκρατία δεν αφορά μόνο τη λειτουργία του πολιτεύματος σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες, αλλά ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής για όλους τους πολίτες, την ύπαρξη δυνατοτήτων και ευκαιριών για μια καλύτερη ζωή, την κοινωνική δικαιοσύνη, η οικονομική κρίση είχε χωρίς αμφιβολία αρνητική επίδραση στη λειτουργία της Δημοκρατίας».

Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε στον αριθμό των ανέργων που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο στην Ελλάδα και την Ισπανία, στην αύξηση κοινωνικών ανισοτήτων και στον εκτεταμένο περιορισμό των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Συνέδεσε την οικονομική κρίση με την ευρύτερη πολιτική αδυναμία των ευρωπαϊκών κρατών και της ΕΕ να χειριστούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στη φάση αυτή της εξέλιξής τους και τόνισε πως η οικονομική και πολιτική κρίση τόσο στην ΕΕ όσο και στα κράτη- μέλη συνδέονται, συμπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται. «Παράδειγμα», είπε, «της διασύνδεσης πολιτικής και οικονομικών κρίσεων στην Ελλάδα «υπήρξε η τεράστια σπατάλη πόρων κατά το διάστημα 2004- 2009 για πελατειακές κομματικές εξυπηρετήσεις και κομματικούς διορισμούς. Ήταν μια από τις αιτίες του εκτροχιασμού. Κύρια αιτία της κρίσης στην ευρωζώνη υπήρξε επίσης η πολιτική απροθυμία ουσιαστικού ελέγχου των τραπεζών από τα κράτη- μέλη και την ΕΚΤ».

Ο κ. Σημίτης είπε ότι η αντιμετώπιση των ποικίλων αιτιών της κρίσης στις διάφορες μορφές της απαιτεί νέους τρόπους λειτουργίας της κοινωνίας, ανακατανομή πόρων, διαρθρωτικές αλλαγές, νέες μορφές κοινωνικών πολιτικών. Όμως, παρατήρησε, οι αλλαγές προκαλούν κοινωνικές αναταράξεις και συναντούν ένα μέτωπο αντίρρησης που, κατά τον ίδιο, προέρχεται από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές και μεταξύ τους ασυμβίβαστες και συγκρουόμενες απόψεις και επιδιώξεις, με κοινό τους στοιχείο την απόρριψη κάθε μεταρρύθμισης. Ο πρώην πρωθυπουργός ανέφερε ακόμη ότι τα πολιτικά κόμματα είναι πολυσυλλεκτικά, εκπροσωπούν ταυτόχρονα διάφορες κοινωνικές ομάδες των οποίων τα συμφέροντα αντιτίθενται και ότι είναι κρίσιμο γι΄ αυτά τα κόμματα να μην αποξενωθούν από καμία από αυτές τις ομάδες. Υποστήριξε ότι αυτό έχει ως συνέπεια ο κομματικός λόγος «να είναι γενικόλογος και αφηρημένος, η συνέπεια και η ειλικρίνεια να θεωρούνται παράγοντες που περιορίζουν τις πιθανότητες εκλογικής νίκης, οι εξαγγελλόμενες αλλαγές να περιορίζονται σε ελάχιστες παρεμβάσεις και το τυχόν πολιτικό κόστος να αποτελεί ισχυρό παράγοντα ματαίωσης ή αναβολής πρωτοβουλιών».

»Τα κόμματα μπορεί να κάνουν και στροφή 180 μοιρών στις απόψεις τους για να διατηρηθούν στην εξουσία» τόνισε ο κ. Σημίτης και συμπλήρωσε: «Το πιο πρόσφατο παράδειγμα στην Ελλάδα αποτελεί η στάση της ΝΔ απέναντι στο μνημόνιο και τη σταθεροποιητική πολιτική. Αφού τα κατήγγειλε, τα εφάρμοσε χωρίς δισταγμούς ως κυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ υποστήριζε το 2009, ότι λεφτά υπάρχουν για βελτίωση εισοδημάτων και κοινωνικές παροχές, για να ανακοινώσει αφού ανέλαβε την εξουσία ότι τα λεφτά δεν υπάρχουν και η χώρα χρειάζεται διεθνή βοήθεια. Η στάση αυτή των κομμάτων επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της Δημοκρατίας. Είναι η αιτία οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων και της υστέρησης της χώρας μας».

Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο πρώην πρωθυπουργός υποστήριξε ότι η σημαντική ενίσχυση των κομμάτων που αμφισβητούν το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως η Χρυσή Αυγή, το «ελληνικό νεοφασιστικό κόμμα», είναι «απόρροια των λαϊκιστικών τακτικών των παραδοσιακών κομμάτων που εφαρμόστηκαν ανενδοίαστα από το 2004 και μετά», για να συμπεράνει ότι «όταν απουσιάζει μια συγκεκριμένη πολιτική, όταν δεν υπάρχει θάρρος για ειλικρίνεια, οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις γίνονται αιτίες αγανάκτησης». Στο ίδιο πλαίσιο, είπε ότι οι διαμαρτυρίες συνοδεύονται από ουτοπίες «όπως ότι η δραχμή θα επαναφέρει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα ή ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται την οικονομική συμπαράσταση της ΕΕ διότι η Ρωσία ή η Κίνα θα της προσφέρουν τα αναγκαία κεφάλαια».

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωσε ότι «μια θεμελιώδης αλλαγή είναι αναγκαία», ότι «πρέπει να δημιουργηθεί μια σαφής δομή οικονομικής διακυβέρνησης», «οι χώρες της ευρωζώνης πρέπει να αποφασίσουν πολιτικές πρωτοβουλίες και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κρίση και το δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης».

«Το ζητούμενο σήμερα», υπογράμμισε, «είναι να προσδιορίσουμε αρχές, κατευθύνσεις και μέσα που θα διασφαλίσουν τη δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας παρά την ισχυροποίηση της αγοραίας νοοτροπίας, την ανάδειξη νέων κέντρων οικονομικο- πολιτικής εξουσίας, τη στενότερη διασύνδεση της χώρας με το παγκόσμιο περιβάλλον και τη μειωμένη απήχηση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων».

Καθοριστικό μέσο για να επιτευχθεί αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι μια πολιτική που δεν επικεντρώνεται στην κατάκτηση και διαχείριση της εξουσίας, αλλά επιδιώκει να αντιμετωπίσει τα ουσιαστικά προβλήματα της κοινωνίας και του πολίτη. «Μια πολιτική που δεν προσφέρει μόνο γενικολογίες, ωραιοποιήσεις, καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις, αλλά διαπραγματεύεται με κοινωνική ευαισθησία συγκεκριμένα μέτρα, οικονομικά εφαρμόσιμα, με αποτίμηση των επιπτώσεων και της συνολικής συμβολής στην ανάπτυξη» τόνισε και κατέληξε: «Μια πολιτική που στηρίζεται στην παιδεία, στη γνώση, στην πληροφόρηση, στη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, στο ήθος που προκύπτει από την πίστη στις δημοκρατικές αξίες».