«Για την Ελλάδα η καταδίκη κάθε αναθεωρητικής πολιτικής είναι ζήτημα αρχής και άμεσου εθνικού συμφέροντος, ενώ η υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου είναι θεμέλιος λίθος της εξωτερικής μας πολιτικής» τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου από την Σόφια, όπου πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη μετά από πρόσκληση του Προέδρου της Βουλγαρίας Ρούμεν Ράντεφ. Όπως είπε η Πρόεδρος «Προσβλέπουμε στην ενίσχυση των σχέσεων μας με ομονοούσες χώρες για την αντιμετώπιση απειλητικών και παραβατικών πρακτικών, που υπονομεύουν την ασφάλεια και την σταθερότητα».
Κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Βούλγαρο ομόλογό της, η κυρία Σακελλαροπούλου υπογράμμισε ότι η επίσκεψή της επιβεβαιώνει το εξαιρετικό επίπεδο των διμερών σχέσεων, το οποίο αντανακλά τους σημαντικούς ιστορικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς δεσμούς, καθώς και τη φιλία που συνδέει τους δυο λαούς.
Παράλληλα, σημείωσε, ότι «η συνεργασία μας έχει σταθερές βάσεις και εδράζεται, μεταξύ άλλων, στο κοινό μας όραμα για ένα μέλλον ασφάλειας, ειρήνης και ευημερίας, τόσο για τις χώρες μας, όσο και για την ευρύτερη περιοχή. Ως γείτονες, εταίροι στην Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, Ελλάδα και Βουλγαρία αποτελούμε πυλώνα σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη».
Επισήμανε, επίσης, ότι η περαιτέρω εμβάθυνση και διεύρυνση της στρατηγικής εταιρικής μας σχέσης σε ευρύτατο φάσμα τομέων αποτελεί κοινή επιδίωξη. Όπως είπε «κομβικής σημασίας είναι ο τομέας της οικονομικής ανάπτυξης. Η Βουλγαρία αποτελεί τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικότατο εμπορικό εταίρο της χώρας μου και ελκυστικό επενδυτικό προορισμό εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων».
Αναφερόμενη στην τρέχουσα ενεργειακή κρίση, υποστήριξε ότι αναδεικνύει τη σημασία της ενεργειακής ασφάλειας και της συνδεσιμότητας. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι «η συνεργασία των χωρών μας αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της διαμορφούμενης νέας αρχιτεκτονικής της περιοχής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα αυτόν, καθώς και υπόδειγμα περιφερειακής συνεργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη έναρξη λειτουργίας του Διασυνδετηρίου Αγωγού Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB) δεν είναι μόνο δείγμα της ενίσχυσης της διμερούς μας συνεργασίας, αλλά και ένα καθοριστικό βήμα προς την ενεργειακή διασφάλιση της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο Διασυνδετήριος Αγωγός, μαζί με τον υπό κατασκευή Πλωτό Τερματικό Σταθμό Αποθήκευσης και Επαναεριοποίησης Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου Αλεξανδρούπολης (FSRU), αποτελούν τη βάση για τη λειτουργία του “Κάθετου Διαδρόμου” φυσικού αερίου με στρατηγική συμβολή στη διαφοροποίηση πηγών και οδεύσεων ενεργειακής τροφοδοσίας προς όφελος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενισχύοντας τις προοπτικές της ενεργειακής ασφάλειας».
Σχετικά με τις διεθνείς εξελίξεις, υπογράμμισε ότι με τον Πρόεδρο Ράντεφ εξέτασαν τον αντίκτυπό τους στη γειτονιά μας και πρόσθεσε ότι «οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η διεθνής κοινότητα, αλλά και η περιοχή μας συγκεκριμένα, λόγω της απρόκλητης επίθεσης της Ρωσίας και του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, καθιστούν αναγκαία την ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας και της επιτάχυνσης της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην περιοχή μας».
Υπενθύμισε, ακόμη, ότι «από τη Σύνοδο Κορυφής της Θεσσαλονίκης του 2003 ως και σήμερα, η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά και συνεισφέρει έμπρακτα στον σκοπό αυτόν. Η ταχεία ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ παραμένει πάγια στρατηγική προτεραιότητα της χώρας μου. Είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι το μέλλον ολόκληρης της Βαλκανικής Χερσονήσου βρίσκεται εντός μιας σταθερής ασφαλούς και ενωμένης Ευρώπης. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επαναφέρει με μεγαλύτερη ένταση στο προσκήνιο τη σημασία της απρόσκοπτης συνέχισης της διαδικασίας διεύρυνσης».
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της Βουλγαρίας Ρούμεν Ράντεφ υπογράμμισε το υψηλό επίπεδο των σχέσεων των δυο χωρών και ανέφερε χαρακτηριστικά: «Σήμερα η Βουλγαρία και η Ελλάδα είναι εταίροι και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Οι σχέσεις μας είναι σε ένα στρατηγικό επίπεδο κάτι που οφείλεται στις προσπάθειες που καταβάλλουν οι δύο χώρες μας, με τις οποίες πρέπει να υπερηφανευόμαστε, καθώς έχουν μια ανεκτίμητη συμβολή στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας και στην εγγύηση της προόδου των Βαλκανίων και της νοτιοδυτικής Ευρώπης».
Επεσήμανε, επίσης, ότι τα τρία τελευταία χρόνια, που είναι και τα χρόνια της πανδημίας «η εμπορική ανταλλαγή μεταξύ των δύο κρατών αυξήθηκε με πάνω από 1 δισ. ευρώ και φτάνει στα 4,5 δισ. ευρώ, γεγονός που αποτελεί απόδειξη για την δυναμική ανάπτυξη των σχέσεων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής».
Στάθηκε ακόμη στη συμβολή των δυο κρατών στην ανάπτυξη της ενεργειακής διασυνδεσιμότητας σε όλη την περιοχή, εκφράζοντας τις ευχαριστίες του στην Ελλάδα «για την υποστήριξη κατά την πιο δύσκολη κρίση, όταν η Βουλγαρία έλαβε πρόσβαση στον τερματικό σταθμό φυσικού αερίου στη Ρεβυθούσα» και τόνισε:
«Τα κοινά σχέδια στον τομέα της ενέργειας θα αναπτυχθούν από δω και πέρα στο μέλλον προς όφελος των κρατών και των πολιτών μας προς όφελος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών της περιοχής. Συνεχίζονται οι προσπάθειες για τη διασύνδεση των συστημάτων μας μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και αυτό αποδεικνύει ξανά ότι οι δύο χώρες όχι απλώς εξαρτώνται μεταξύ τους αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Η Βουλγαρία όχι απλώς έχει πρόσβαση στο σύστημα μεταφοράς φυσικού αερίου της Ελλάδας, αλλά από την πλευρά της η Ελλάδα παίρνει πάνω από το 30% της ηλεκτρικής της ενέργειας από τη Βουλγαρία και πάνω από το 45% των εξαγωγών σιτηρών, ενώ η Βουλγαρία παίρνει τεράστιο μέρος των εξαγωγών της μέσω του λιμένα του Πειραιά».
«Για μας μεγάλη σημασία, συνέχισε, «έχει αυτή η διασυνδεσιμότητα μεταξύ Θεσσαλονίκης – Καβάλας – Αλεξανδρούπολης – Μπουργκάς – Βάρνας και Ρούσε. Έχει κρίσιμη σημασία για εμάς να αναπτύξουμε το ξεχασμένο σχέδιο Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης αλλά αυτή τη στιγμή αντίστροφα, δηλαδή οι ποσότητες να μεταφέρονται από την Αλεξανδρούπολη προς το Μπουργκάς κάτι που θα επιτρέψει τις προμήθειες των πρώτων υλών όχι μόνο για τη Βουλγαρία, αλλά και για τη Ρουμανία, την Ουκρανία και για όλα τα υπόλοιπα κράτη της Μαύρης Θάλασσας, κάτι που είναι μια έκφραση της κοινής αρχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή της αλληλεγγύης».
Καταλήγοντας εξέφρασε τη βεβαιότητά του, ότι η επίσκεψη της κυρίας Σακελλαροπούλου στη Βουλγαρία θα δώσει νέα ώθηση στη στρατηγική συνεργασίας και στη φιλία μεταξύ των δυο κρατών προς όφελος των πολιτών τους και των πολιτών της περιοχής.
Στη συνέχεια, η κυρία Σακελλαροπούλου παρακάθισε σε γεύμα εργασίας που παρέθεσε ο πρωθυπουργός της χώρας Galab Donev προς τιμήν της και ακολούθως μετέβη στην Εθνοσυνέλευση της Βουλγαρίας, όπου είχε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Πρόεδρό της Vezhdi Rashidov.
Την Πέμπτη, η κυρία Σακελλαροπούλου παρακάθισε σε δείπνο με μέλη του Ελληνικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου στη Βουλγαρία (HBCB).
Την κυρία Σακελλαροπούλου συνοδεύει o υφυπουργός Εξωτερικών Ανδρέας Κατσανιώτης.
Η ΠτΔ Κατερίνα Σακελλαροπούλου ζήτησε την επίδειξη αλληλεγγύης και υπευθυνότητας απ΄όλα τα κράτη της ΕΕ για την υπεράσπιση των εξωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων
Την ανάγκη επίδειξης αλληλεγγύης και υπευθυνότητας εκ μέρους όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο θέμα της υπεράσπισης των εξωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων, υπογράμμισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μαζί με τον Πρόεδρο της Βουλγαρίας Ρούμεν Ράντεφ, στα πλαίσια της επίσημης επίσκεψής της στη Σόφια.
Η κυρία Σακελλαροπούλου τόνισε ότι «Οι δύο χώρες μας υπερασπίζονται εξωτερικά ευρωπαϊκά σύνορα και είναι σημαντικό να ενισχύονται στην προσπάθειά τους αυτή, καθώς ούτε μπορούν να τα καταφέρουν μόνες τους, ούτε είναι δίκαιο. Θα πρέπει επομένως να επιδειχθεί αλληλεγγύη και υπευθυνότητα εκ μέρους όλων των κρατών μελών».
Στο ίδιο ύφος και ο Πρόεδρος της Βουλγαρίας υποστήριξε ότι «Αναμένουμε μεγαλύτερη αλληλεγγύη, περισσότερα κονδύλια και εξοπλισμό, καθώς και μεγαλύτερη παρουσία από τις δυνάμεις ελέγχου των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ». Όπως είπε «Εμείς προστατεύουμε τα σύνορα από κοινού με την Frontex, αλλά η έκκλησή μου είναι, αντί να δημιουργούμε εσωτερικά σύνορα και εμπόδια ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ένωσης, να διαθέτουμε περισσότερους πόρους στα πιο δύσκολα, τα εξωτερικά της σύνορα, δηλαδή τα σύνορα που υπερασπίζουν η Βουλγαρία και η Ελλάδα».
Αναφορικά με την προσχώρηση της Βουλγαρίας στη συνθήκη Σένγκεν, η κυρία Σακελλαροπούλου δήλωσε ότι η Ελλάδα σταθερά και διαχρονικά έχει υποστηρίξει την ένταξη της Βουλγαρίας και πρόσθεσε «Θεωρούμε ότι όλα τα προαπαιτούμενα έχουν εκπληρωθεί εκ μέρους της Βουλγαρίας και επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος για περαιτέρω καθυστέρηση στη διαδικασία. Αυτό άλλωστε έχει προκύψει και από τις αξιολογήσεις που έχουν ήδη γίνει εκ μέρους της ΕΕ».
Παρατήρησε, επίσης, ότι «η διεθνής γεωπολιτική συγκυρία αυτό υπαγορεύει, την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Οι προκλήσεις στην περιοχή συνηγορούν υπέρ της περαιτέρω ενδυνάμωσης της ΕΕ και αυτό θα γίνει με την ολοκλήρωση της διαδικασίας, που προϋποθέτει την επίδειξη αλληλεγγύης εκ μέρους των κρατών μελών προς τις δύο χώρες εταίρους μας».
Απαντώντας, ο Ρούμεν Ράντεφ ευχαρίστησε την Ελλάδα για τη διαρκή υποστήριξη στη Βουλγαρία σχετικά με την προσχώρησή της στο Σένγκεν, στην Ευρωζώνη και στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και αναφερόμενος στους ευρωπαίους εταίρους, που ακόμη διστάζουν και θέτουν συμπληρωματικά εμπόδια στη Βουλγαρία, υποστήριξε ότι «η Βουλγαρία έχει εκπληρώσει όλα τα τεχνικά κριτήρια για τη συμμετοχή στον χώρο Σένγκεν ήδη από το 2011. Προσκάλεσε δύο επιθεωρήσεις τους τελευταίους δύο μήνες, που έδωσαν άριστα αποτελέσματα, και δεν δεχόμαστε να μας θέτουν συμπληρωματικές προϋποθέσεις που βρίσκονται έξω από τα κριτήρια συμμετοχής».
Μάλιστα, κάλεσε τις χώρες, που ακόμη δεν δίνουν τη συγκατάθεσή τους, να αναλογισθούν ότι, «όσο ταχύτερα η Βουλγαρία προσχωρήσει στον χώρο Σένγκεν, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσουμε να μεταφέρουμε τις δυνάμεις μας από τα σύνορα με την Ελλάδα και τη Ρουμανία στα σύνορα με την Τουρκία. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη αυτά θα μπορούν να είναι πιο ήσυχα για το ότι η Βουλγαρία θα υπερασπίζει καλύτερα τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Η Βουλγαρία εργάζεται σε όλα τα επίπεδα της διπλωματίας και σε όλα τα τεχνικά επίπεδα και πιστεύω ότι η λογική θα επικρατήσει, αφού δεν έχει νόημα, ενώ υπάρχει κρίση στον τομέα της ασφάλειας, να παραμένει η Βουλγαρία και η Ρουμανία έξω από τον χώρο Σένγκεν».
Αναφορικά με την πορεία της ελληνοβουλγαρικής συνεργασίας στον τομέα της ενέργειας, ο κ. Ράντεφ έκανε λόγο για λαμπρές προοπτικές, που οφείλονται σε διάφορους παράγοντες, όχι μόνο στη γεωγραφική θέση των δύο κρατών, την εμπειρία και τον χαρακτήρα των ενεργειακών συστημάτων, αλλά και στην ισχυρή πολιτική βούληση των ηγεσιών της Βουλγαρίας και της Ελλάδας να ενισχύσουν τη συνεργασία αυτή.
«Περιμένουμε μέσα σε ένα χρόνο να ολοκληρωθεί ο τερματικός σταθμός φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη, όπου η Βουλγαρία συμμετέχει με 20%, έχουμε ήδη διπλασιάσει το δυναμικό αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου στη χώρα μας και παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την κατασκευή του δεύτερου τερματικού σταθμού στην ίδια περιοχή» τόνισε.
Υπενθύμισε, επίσης, ότι «κατασκευάζεται ο αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 400 kV μεταξύ της Ν. Σάντας από ελληνικής πλευράς και της Marica-Iztok από βουλγαρικής, κάτι που θα συμβάλλει στη μεγαλύτερη διασυνδεσιμότητα των συστημάτων μας. Tώρα τρέχει η διαδικασία διπλασιασμού της δυναμικότητας της υπόγειας αποθήκης φυσικού αερίου στο Chiren, που επιτρέπει όχι μόνο στη Βουλγαρία αλλά και στην Ελλάδα να ισορροπήσουν το σύστημα μεταφοράς φυσικού αερίου, γιατί χωρίς υπόγειες αποθήκες μεγάλης χωρητικότητας η εισαγωγή φυσικού αερίου δεν μπορεί να ισορροπηθεί και δεν είναι αποτελεσματική. Σε αυτό το σημείο η Βουλγαρία και η Ελλάδα είναι δεμένες μεταξύ τους».
Στο πλαίσιο, αυτό ανέφερε ότι «Η Βουλγαρία μελετά την ανανέωση των σχεδίων κατασκευής μελλοντικών ατομικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, γιατί διαθέτει εκπαιδευμένο προσωπικό με μακρόχρονη εμπειρία στην ασφαλή εκμετάλλευση του πυρηνικού μας σταθμού, πρόκειται δηλαδή για ένα έργο το οποίο μπορούμε να αναπτύξουμε στο μέλλον μαζί. Η Βουλγαρία, όχι μόνο χάρη στη γεωγραφική της θέση, αλλά και χάρη στις επιτυχίες του ενεργειακού μας συστήματος, είναι σημαντικός παράγοντας, ώστε η Ελλάδα να αναπτύξει τις δυνάμεις της στον τομέα της ενέργειας».
Τέλος, τόνισε ότι «Αυτό που μελετάμε για το μέλλον είναι να χρησιμοποιήσουμε τα φυσικά δεδομένα και το δυναμικό της Βουλγαρίας για αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας με τον πιο οικολογικό τρόπο και τις απαιτούμενες προδιαγραφές. Δηλαδή, είμαστε συνδεδεμένοι τόσο στο φυσικό αέριο όσο και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και μελλοντικά και στα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας. Με αυτή την έννοια, η Βουλγαρία και η Ελλάδα γίνονται ένα κέντρο παραγωγής, μεταφοράς και αποθήκευσης ενέργειας, που θα μπορέσει να ισορροπήσει τα ενεργειακά συστήματα των γειτόνων και των εταίρων μας».