Με την εντύπωση ότι το πολιτικό κλίμα για την Ελλάδα στο Βερολίνο αλλάζει μετά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού , ο Αντώνης Σαμαράς ήδη προετοιμάζει το δεύτερο δύσκολο ραντεβού του στην Κεντρική Ευρώπη που είναι προγραμματισμένο για το πρωί του Σαββάτου.
Αν ο πρωθυπουργός κρατούσε «μικρό καλάθι» όσον αφορά το περιεχόμενο της συζήτησης του με την Άγκελα Μέρκελ και ο βασικός του στόχος ήταν να αποκαταστήσει όσο αυτό είναι δυνατόν την αξιοπιστία της Ελλάδας , στο Παρίσι τον περιμένει μία άλλη δοκιμασία. Με δεδομένη την πρόθεση της Γαλλίας να ηγηθεί του Ευρωπαϊκού Νότου και να κοντράρει την γερμανική κυριαρχία στην Ευρωζώνη, ο Αντώνης Σαμαράς οφείλει να πείσει τον πρόεδρο της Γαλλίας ότι η μία γαλλική στήριξη προς την Ελλάδα δεν πρόκειται να εκθέσει το μέτωπο που συγκροτείται αλλά αντιθέτως η στήριξη αυτή θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά.
Μπορεί το Παρίσι να μην βλέπει με καλό μάτι την γερμανική πρόθεση να κυριαρχήσει στην Κεντρική Ευρώπη, εν τούτοις όμως η γαλλική οικονομία απέχει πολύ από το να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Με λίγα λόγια ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ είναι υποχρεωμένος να διασφαλίσει τις λεπτές ισορροπίες που συνεπάγεται η αναγκαστική συνθήκη συμβίωσης εντός του γαλλο-γερμανικού άξονα.
Κατά την συνάντηση Ολάντ- Μέρκελ στο Βερολίνο που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη, οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών ως προς το ελληνικό ζήτημα αφορούν περισσότερο την διπλωματική γλώσσα που χρησιμοποιείται παρά την ουσία της υπόθεσης που ακούει στο όνομα «Ελληνική Οικονομία». Η Άγκελα Μέρκελ κατέστησε σαφή την στάση των δύο πρωτευουσών έναντι της Αθήνας. Όσον αφορά την ουσία Γαλλία και Γερμανία συμφωνούν πώς η Ελλάδα οφείλει να πείσει ότι θα υλοποιήσει όλο το πακέτο για το οποίο έχει δεσμευτεί. Όσον αφορά τώρα τις λεπτομέρειες υλοποίησης του πακέτου αυτού τότε « ο καθένας έχει το δικαίωμα να διατηρεί την δική του άποψη» είπε χαρακτηριστικά η Καγκελάριος της Γερμανίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο επόμενος σταθμός του κ. Σαμαρά σε αυτήν την κρίσιμη σύντομη ευρωπαϊκή περιοδεία του είναι εξ ίσου σημαντικός με τον πρώτο.
Χαραμάδα αισιοδοξίας στο αυστηρό Βερολίνο
Με την ηχηρή και δημόσια «Mea Culpa» του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος αποποιήθηκε προηγούμενες επιλογές του, όταν η Νέα Δημοκρατία βρισκόταν στην αντιπολίτευση, ολοκληρώθηκε η κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν η Άνγκελα Μέρκελ και ο Έλληνας πρωθυπουργός στην Καγκελαρία της Γερμανίας σε έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων.
Η Γερμανίδα καγκελάριος, επιδεικνύοντας μία περισσότερο ελαστική διάθεση έναντι του ελληνικού ζητήματος, συνέδεσε τις όποιες αποφάσεις ληφθούν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα για την ελληνική οικονομία με την έκθεση της τρόικα, «έκθεση που είναι ο καθρέπτης και η αποτίμηση της πραγματικότητας», όπως επεσήμανε χαρακτηριστικά.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, δήλωσε τουλάχιστον δύο φορές πως η ίδια επιθυμεί την παραμονή της Ελλάδας ως αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρωζώνης, τονίζοντας πως δεν γνωρίζει κανένα μέλος της κυβέρνησής της που να σκέπτεται το αντίθετο. Επίσης, επανέλαβε πως θα προσφέρει χείρα βοηθείας προς την Ελλάδα, προσθέτοντας όμως ότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει την απαρέγκλιτη τήρηση των δεσμεύσεων της Αθήνας.
Ο Αντώνης Σαμαράς, απαντώντας στο ερώτημα για το εάν και κατά πόσο έθεσε θέμα επιμήκυνσης του χρονικού ορίου δημοσιονομικής προσαρμογής, προέβαλε κατ’ αρχάς το ζήτημα της ανάκαμψης της οικονομίας και άρα της ανάπτυξης, επισημαίνοντας πως η Ελλάδα χρειάζεται «αναπνοές» σε αυτό το «μακροβούτι» που επιχειρεί, ώστε να φθάσει πιο μακριά. «Θα δούμε αργότερα τις λεπτομέρειες» είπε ο κ. Σαμαράς, αναφερόμενος στην επιμήκυνση αλλά και σε άλλες «ελαφρύνσεις».
Επίσης, ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε πως εκτιμά ότι η έκθεση της τρόικα θα καταδεικνύει την αποφασιστικότητα της νέας ελληνικής κυβέρνησης να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της, όπως και θα καταγράφει πως αυτή η αποφασιστικότητα εκφράζεται με πράξεις και όχι με λόγια.
«Είμαστε ένας υπερήφανος λαός, που δεν του αρέσουν τα δανεικά» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Σαμαράς, για να επισημάνει με ιδιαίτερη αναφορά πως «δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων, από όπου κι αν προέρχονται, με περιεχόμενο την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, προκαλούν μεγίστη ζημιά. Ποια κυβέρνηση και ποιος πρωθυπουργός θα μπορούσε να προχωρήσει τις ιδιωτικοποιήσεις, για να μειωθεί το ελληνικό χρέος, όταν κρατικοί αξιωματούχοι από διάφορες χώρες και ανά τακτά χρονικά διαστήματα προβλέπουν την επάνοδο της Ελλάδας στη δραχμή; Ποιος επιχειρηματίας θα επένδυε σε ευρώ για να εισπράξει δραχμές; Κανένας», αναγκάζοντας την Άνγκελα Μέρκελ να τοποθετηθεί επί του ζητήματος αυτού.
Η Γερμανίδα καγκελάριος παραδέχθηκε πως υπάρχουν δύο προσεγγίσεις της πραγματικότητας και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Η μία είναι εκείνη των Ελλήνων πολιτών που πληρώνουν και βασανίζονται και η άλλη είναι αυτή των Γερμανών που πιστεύουν πως εδώ και πολύ καιρό χρηματοδοτούν την Ελλάδα, η οποία δεν υλοποιεί τα συμφωνηθέντα. Αυτές οι δύο προσεγγίσεις πρέπει να ομογενοποιηθούν και να γίνουν μία προσέγγιση, κατέληξε η Άνγκελα Μέρκελ, αναγνωρίζοντας -εμμέσως πλην σαφώς- το πρόβλημα που έχει προκληθεί από δηλώσεις Γερμανών αξιωματούχων σχετικά με μία ενδεχόμενη έξοδο της χώρας μας από το ευρώ.
Επίσης, εμμέσως η καγκελάριος παραδέχθηκε πως υπάρχουν διαφορές ως προς τις εκτιμήσεις μεταξύ Βερολίνου και Παρισίων για το ελληνικό ζήτημα ως προς «την άποψη και τη ματιά του καθενός στα γεγονότα, που ο καθένας μπορεί και έχει το δικαίωμα να διατηρεί», όπως τόνισε με έμφαση.