Ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, όπως κάθε φορά στο παρελθόν, με μία ανάσα ελπίδας. Στην Ουάσιγκτον ο πρώτος Αφροαμερικάνος πρόεδρος στην ιστορία της χώρας ορκιζόταν πρόεδρος, αποπνέοντας έναν αέρα αισιοδοξίας μετά την μαύρη οκταετία του ακατονόμαστου προκατόχου του. Ήδη το είδωλό του θόλωσε.
Το 2009 άρχισε με την παγκόσμια οικονομική κρίση να κατακαίει τα σωθικά των δυτικών κοινωνιών και τους ασιατικούς οικονομικούς κολοσσούς να διεκδικούν την θέση που τους ανήκει σε έναν πλανήτη που μετά το 1989, δεν έχει αποκαταστήσει την ισορροπία που του είναι απαραίτητη.
Ο χρόνος που μας πέρασε σημαδεύτηκε από την επιδείνωση της κατάστασης στην Κεντρική Ασία, την ενίσχυση των αδιεξόδων στην Αφρική, την βαθειά χαρακιά που άφησε πίσω της η σφαγή στην Γάζα.
Σημαδεύτηκε επίσης από την ακατανόητη όσο και απαράδεκτη αποτυχία της Συνόδου της Κοπεγχάγης για την κλιματική αλλαγή. Αυτή η χρονιά ξεκίνησε όπως και όλες οι άλλες με μία ανάσα ελπίδας για να καταλήξει σε μία ανηφόρα χωρίς εφεδρεία αναπνοών.
Στον μικρό δικό μας κόσμο, τον Μέγα κατά τον ποιητή, την χώρα που ακόμη ομιλείται η γλώσσα των σοφών, όλα είναι στριμωγμένα. Χρέη, αστάθεια, δυσπραγία, γκρίνια, κατάθλιψη, ανοησία και κυρίως έλλειμμα προοπτικής. Με λίγα λόγια αναταραχή. Ποιος θα το φανταζόταν πως στην γη των ποιητών άνθησε η απαισιοδοξία και πρυτάνευσε η δύσπνοια.
Αυτές τις τελευταίες στιγμές πριν εκπνεύσει η θητεία της προηγούμενης χρονιάς, το μυαλό πηγαίνει χωρίς να το θέλει σε εκείνους που χάσαμε. Τον Μιχάλη Παπαγιανάκη, την Έλλη Παπά, τον Ευγένιο Σπαθάρη, τον Γιάννη Μόραλη. Μετά, σαν ακυβέρνητη πολιτεία, μεταφέρεται στα ελπιδοφόρα μηνύματα των παιδιών, στην αγωνία των δημιουργών, στην μάχη που δίνουν φίλοι και λιγότερο φίλοι για καλύτερες μέρες. Το μυαλό δεν τιθασεύεται, πετά και ονειρεύεται και μετά όπως κάθε τέτοια μέρα, παραμονής μέρα, γυρίζει, γιατί έτσι είναι φτιαγμένο, στους ίδιους στίχους γεμάτους φαρμάκι, αλλά και κουράγιο.
οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.
«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα…», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«… καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
…ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
– σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ –
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.
Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.
Το είχε γράψει ο Γιώργος Σεφέρης και είχε δημοσιευθεί στα «Δεκαοκτώ κείμενα» στα πέτρινα χρόνια της Χούντας. Μιλούσε για την Κύπρο, αλλά και για όλους μας και είναι σαν τίποτε να μην έχει αλλάξει, γιατί η γλώσσα των ποιητών είναι γλώσσα αληθινή, σφυρηλατημένη, ακριβής, οργισμένη, σχεδόν αδίστακτη.
«Γραμμή», λοιπόν, γιατί το καράβι συνεχίζει απτόητο τον πλου, παραπλέοντας τους κάβους και διαπλέοντας τα μπουγάζια. Το ταξίδι, συνεχίζεται σε αυτόν τον κόσμο τον μικρό… τον μέγα, μέχρις τελικής πτώσεως. Καλή χρονιά και καλά μυαλά.