Με την περιγραφή «Το Μνημόνιο αποτέλεσε βωμό θυσίας των δικαιωμάτων και ταυτόχρονα εξαγνισμού της διαφθοράς» ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς επικαλέστηκε ως ενδεικτικά τα παραδείγματα του κλεισίματος της ΕΡΤ και της αναρχίας στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, επισημαίνοντας πως «για τον λόγο αυτό η διερεύνηση να οδηγήσει σε γνήσια και ασφαλή εργαλεία εξάρθρωσής της και να μπουν κανόνες».

Ο κ. Παππάς είπε πως το «βάρβαρο κλείσιμο» της ΕΡΤ μέσα σε μια νύχτα κι ο διωγμός 2.500 εργαζόμενων της με πρόσχημα τις παθογένειες του παρελθόντος καθ’ υπαγόρευσιν ορισμένων που απαιτούσαν απολύσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι ένα πλήγμα στη Δημοκρατία, εξυπηρέτησε εκ των πραγμάτων ιδιωτικά συμφέροντα και ενίσχυσε την διαπλοκή. «Από την ενέργεια αυτή, προκύπτουν πολιτικές και άλλες ευθύνες για όσους κατήργησαν την ΕΡΤ γεγονός που πρέπει να απασχολήσει την Βουλή των Ελλήνων και να εξετασθεί συνολικά η ζημιά που υπέστη το ελληνικό δημόσιο» τόνισε χαρακτηριστικά προσθέτοντας πως το νομοσχέδιο που εισάγεται αύριο στην Επιτροπή της Βουλής είναι η κατάργηση της πράξης αυτής «γιατί αποτέλεσε μεθοδευμένο ακρωτηριασμό της ενημέρωσης του πολίτη, η σκανδαλώδης εύνοια συγκεκριμένων συμφερόντων».

Αιτιολογώντας ο υπουργός Επικρατείας ανέφερε πως «την ώρα που η κυβέρνηση έκλεινε την ΕΡΤ υπεγράφη μια νέα σύμβαση με την οποία παραχωρήθηκαν στην ΕΕΤΤ έναντι χαμηλού τιμήματος τα δικαιώματα για τις ψηφιακές συχνότητες στην DIGEA. Ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί, μέσω της DIGEA, διαμόρφωσαν μόνοι τους το πλαίσιο της ψηφιακής τηλεόρασης με δεσπόζοντα και μονοπωλιακό ρόλο και σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος αν συνυπολογιστεί ποιος ωφελείται οικονομικά από τους όρους και τα ανταλλάγματα που αφορούν την ψηφιακή τηλεόραση.

Ακόμη ο κ. Παππάς τόνισε πως παρόλο του ότι υποτίθεται ότι το Μνημόνιο θα επιχειρούσε να βάλει τάξη τα δημοσιονομικά, υπήρξε διατήρηση και παράταση της 25ετούς σχεδόν παράνομης λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών και εκχώρησης ψηφιακών συχνοτήτων. «Μέχρι τώρα λοιπόν, οφείλονται και δεν εισπράχθηκαν τέλη από τους τηλεοπτικούς σταθμούς για την χρήση των συχνοτήτων για τα έτη από το 2012 έως και το 2014 ποσοστό 2% ετησίως επί των ακαθάριστων εσόδων τους. Σε αυτά τα χρόνια του Μνημονίου, δεδομένου μάλιστα ότι δεν είχε εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση που να τροποποιεί το ποσοστό αυτό, όπως άλλωστε συνομολογείται από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, δεν έχει εισπραχθεί τίποτα», περιέγραψε ο κ. Παππάς. Συμπλήρωσε επιπλέον ότι συγκεκριμένα Μέσα, «που έχουν συνηθίσει την φορολογική και χρηματοδοτική ασυλία κόμισαν στο τραπέζι της συζήτησης επιχειρήματα που δεν αντέχουν σε στοιχειώδη κριτική» ξεκαθαρίζοντας ότι δεν υφίσταται κανένα απολύτως θέμα συμψηφισμού. Όπως εξήγησε ο υπουργός Επικρατείας, στον νόμο 3023/2002 προβλέπεται ότι ο τηλεοπτικός χρόνος προς τα κόμματα για την προβολή των διαφημιστικών τους μηνυμάτων κατά την προεκλογική περίοδο παρέχεται δωρεάν και το τέλος για την χρήση της συχνότητας, οφειλόμενο στο Δημόσιο, είναι εντελώς άλλο πράγμα. «Όση φαντασία και όση σκοπιμότητα να βάλει κανείς δεν μπορεί να δώσει καμία απολύτως άλλη ερμηνεία» σημείωσε.

Ακόμη ο κ. Παππάς επισήμανε πως υπάρχει και το έτερο πρόσχημα που χρησιμοποιούν ορισμένοι κι αυτό είναι η διακοπή της χρήσης των αναλογικών συχνοτήτων, λέγοντας πως επειδή περάσαμε στην ψηφιακή εκπομπή δεν υφίσταται καμία υποχρέωση διότι το τέλος αφορούσε την χρήση αναλογικής εκπομπής σήματος. Απαντώντας σε αυτό, ο υπουργός Επικρατείας είπε πως δεν έχει ολοκληρωθεί η μετάβαση (αφού ήδη έχει δεχθεί έξι ερωτήσεις για μη μετάδοση ψηφιακού σήματος σε περιοχές της χώρας) ενώ ο Σίμος Κεδίκογλου είχε απαντήσει σε ερώτηση του Δ. Παπαδημούλη πως υπάρχουν βεβαιωμένες οφειλές των καναλιών. «Προφανώς δεν είχε εισπραχθεί τίποτα από τότε και το ερώτημα είναι: Γιατί;» είπε.

«Είναι ηθικά και πολιτικά απαράδεκτο επιχειρήσεις οι οποίες ζουν από δάνεια από τράπεζες που είχε ανακεφαλαιοποιήσει ο ελληνικός λαός να αρνούνται να καταβάλλουν όσα προβλέπει ο νόμος» τόνισε ο κ. Παππάς και απευθύνθηκε σε όλες τις πτέρυγες της Βουλής για να ρωτήσει: «Πρέπει ή δεν πρέπει να πληρώσουν; Δεν γίνεται εδώ να παίζουμε. Ο ελληνικός λαός έχει υποφέρει και δεν μπορεί ουδείς να διεκδικεί εσαεί την φορολογική ασυλία».