Επιμέλεια: Άντζελα Πεΐτση
«Εξ ορισμού, η εμπιστοσύνη προς την πολιτεία, για τον μέσο πολίτη, συνδέεται με το δίκαιο, το ηθικό και την αξιοπιστία. Η αρχή, λοιπόν, της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος του, εμπεριέχει την ηθική διάσταση της σχέσης του με την πολιτεία στην οποία ζει και λειτουργεί» αναφέρει σε άρθρο της, η Βουλευτής ΝΔ, Β’ Αθηνών, Κατερίνα Παπακώστα.
»Η αρχή της εμπιστοσύνης του ανθρώπου στο σύγχρονο κράτος έχει κοινωνιολογικές και φιλοσοφικές ρίζες, αλλά και πολιτικό και νομικό έδαφος. Αν αναλογιστεί κανείς πώς ήταν δομημένη η κοινωνία στους κλασσικούς χρόνους, θα διαπιστώσει, πως ήταν ανύπαρκτη η αρχή της εμπιστοσύνης, γιατί τότε πόλη και πολίτης ήταν ένα και το αυτό. Η δε άμεση δημοκρατία, στους κλασσικούς χρόνους, είχε απολύτως ταυτίσει το δημόσιο με το ιδιωτικό συμφέρον, άρα δεν υπήρχε κρίση εμπιστοσύνης του ανθρώπου προς το κράτος, αφού στην ουσία ήταν… η προέκτασή του», ανέφερε και συνέχισε: «Επίσης, ανυπαρξία της αρχής βρίσκουμε σε όλα τα τυραννικά καθεστώτα, όσο και στον Μεσαίωνα με εύκολα ερμηνεύσιμη την αιτία. Ως νόμος οριζόταν η βία της εξουσίας αφενός και η εξουσία της θρησκείας αφετέρου».
Παράλληλα επεσήμανε: «Η άνοδος της αστικής τάξης και η δεσπόζουσα θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου κάνει την διαφορά. Το κοινωνικό συμβόλαιο, σύμφωνα με τον Ρουσσώ, συνίσταται σε μονομερή πράξη του κυρίαρχου, δηλαδή του λαού. Άρα, οι κυβερνώντες ασκούν την εξουσία στο όνομα του λαού, μόνο εφόσον έχουν την εμπιστοσύνη του. Με το πέρασμα του χρόνου φτάνουμε στο σύγχρονο κράτος, όπου ο πολίτης αναμένει με εμπιστοσύνη ότι η Πολιτεία θα εκπληρώσει τον κοινωνικό της ρόλο, όχι στο πλαίσιο μιας τυπικής νομιμότητας, αλλά στο πεδίο της αρχής της εμπιστοσύνης. Αυτού του είδους το κράτος σκοπεύει να προστατεύει τον πολίτη από διαφορετικές επιλογές της εξουσίας κάθε φορά».
»Το κράτος δικαίου επομένως, είναι η ομπρέλα, η οποία υπερασπίζεται την αρχή της εμπιστοσύνης, η οποία δεν είναι καθόλου συμπτωματική, διότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο πολίτης είναι υποκείμενο δικαίου το οποίο έχει στο οπλοστάσιό του την προστασία των εννόμων συμφερόντων του», παρατήρησε η κα Παπακώστα.
«Ήδη στην Γερμανία», όπως ανέφερε «στην νομολογία του ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου, ο πολίτης μπορεί να προσφύγει για να κατοχυρώσει την αρχή της εμπιστοσύνης, τόσο στην αρχή της καλής πίστης όσο και στην κατοχυρωμένη νομική ασφάλεια του κράτους δικαίου».
»Όσον αφορά στο Συμβούλιο της Επικρατείας, για ένα ικανό χρονικό διάστημα, οι αποφάσεις του έβλεπαν την αρχή της εμπιστοσύνης ως μία γενική αρχή, ώσπου ήρθε απόφαση του ΣτΕ, η οποία με ρητό τρόπο αναγνωρίζει την τυπική ισχύ της αρχής της τεκμηριωμένης εμπιστοσύνης, ως αρχή του κράτους δικαίου. Άρα, η εμπιστοσύνη του πολίτη, για να μπορεί να θεωρηθεί άξια προστασίας, μπορεί να προβληθεί μόνο εφόσον ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύεται ότι τελεί συνετός και επιμελής ως προς τις υποθέσεις του. Αφορά δηλαδή στην εύλογη πεποίθηση που μπορεί να δημιουργηθεί στον καλοπροαίρετο άνθρωπο, πως μία πραγματική κατάσταση που τον αφορά ως διοικούμενο περιβάλλεται από την νομική ασφάλεια του κράτους δικαίου», σημείωσε.
»Διαχρονικά, αλλά με ιδιαίτερη έμφαση το τελευταίο διάστημα, λόγω των συχνών αλλαγών κυβερνήσεων, απασχολεί η αρχή της συνέχειας του κράτους και της διοίκησης. Δηλαδή, κατά πόσον οι αποφάσεις δεσμεύουν και κυρίως εφαρμόζονται τόσο από την διοίκηση όσο από την κυβέρνηση. Η αρχή της συνέχειας του κράτους είναι ικανή προϋπόθεση για την επίτευξη των εθνικών στόχων μέσω της τήρησης των υπεσχημένων (pacta sunt servanda). Ταυτόχρονα, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη στο κράτος δικαίου κατοχυρώνει την δυνατότητα της προγραμματισμένης κοινωνικής, επαγγελματικής και οικονομικής δράσης του πολίτη» τόνισε η Βουλευτής Β’ Αθηνών.
«Ένα σύγχρονο κράτος δικαίου επομένως, στους κρίσιμους καιρούς που ζούμε, πορεύεται με ασφάλεια, τηρώντας ως νόρμες τις δύο αυτές αρχές. Η απονομιμοποίηση – εξαιτίας των πολιτικών συγκυριών – αυτών των δύο αρχών, ισοδυναμεί με de facto ακύρωση αφενός του κράτους δικαίου και αφετέρου της συνέχειας του κράτους αλλά και της αρχής της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος, επιφέροντας επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα των πολιτών, αφού πλέον υπονομεύεται η πίστη του πολίτη προς αυτό», δήλωσε και καταλήγοντας υπογράμμισε: «Επιπλέον, οι δύο αυτές αρχές χαρακτηρίζουν την αξιοπιστία του κράτους δικαίου, την ικανότητα προσαρμογής του στην νέα κατάσταση, αλλά και το κύρος του. Υπό την έννοια αυτή, η αρχή της εμπιστοσύνης του πολίτη στο κράτος και η αρχή της συνέχειας του κράτους οφείλουν να τηρούνται από τον πολιτικό κόσμο ως ο μοναδικός τρόπος ορθής, αξιόπιστης και ηθικής υλοποίησης της εντολής που έλαβαν από τους πολίτες, προκειμένου να διοικήσουν το κράτος προς όφελός τους».