Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως, όταν κλείσει ο κύκλος της πανδημίας, όποτε και αν συμβεί αυτό, ο κόσμος δεν θα είναι πια ο ίδιος. Πολλά από τα μοντέλα, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και κυρίως γεωπολιτικά που ίσχυαν μέχρι χθες δεν θα ισχύουν μεθαύριο. Ενδεχομένως να πρόκειται για υπερβολές ή και «wishful thinking» ορισμένων ευφάνταστων διεθνών παραγόντων ή συνωμοτών.
Οι «ευσεβείς αυτοί πόθοι» ωστόσο δεν εκφράζονται από εχθρούς του συστήματος ή φανατικούς αντισυστημικούς κύκλους που μάχονται την παγκοσμιοποίηση και κυνηγούν φαντάσματα. Η αρθρογραφία που ακολουθεί δημοσιεύτηκε σε ένα από τα συστημικότερα έντυπα που αναλύουν τα δεδομένα της διεθνούς διπλωματίας.
Πρόκειται για το «Foreign Affairs», που αποτελεί θεσμό. Στις παρυφές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος των ΗΠΑ, μάλλον συντηρητικών απόψεων, βαθιά συνδεδεμένο με τον πυρήνα του αμερικανικού βαθέος κράτους, η διπλωματική αυτή επιθεώρηση εξυπηρετούσε ανέκαθεν τα αμερικανικά συμφέροντα στον Πλανήτη. Πάντα ωστόσο φιλοξενούσε όλες τις απόψεις, ακόμα και αν αυτές αντιπάλευαν βασικές και διαχρονικές γραμμές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και μετά, το Foreign Affairs εκφράζει ξεκάθαρα απόψεις που αντιστρατεύονται τις επιλογές του Λευκού Οίκου και της διακυβέρνησης Τραμπ. Υπ’ αυτή την έννοια είναι πολύ ενδιαφέρουσα η προσέγγιση της διπλωματικής αυτής επιθεώρησης σε δύο σημαντικά ζητήματα της ΠΚ και ΜΚ εποχής. Όπου ΠΚ είναι η περίοδος Προ Κορωνοϊού και η ΜΚ η περίοδος Μετά τον Κορωνοϊό. Τα δύο ζητήματα αφορούν τον Νεοφιλελευθερισμό και τη Διεθνή Τάξη Πραγμάτων. Τι θα γίνει με το τρέχον μοντέλο οικονομικής διαχείρισης, που οδηγούν οι ανισότητες, γιατί η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει μία κρίση σημαντικότερη και από εκείνην του 2008. Από την άλλη, πού πάει η Αμερική και πόσο την απειλεί η Κίνα. Πώς διαμορφώνεται ο παγκόσμιος χάρτης μετά την εμφανή υποχώρηση των ΗΠΑ στο διεθνές σκηνικό.
Όπως επισημαίνει το ίδιο το Foreign Affairs, «από την έκδοσή του το 1922, το Foreign Affairs αποτέλεσε το κορυφαίο φόρουμ για σοβαρή συζήτηση σχετικά με την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τις παγκόσμιες υποθέσεις. Εκδίδεται από το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (Council of Foreign Relations, CFR), έναν μη κερδοσκοπικό, μη κομματικό οργανισμό που λειτουργεί στη βάση συγκεκριμένων μελών και που αφιερώθηκε στη βελτίωση της κατανόησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών υποθέσεων μέσω της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Το πρώτο τεύχος του περιοδικού ξεκινούσε με μια δήλωση που περιέγραφε το εκδοτικό όραμα το οποίο έμεινε απαράλλαχτο έκτοτε:
«Τα άρθρα στο Foreign Affairs θα αντιμετωπίζουν τα επίκαιρα ερωτήματα διεθνούς ενδιαφέροντος. Θα καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος θεμάτων, όχι μόνο πολιτικής, αλλά και ιστορίας και οικονομίας και θα συνοδεύονται, όταν αυτό είναι επιθυμητό, από χάρτες και διαγράμματα. Τεχνικά άρθρα θα αφήνονται για πιο εξειδικευμένα περιοδικά. Θα υπάρξουν πολλοί ξένοι αρθρογράφοι, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να ξεχαστεί ότι η προτεραιότητα είναι το συμφέρον και το κέρδος του Αμερικανού αναγνώστη».
Και τα δύο κείμενα (προσεγγίσεις) δημοσιεύθηκαν το πρώτο για τον Νεοφιλελευθερισμό στην αμερικανική έκδοση του Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2020, το δε 2ο για την παγκόσμια γεωπολιτική τάξη ήδη έχει δημοσιευθεί και στην τρέχουσα ελληνική έκδοση του Foreign Affairs (http://www.foreignaffairs.gr/).
Προσέγγιση 1η
Η κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού
Οι αγορές δεν είναι η απάντηση
Miatta Fahnbulleh
FOREIGN AFFAIRS
Ιανουάριος / Φεβρουάριος 2020
https://www.foreignaffairs.com/articles/united-kingdom/2019-12-10/neoliberal-collapse
● Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση.
● Ο νεοφιλελευθερισμός -μια θρησκεία που βασίζεται στην πίστη στις ελεύθερες αγορές- έχει φτάσει στο όριο του.
● Λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 46% του παγκόσμιου πλούτου και το φτωχότερο 70% κατέχει λιγότερο από το 3%.
● Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτυγχάνει απλώς στους ανθρώπους, αποτυγχάνει στη γη.
● Η κλιματική αλλαγή θέτει σε άμεσο κίνδυνο το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης.
● Αυτό που χρειάζεται στις ανεπτυγμένες οικονομίες σε ολόκληρο τον κόσμο δεν αφορά κάποιες λεπτομέρειες, αλλά ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, μια πλήρη αναμόρφωση των σχέσεων μεταξύ του κράτους, της οικονομίας και των τοπικών κοινοτήτων. Το πρώτο βήμα θα είναι μια νέα παγκόσμια πράσινη διαπραγμάτευση.
Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση. Μέχρι πρόσφατα, αυτή η καταδικαστική διαπίστωση διατυπώνονταν από την αριστερά. Σήμερα ωστόσο έχει κερδίσει έλξη σε όλο το πολιτικό φάσμα στις προηγμένες οικονομίες. Οι οικονομολόγοι, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής και οι απλοί άνθρωποι διαπιστώνουν όλο και περισσότερο ότι ο νεοφιλελευθερισμός (μια θρησκεία που βασίζεται στην πίστη στις ελεύθερες αγορές, η οποία κυριαρχεί στις κοινωνίες τα τελευταία 40 χρόνια) έχει φτάσει στο όριο του.
Η κρίση αυτή έχει περάσει πολύ καιρό, αλλά έγινε ιδιαίτερα έντονη μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-8 και την παγκόσμια ύφεση που ακολούθησε. Στις ανεπτυγμένες χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η οικονομική ανάπτυξη κατά την τελευταία δεκαετία έπαψε να ωφελεί τους περισσότερους ανθρώπους.
Στα τέλη του 2017, η αύξηση των ονομαστικών μισθών μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ ήταν μόλις μισή από ό,τι ήταν μια δεκαετία νωρίτερα. [1]
Περισσότεροι από 1 στους 3 ανθρώπους στις χώρες του ΟΟΣΑ εκτιμάται ότι είναι οικονομικά ευάλωτοι, δηλαδή δεν διαθέτουν τα μέσα για να διατηρήσουν ένα βιοτικό επίπεδο στο επίπεδο της φτώχειας ή πάνω από αυτό, για τουλάχιστον τρεις μήνες. Εν τω μεταξύ, στις χώρες αυτές, η εισοδηματική ανισότητα είναι υψηλότερη από οποιαδήποτε στιγμή κατά τον παρελθόντα μισό αιώνα: [στις χώρες του ΟΟΣΑ] το πλουσιότερο 10% κατέχει σχεδόν το 50% του συνολικού πλούτου και το φτωχότερο 40% κατέχει μόλις το 3%.
Οι υπερασπιστές του νεοφιλελευθερισμού συχνά επισημαίνουν ότι παρόλο που οι δεκαετίες στασιμότητας των μισθών και η συγκέντρωση πλούτου οδήγησαν στην εμφάνιση ανισότητας στις ανεπτυγμένες χώρες, την ίδια χρονική περίοδο σημειώθηκε δραματική αύξηση της ευημερίας σε παγκόσμια κλίμακα.
Αναφέρουν ότι πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι έχουν ξεφύγει από την κατάσταση της ακραίας φτώχειας λόγω της τεχνολογικής προόδου, των επενδύσεων και της ευημερίας που κατέστησαν δυνατές με την εξάπλωση των ελεύθερων αγορών. Ωστόσο το επιχείρημα αυτό δεν λαμβάνει υπόψη τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισαν οι κυβερνήσεις στην αλλαγή αυτή μέσω της παροχής εκπαίδευσης, υγειονομικής περίθαλψης και απασχόλησης. Τέτοιες κρατικές παρεμβάσεις είναι αναμφισβήτητα τόσο αποφασιστικές όσο το αόρατο χέρι της αγοράς για την άρση του βιοτικού επιπέδου.
[Οι υπερασπιστές του νεοφιλελευθερισμού] αγνοούν επίσης το γεγονός ότι παρά τα πολλά οφέλη της ευημερίας, [παγκοσμίως] λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 46% του παγκόσμιου πλούτου και το φτωχότερο 70% κατέχει λιγότερο από το 3%. [2]
Η ανισότητα ήταν πάντα ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των καπιταλιστικών κοινωνιών, αλλά οι άνθρωποι ήταν διατεθειμένοι να την ανέχονται, όσο αισθανόταν ότι η ποιότητα ζωής τους βελτιωνόταν, ότι οι ευκαιρίες τους επεκτείνονταν και ότι μπορούσαν να περιμένουν ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα από αυτούς. Όταν αυτό έπαψε να ισχύει κατά τις τελευταίες δεκαετίες, άρχισε να διαμορφώνεται μια διαρκώς αυξανόμενη αντίληψη ότι το σύστημα είναι άδικο και δεν δουλεύει προς το συμφέρον της πλειοψηφίας των ανθρώπων. Η παρατεταμένη απογοήτευση οδήγησε σε μια απαίτηση για αλλαγή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και μια νέα στάση απέναντι στα σοσιαλιστικά ιδεώδη που, προηγουμένως είτε δεν συγκινούσαν πιά είτε θεωρούνται ταμπού.
Για παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε μια πρόσφατη έρευνα:
• Το 53% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι πίστευαν ότι η οικονομία έχει γίνει πολύ πιο άδικη την τελευταία δεκαετία. [3]
• Το 83% δήλωσε ότι η οικονομία λειτούργησε πολύ καλά μόνο για τους πλούσιους, και μόνο το 10% δήλωσε ότι τα πήγε καλά και για άτομα που γεννήθηκαν σε φτωχές οικογένειες.
• Και ιδέες όπως η αποκατάσταση της δημόσιας ιδιοκτησίας των βασικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που ιδιωτικοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες (όπως οι σιδηρόδρομοι, οι ηλεκτρικές υπηρεσίες και οι εταιρείες ύδρευσης), κερδίζουν υποστήριξη, με πάνω από το 75% των ερωτηθέντων να τάσσονται υπέρ αυτής εξέλιξης. [4]
Ενώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια δημοσκόπηση το 2018 έδειξε ότι μεταξύ των Αμερικανών ηλικίας 18 έως 29 ετών, ο σοσιαλισμός είχε υψηλότερη προτίμηση (51%) από τον καπιταλισμό (45%). «Αυτό αντιπροσωπεύει μια πτώση των θετικών απόψεων των νεαρών ενηλίκων για τον καπιταλισμό κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών και μια σημαντική μετατόπιση από το 2010, όταν το 68% θεωρούσε θετικά τον καπιταλισμό», σημειώνει το Gallup. [5]
Ωστόσο, δεν θα αρκούσε μια απλή αναβίωση του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος της μεταπολεμικής εποχής.
Πρώτα, γιατί η έμφαση εκείνης της περιόδου στην κεντρική εξουσία και στην κρατική ιδιοκτησία αντιβαίνει στην ευρεία ζήτηση που υπάρχει στις ανεπτυγμένες οικονομίες για περισσότερο τοπικό και συλλογικό έλεγχο των πόρων.
Ίσως όμως, πιο σημαντική είναι η ανάγκη να αντιμετωπιστεί μιας πρόκληση που δεν έλαβαν υπόψη τους τα μεταπολεμικά σοσιαλδημοκρατικά μοντέλα: η απειλή που προκαλούν οι κλιματικές αλλαγές και η καταστροφική υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Εξάλλου, ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτυγχάνει απλώς στους ανθρώπους: αποτυγχάνει στη γη.
Λόγω του μεγάλου ποσοστού κατανάλωσης και χρήσης ορυκτών καυσίμων που απαιτείται από ένα οικονομικό μοντέλο που δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη πάνω απ’ όλα, η κλιματική αλλαγή θέτει σε κίνδυνο το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης. Πέρυσι, η Διακυβερνητική Ομάδα για την Αλλαγή του Κλίματος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος διαθέτει μόλις μια δεκαετία για να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 50%, για να έχει η ανθρωπότητα κάποιες πιθανότητες να περιορίσει την αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας σε 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προ-βιομηχανικά επίπεδα – ένα σημείο πέρα από το οποίο οι ζημιές στα ανθρώπινα και φυσικά συστήματα θα ήταν καταστροφικές και σε μεγάλο βαθμό μη-αναστρέψιμες. [6]
Όπως και η οικονομική κατάρρευση που έχει αποδυναμώσει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, έτσι και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος έχει τις ρίζες της στην κρίση του καπιταλισμού. Και οι δύο προκλήσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν υιοθετώντας ένα εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο ανταποκρίνεται σε μια διάθεση για γνήσια μεταρρύθμιση, προσαρμόζοντας τα σοσιαλιστικά ιδεώδη στη σύγχρονη εποχή.
Ένα νέο οικονομικό μοντέλο πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε ένα ακμάζον και υγιές φυσικό περιβάλλον. Πρέπει να επιφέρει βελτιώσεις στην ευημερία και να εγγυάται σε όλους τους πολίτες μια αξιοπρεπή ποιότητα ζωής. Πρέπει να οικοδομηθεί από επιχειρήσεις που σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα, που επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν έναν κοινωνικό σκοπό πέρα από την απλή αύξηση των κερδών και της αξίας των μετόχων και που δεσμεύονται να δώσουν φωνή στους εργαζόμενους τους. Το νέο μοντέλο θα ενδυνάμωσε τους ανθρώπους και θα τους έδινε μεγαλύτερο μερίδιο στην οικονομία, καθιερώνοντας κοινή ιδιοκτησία στα δημόσια αγαθά και τις βασικές υποδομές και ενθαρρύνοντας τη συνεταιριστική και κοινή ιδιοκτησία ιδιωτικών και τοπικά διαχειριζόμενων επιχειρήσεων. Αυτό απαιτεί ένα ενεργό αλλά αποκεντρωμένο κράτος που θα μεταφέρει την εξουσία στο επίπεδο των τοπικών κοινοτήτων και θα επιτρέπει στους ανθρώπους να ενεργούν συλλογικά για να βελτιώσουν τη ζωή τους.
ΕΝΑ ΝΕΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση για μελέτη σχετικά με το πώς λειτουργεί η κρίση του καπιταλισμού. Εκεί, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι κεντροδεξιές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις εφάρμοσαν επί δεκαετίες μια νεοφιλελεύθερη συνταγή φορολογικών περικοπών, μειωμένων παροχών κοινωνικής πρόνοιας, ιδιωτικοποιήσεων και απελευθέρωσης των αγορών – με πολύ πιο μεγάλο ενθουσιασμό από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν ισχυρότερες σοσιαλδημοκρατικές παραδόσεις και θεσμούς.
Ως αποτέλεσμα, η νεοφιλελεύθερη κατανομή του πλούτου υπήρξε ιδιαίτερα οδυνηρή στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι άνθρωποι είναι σήμερα κατά μέσο όρο φτωχότεροι από ό, τι το 2008, υπολογίζοντας τον πληθωρισμό. Το βρετανικό χρέος των νοικοκυριών είναι υψηλότερο από ό, τι πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι δανείζονται απλώς για να επιβιώσουν, ενώ 14,3 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
Η οργή για ένα αποτυχημένο σύστημα, άνοιξε το δρόμο για ριζικές αλλαγές στην εγχώρια πολιτική.
Για πολλούς Βρετανούς, το δημοψήφισμα του 2016 για το αν θα εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ή όχι, χρησίμευσε ως μέσο εκδήλωσης της δυσαρέσκειας και της οργής τους για ένα σύστημα που αποτυγχάνει. Η ψήφος υπέρ του Brexit ήταν ένα σαφές μήνυμα από τους πολίτες ότι το status quo έπρεπε να αλλάξει. Για πάνω από τρία χρόνια, αυτή η ανησυχία συνεχίζει να αυξάνεται, ανοίγοντας χώρο για πιο ριζοσπαστικές αλλαγές στην εγχώρια πολιτική – όπως διαπιστώνεται από την πρόσφατη αποδοχή από το Εργατικό Κόμμα, ιδεών που κάποτε θεωρούνταν υπερβολικά επικίνδυνες, όπως η επανεθνικοποίηση των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και η δημιουργία κρατικής εταιρείας φαρμάκων.
Αλλά ακόμα και στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι πολιτικές πλατφόρμες βρίσκονται πολύ πιο πίσω από τις δημόσιες απαιτήσεις για μια ουσιαστική αλλαγή. Αυτό που χρειάζεται στις ανεπτυγμένες οικονομίες σε ολόκληρο τον κόσμο δεν αφορά κάποιες λεπτομέρειες, αλλά μια πλήρη αναμόρφωση των σχέσεων μεταξύ του κράτους, της οικονομίας και των τοπικών κοινοτήτων.
Το πρώτο βήμα θα είναι μια νέα παγκόσμια πράσινη διαπραγμάτευση: μια μαζική αφιέρωση πόρων για τη μείωση των εκπομπών από την καύση του άνθρακα και, συγχρόνως, η δημιουργία εκατομμυρίων θέσεων εργασίας και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου. Ο στόχος θα πρέπει να είναι οι εκπομπές άνθρακα να μηδενιστούν μέσα σε 10 έως 15 χρόνια, πράγμα που θα απαιτήσει από τις κυβερνήσεις να πραγματοποιήσουν σημαντικές επενδύσεις σε πράσινες υποδομές, όπως αιολικά πάρκα ανοικτής θάλασσας και ανοικτής θάλασσας και έξυπνα ενεργειακά δίκτυα, σε νέες τεχνολογίες, όπως η δέσμευση και η αποθήκευση άνθρακα και η κατάρτιση των εργαζομένων για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων που θα χρειαστούν για τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργήσει μια πράσινη οικονομία.
Οι υπεύθυνοι για χάραξη πολιτικής θα χρειαστεί επίσης να δημιουργήσουν κίνητρα για τις εταιρείες να μειώσουν τη χρήση άνθρακα, αντικαθιστώντας τις επιδοτήσεις για ορυκτά καύσιμα με φορολογικές ελαφρύνσεις για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι νέοι κανονισμοί, όπως τα πρότυπα επιβολής μηδενικών εκπομπών άνθρακα ή οι ποσοστώσεις για τη χρήση ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, θα βοηθούσαν να υποχωρήσουν οι αγορές που αντιδρούν στην κλιματική κρίση.
Και οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές να εκποιήσουν τα ορυκτά καύσιμα μέσω αυστηρότερων πολιτικών πιστωτικού προσανατολισμού, συμπεριλαμβανομένου του ανώτατου ορίου πίστωσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη των επενδύσεων σε δραστηριότητες εντάσεως άνθρακα και τον καθορισμό ποσοστώσεων για το ποσό της χρηματοδότησης επενδύσεις χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Προκειμένου να ενισχυθούν οι χαμηλοί μισθοί, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλους τους μοχλούς των κρατικών εταιρικών φόρων, των μισθολογικών κανονισμών και των επιδοτήσεων, για να ενθαρρύνουν ή να αναγκάσουν τις επιχειρήσεις να πληρώσουν δίκαια τους εργαζόμενους.
Για τους εργαζόμενους, ένα δίκαιο μερίδιο της αμοιβής της δουλειά τους, θα πρέπει να προέρχεται όχι μόνο από τους υψηλότερους μισθούς τους αλλά και από μειώσεις του χρόνου εργασίας, με την καθιέρωση μιας εβδομάδας εργασίας 4 ημερών, την οποία οι κυβερνήσεις μπορούν να επιτύχουν αυξάνοντας τις νόμιμες αργίες.
Ταυτόχρονα, πρέπει να ενισχυθεί η ισχύς των εργαζομένων για την προστασία των συμφερόντων τους, απαιτώντας από όλες τις εταιρείες να αναγνωρίζουν αυτομάτως τα εργατικά συνδικάτα και να παρέχουν στους εργαζομένους ισχυρά νομικά δικαιώματα για οργάνωση, συλλογική διαπραγμάτευση και απεργία. Οι εργαζόμενοι πρέπει επίσης να αποκτήσουν μέρος της ιδιοκτησίας των οργανισμών που τους απασχολούν.
Οι κυβερνήσεις οφείλουν να αναθέτουν τα κεφάλαια των εργαζομένων –στα οποία περιέχεται ένα μέρος των κερδών μιας επιχείρησης– με τη μορφή μετοχών, σε ένα ίδρυμα που θα ανήκει συλλογικά σε εργαζόμενους. Μέσω της εμπιστοσύνης, οι εργαζόμενοι θα λαμβάνουν μετοχές στην εταιρεία, όπως και κάθε μέτοχος. Οι μετοχές αυτές θα έφεραν δικαιώματα ψήφου, επιτρέποντας στους υπαλλήλους να γίνουν οι κυριότεροι μέτοχοι σε κάθε επιχείρηση με την πάροδο του χρόνου, με την κρατική εξουσία να διαμορφώνει την κατεύθυνση των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ένας αυξανόμενος αριθμός εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης της αλυσίδας πολυκαταστημάτων John Lewis, της μεγάλης λιανικής Richer Sounds και της συμβουλευτικής εταιρείας Mott MacDonald, απολαμβάνουν ήδη τα οφέλη από τη θέση μιας τέτοιας ρύθμισης, επιτρέποντας στους υπαλλήλους να γίνουν βασικοί μέτοχοι σε κάθε επιχείρηση με την πάροδο του χρόνου, ενώ η κρατική εξουσία διαμορφώνει την γενικό προσανατολισμό των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται: υψηλότερη παραγωγικότητα, καλύτερη ζωή για τους εργαζόμενους και δέσμευση και ισχυρότερα κέρδη.
Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με τους πολίτες θα πρέπει να επεκταθεί και πέρα από τον τόπο εργασίας, με τελικό στόχο την εγκαθίδρυση μιας «ευημερούσας πολιτείας», που θα παρέχει σε όλους τα βασικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση μιας αξιοπρεπούς ποιότητας ζωής. Αυτό θα απαιτούσε αυξημένες επενδύσεις στους βασικούς πόρους του κράτους πρόνοιας, οι οποίες αποδυναμώθηκαν από τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, όπως η εγγυημένη καθολική πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση.
Αλλά η νέα προσέγγιση θα ξεπεράσει αυτά τα γνωστά στοιχεία, προσφέροντας καθολική πρόσβαση στη φροντίδα των παιδιών, στις δημόσιες συγκοινωνίες και στην ελάχιστη προστασία του εισοδήματος – δηλαδή, ένα όριο κάτω από το οποίο το εισόδημα κανενός μπορεί να πέσει ανεξάρτητα από το αν ένα άτομο απασχολείται. Όλες αυτές οι επεκτάσεις του κράτους πρόνοιας θα πρέπει να χρηματοδοτούνται μέσω μιας δικαιότερης προοδευτικής φορολογίας που θα αυξήσει τη φορολογική επιβάρυνση εκείνων που μπορούν να την αντέξουν περισσότερο.
Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Ωστόσο, οι πολιτικές «από την κορυφή προς τα κάτω», δεν επαρκούν για να προωθήσουν το είδος μετασχηματισμού που πρέπει να γίνει στις ανεπτυγμένες χώρες, προκειμένου να αποδυναμωθεί πραγματικά η νεοφιλελεύθερη στασιμότητα και να μειωθεί η ανισότητα. Οι κοινωνίες αυτές πρέπει επίσης να γίνουν πιο δημοκρατικές, με την εξουσία και τους πόρους να διανέμονται στις περιφερειακές και τοπικές κυβερνήσεις, πιο κοντά στους ανθρώπους στις κοινότητες που εξυπηρετούν.
Αυτός είναι ένας κρίσιμος τρόπος με τον οποίο μια τέτοια νέα οικονομική ατζέντα θα διαφέρει από τον πιο παραδοσιακό σοσιαλισμό, που τείνει να ευνοεί τη συγκεντρωτική εξουσία και την κρατική ιδιοκτησία. Για παράδειγμα, αντί να βασίζονται σε ομοσπονδιακές ή επαρχιακές κυβερνήσεις για καθημερινά βασικά θέματα (όπως η ενέργεια, η οικονομικά προσιτή στέγαση και τα μέσα μαζικής μεταφοράς), οι δήμοι πρέπει να δημιουργήσουν εταιρείες που θα ανήκουν και θα ελέγχονται από τους κατοίκους στους οποίου παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες.
Η Χώρα των Βάσκων, στην Ισπανία, προσφέρει ένα παράδειγμα του τι μπορεί να μοιάζει με μια πιο δημοκρατική οικονομία. Εκεί, η Mondragon Corporation , που δημιουργήθηκε το 1956 από αποφοίτους ενός τεχνικού κολλεγίου για την παροχή απασχόλησης μέσω συνεταιρισμών εργαζομένων, έχει γίνει ένας από τους δέκα μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους και ο τέταρτος μεγαλύτερος εργοδότης στην Ισπανία, με εκατοντάδες διαφορετικές εταιρείες και θυγατρικές και πάνω από 75.000 εργαζόμενους. Οι συνεταιρισμοί λειτουργούν σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, των καταναλωτικών αγαθών και της μηχανικής. Τα μέτρα αυτά δεν έχουν ως σκοπό απλώς να αποκομίσουν κέρδος, αλλά και να επιτύχουν ένα συγκεκριμένο κοινωνικό ή περιβαλλοντικό στόχο. Οι συνεταιρισμοί αυτοί ανήκουν στους ανθρώπους που τους και λειτουργούν και εργάζονται σ ‘αυτούς και όχι σε κάποιους εξωτερικούς επενδυτές, ενώ οι δομές διοίκησής τους, εξασφαλίζουν το ότι τα μέλη συμμετέχουν σ’ αυτούς και μοιράζονται τον πλούτο που δημιουργούν.
Οι κοινοτικές δομές αξιοπρέπειας στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν ένα άλλο παράδειγμα. Η Granby Four Streets στο Λίβερπουλ, και το London Community Land Trust (LCLT) στην περιοχή Mile End, παρέχουν οικονομικά προσιτές στέγες στις τοπικές κοινότητες, αγοράζοντας γη από τον ιδιωτικό τομέα και μετατρέποντάς την σε κοινοτική ιδιοκτησία. Η LCLT χτίζει προσιτά σπίτια και τα πουλάει ή τα μισθώνει στους κατοίκους της περιοχής με μειωμένες τιμές. Το κλείδωμα περιουσιακών στοιχείων εμποδίζει τη μεταπώληση της γης, γεγονός που εγγυάται ότι τα σπίτια θα παραμείνουν προσιτά.
Τα πειράματα «από κάτω προς τα κάτω», όπως αυτά, θα είναι κρίσιμα για την επιτυχία ενός νέου οικονομικού μοντέλου. Για να αναπτυχθούν αυτά τα πειράματα, οι πιο σημαντικοί πολιτικοί που ανήκουν στη σοσιαλιστική παράδοση (άνθρωποι όπως η Αλεξάνδρεια Ocasio-Cortez και ο Bernie Sanders στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Jeremy Corbyn στο Ηνωμένο Βασίλειο) πρέπει να χρησιμοποιήσουν τις πλατφόρμες τους για να κινητοποιήσουν τους τοπικούς ακτιβιστές και τις οργανώσεις που εργάζονται για τη δημιουργία μιας πιο δημοκρατικής οικονομίας.
Εν τω μεταξύ, θα χρειαστεί κάποιος βαθμός υπομονής: θα χρειαστεί χρόνος για να διαμορφωθεί μια τέτοια νέα σκέψη και να δημιουργηθούν οι αναγκαίες αλλαγές μεγάλης κλίμακας. Αλλά αυτή η υπομονή πρέπει να έχει ένα όριο: όταν πρόκειται για τη διόρθωση των ζημιών που έχει προκαλέσει ο νεοφιλελευθερισμός, ο χρόνος τελειώνει.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] OECD: Rising employment overshadowed by unprecedented wage stagnation. https://www.oecd.org/newsroom/rising-employment-overshadowed-by-unprecedented-wage-stagnation.htm
[2] Guardian: Richest 1% own half the world’s wealth, study finds https://www.theguardian.com/inequality/2017/nov/14/worlds-richest-wealth-credit-suisse