Για στοχοποίησή του με ασύστολα μάλιστα ψεύδη, όπως υποστηρίζει, εις βάρος του προσώπου του, αλλά και της συζύγου του, κάνει λόγο ο ομ. καθηγητής του ΕΜΠ και βουλευτής Αττικής του ΣΥΡΙΖΑ Αριστείδης Μπαλτάς, σε απάντηση δημοσιεύματος της εφημερίδας «Η Καθημερινή».
Στο επίμαχο δημοσίευμα υποστηριζόταν ότι η σύζυγος του Αρ. Μπαλτά μετακινήθηκε από δημοτική εταιρεία στα Χανιά σε δημόσια επιχείρηση με έδρα την Αθήνα. Επιπλέον, ότι το μεταπτυχιακό της η σύζυγος Μπαλτά το πήρε χάρη στον καθηγητή άνδρα της.
Στη δήλωσή του ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει: «Η εκτόξευση λάσπης προς κάθε κατεύθυνση τείνει να ξεπεράσει κάθε όριο. Δημοσίευμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, που αναπαράγεται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες από διάφορα δήθεν ενημερωτικά κέντρα και παράκεντρα, όπως και από εξέχουσες προσωπικότητες της Ακροδεξιάς που στεγάζονται στην Νέα Δημοκρατία, στοχοποιεί με ασύστολα ψεύδη, όχι πλέον μόνο εμένα, αλλά ένα μη πολιτικό πρόσωπο, τη σύζυγό μου. Τούτες ειδικά τις μέρες ο σκοπός γίνεται πρόδηλος: να συκοφαντηθούν με όλα ανεξαιρέτως τα μέσα οι προσπάθειες που επιδιώκουν να ξεκαθαρίσουν την ενδημούσα διαπλοκή. Γιατί εκείνη εξασφάλιζε την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του ‘’πολιτικού συστήματος΄΄ που κυβερνούσε τη χώρα για δεκαετίες».
Η δήλωση συνοδεύεται από επιστολή του Αρ. Μπαλτά προς τον διευθυντή της εφημερίδας, μια επιστολή που ο βουλευτής απέστειλε και στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σημεία της οποία δημοσιεύουμε:
«1. Η σύζυγος μου εργαζόταν με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου στην Δημοτική Πολιτιστική Επιχείρηση Χανίων (ΔΗΠΕΧ) από το 1994, όπου για σημαντικό διάστημα ασκούσε διευθυντικά καθήκοντα.
2. Το 2002 με σύμβαση που υπογράφθηκε μεταξύ της ΔΗΠΕΧ Α.Ε., της ΔΕΠΑΝΟΜ Α.Ε. και της ιδίας έγινε ‘δανεισμός’ της για ένα χρόνο στην δεύτερη εταιρία. Μετά από αυτή τη ‘δοκιμαστική’ περίοδο, νέα σύμβαση μετέτρεψε τον δανεισμό σε δανεισμό αορίστου χρόνου. Έκτοτε αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του προσωπικού της ΔΕΠΑΝΟΜ Α.Ε., αναφερόμενη κανονικά στο οργανόγραμμά της, χωρίς καμιά απολύτως διάκριση από το λοιπό τακτικό προσωπικό της και χωρίς καμιά σχέση με την αρχική εταιρεία.
3. Το 2011 συγχωνεύτηκαν η ΔΕΠΑΝΟΜ Α.Ε., η ΟΣΚ Α.Ε. και η ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε. στην νέα εταιρία ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε. (ΚΤΥΠ Α.Ε.). Η πράξη συγχώνευσης προέβλεπε τη μεταφορά στη νέα εταιρεία όλων των υπηρετούντων στις τρεις συγχωνευόμενες εταιρείες. Σημειώνεται ότι τον χρόνο εκείνο η ΔΗΠΕΧ είχε ήδη κλείσει και το προσωπικό της είχε μεταφερθεί αλλού, χωρίς βεβαίως να έχει συμπεριληφθεί σ’ αυτό η σύζυγός μου, θεωρούμενη πλέον -ορθά- ως εργαζόμενη της ΔΕΠΑΝΟΜ Α.Ε.
4. Επειδή κατά τη μεταφορά ανέκυψε ερώτημα ως προς την τυπική σχέση που συνέδεε τη σύζυγό μου με την ΔΕΠΑΝΟΜ Α.Ε. (στην οποία είχαν στο μεταξύ μονιμοποιηθεί νόμιμα δεκάδες συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, με πολύ μικρότερη προϋπηρεσία από τη δική της), η σύζυγός μου προσέφυγε στη Δικαιοσύνη. Το ζήτημα εξετάστηκε τρεις φορές, όπου και τις τρεις δικαιώθηκε. Το σκεπτικό της τελικής αμετάκλητης απόφασης ήταν, εκτός των άλλων, ότι το Δικαστήριο ‘αναγνωρίζει ότι η ενάγουσα συνδέεται με την εναγόμενη εταιρία με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 7-01-2002 για κάθε νόμιμη συνέπεια’».
Τέλος, και στο θέμα των μεταπτυχιακών σπουδών της συζύγου του ο βουλευτής δηλώνει ότι δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη.