Με μια επίσημη ανακοίνωση, η οποία στην ουσία κινείται στο τρίπτυχο «δεν είδα-δεν ξέρω-θα δούμε», η εταιρεία Novartis σε διεθνές επίπεδο επιχειρεί να διασώσει τα προσχήματα και να επιδείξει συνεργάσιμη πρόθεση με τις Αρχές, οι οποίες ερευνούν το σκάνδαλο δωροδοκίας.
Η εταιρεία δηλώνει πως δεν γνωρίζει (το σύνολο των στοιχείων), δεν είδε (τη δικογραφία) και επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί, όταν και εφόσον το σύνολο των καταθέσεων-στοιχείων και μαρτυριών θα είναι διαθέσιμο από τη νομική της υπηρεσία προς εκτίμηση.
Η ανακοίνωση της Novartis έχει ως εξής:
Με εκτενή ρεπορτάζ το διεθνές πρακτορείο οικονομικών ειδήσεων Blοomberg και η Wall Street Journal καλύπτουν τις τελευταίες εξελίξεις, ιδιαίτερα όσον αφορά στην αμερικανική διάσταση του ζητήματος«Καθώς η ερευνητική διαδικασία είναι σε εξέλιξη, προφανώς δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα σχόλιο γύρω από τις φήμες και τις κατηγορίες που αναπαράγονται στα ΜΜΕ, οι οποίες είναι αποτέλεσμα επιλεκτικών διαρροών ενός απόρρητου φακέλου και μέρος της προανάκρισης. Το περιεχόμενο του φακέλου αυτού δεν μας είναι γνωστό στο σύνολό του, ούτε υπάρχει επίσημο κατηγορητήριο εναντίον της εταιρείας ή εργαζομένων της. Ο δημόσιος διάλογος γύρω από την υπόθεση περιλαμβάνει ανακρίβειες, εικασίες, πολιτική αντιπαράθεση, καθώς και αναφορές χωρίς κανέναν σεβασμό σε εργαζομένους μας. Η πραγματικότητα είναι ότι για περισσότερους από 14 μήνες η Novartis συνεργάζεται με τις ελληνικές και αμερικανικές Αρχές, ενώ διεξάγει και τη δική της εσωτερική έρευνα.
»Επιδίωξή μας είναι η υπόθεση αυτή να διαλευκανθεί το ταχύτερο δυνατό με διαφάνεια και ειλικρίνεια από όλους τους εμπλεκομένους. Είμαστε αποφασισμένοι να κατανοήσουμε σε βάθος τα δεδομένα της υπόθεσης και δεσμευόμαστε ότι θα δράσουμε ανάλογα για τυχόν πράξεις που δεν συνάδουν με τα υψηλά ηθικά επιχειρηματικά μας πρότυπα. Παράλληλα θα προστατεύσουμε την εταιρεία και τους ανθρώπους μας με κάθε δυνατότητα που μας δίνουν οι κανόνες δικαίου».
Και η ανακοίνωση καταλήγει, «η δέσμευσή μας στη χώρα και η έμπρακτη υποστήριξη των Ελλήνων ασθενών και ευρύτερα της ελληνικής κοινωνίας παραμένουν ανεπηρέαστες».
Wall Street Journal και Bloomberg για το σκάνδαλο
Με εκτενή ρεπορτάζ το διεθνές πρακτορείο οικονομικών ειδήσεων Blοomberg και η Wall Street Journal καλύπτουν τις τελευταίες εξελίξεις, ιδιαίτερα όσον αφορά στην αμερικανική διάσταση του ζητήματος.
To Bloomberg δημοσιεύει και σχετικό email της Novartis, το οποίο είναι το εξής:
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελβετίας δεν έχει προβεί σε σχολιασμό.
Σύμφωνα με το Bloomberg:
«Η Novartis αναφέρει ότι δεν γνωρίζει για τις έρευνες που διεξάγουν οι ελβετικές Αρχές σχετικά με τις επιχειρηματικές της πρακτικές στην Ελλάδα, αφότου η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικαιοσύνης της Ελβετίας έλαβε δύο αιτήματα για νομική βοήθεια στην εν λόγω υπόθεση. Όπως αναφέρεται σε e-mail του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ζητήθηκε βοήθεια από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ. Τα αιτήματα αυτά συνδέονται με τις κατηγορίες για υποτιθέμενη δωροδοκία της Novartis σε κυβερνητικούς αξιωματούχους και γιατρούς».
Η Wall Street Journal, προφανώς εν αναμονή των εξελίξεων, περιορίζεται σε μία δημοσιογραφική κάλυψη του γεγονότος, χωρίς προς το παρόν να σχολιάζει τα δεδομένα.
Γράφει η Wall Street Journal:
«Η φαρμακευτική εταιρεία Novartis ερευνάται από τις ελληνικές εισαγγελικές αρχές για δωροδοκία πολιτικών και γιατρών με στόχο να χειραγωγήσει τις τιμές των φαρμάκων και να αυξήσει τις πωλήσεις της. Η πρακτική αυτή κόστισε στο ελληνικό κράτος δισεκατομμύρια ευρώ για το διάστημα από 2006 μέχρι 2015. Την προηγούμενη εβδομάδα εστάλη στο Κοινοβούλιο δικογραφία, στην οποία φέρονται αναμεμειγμένα 10 πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων δύο πρώην πρωθυπουργοί και ο επίτροπος της Ε.Ε. για τη Μετανάστευση. Όλοι αρνούνται τις κατηγορίες. Εκπρόσωπος της Novartis δήλωσε πως ”εφόσον έχουν διαπραχθεί αδικήματα, θα αναλάβουμε άμεση και αποφασιστική δράση για να αποτρέψουμε μελλοντικές παρεκτροπές”, ενώ πρόσθεσε ότι η εταιρεία συνεργάζεται με τις ελληνικές Αρχές επί έναν χρόνο. Η ελβετική εταιρεία έχει καταβάλει στο αμερικανικό Δημόσιο εκατομμύρια δολάρια στο πλαίσιο διακανονισμών για υποθέσεις διαφθοράς σε ΗΠΑ, Κίνα και Ν. Κορέα».
Διαβάστε επίσης: