Για την ανάγκη το Κίνημα Αλλαγής να αποκτήσει ξανά το πολιτικό εύρος μιας ισχυρής παράταξης, με σεβασμό στην ιστορικότητά του, αλλά κυρίως δημιουργώντας προσδοκίες για το μέλλον και για τις νέες γενιές, μίλησε ο ευρωβουλευτής και υποψήφιος για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης.
Σχολιάζοντας τα γεωπολιτικά παιχνίδια που έχουν προκαλέσει τις μεγάλες αυξήσεις στις τιμές ενέργειας, επισήμανε πως, όταν η Ευρώπη δεν έχει ενιαία στρατηγική σε μεγάλα γεωπολιτικά ζητήματα, θα προκύπτουν συνεχώς προβλήματα με τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία και η Ρωσία, σε διάφορα επίπεδα. «Πολλοί λένε ότι η αύξηση στις τιμές ενέργειας έχει να κάνει με τις πράσινες επιλογές της Ευρώπης. Η αύξηση λόγω αυτής της πολιτικής δεν είναι άνω του 10%-15%. Όλο το υπόλοιπο είναι ένα γεωπολιτικό παιχνίδι της Ρωσίας, που έχει να κάνει με την προσπάθεια να ελεγχθούν οι βόρειοι αγωγοί, ώστε η Ευρώπη να είναι γεωπολιτικά ευάλωτη».
Όπως εξήγησε ο κ. Ανδρουλάκης, η λύση σε αυτό το πρόβλημα είναι να υπάρξουν «κοινή παραγγελία όλης της Ευρώπης, σε σχέση με το φυσικό αέριο, για το 2021-2022, ώστε να πέσουν οι τιμές, ειδικά φορολογικά καθεστώτα και ειδικά μερίσματα που έχουν να κάνουν με την επιδότηση για τους πιο ευάλωτους», αλλά και αλλαγή στάσης από την ελληνική κυβέρνηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, υποστηρίζοντας την απλή πλειοψηφία έναντι της ομοφωνίας, ώστε χώρες όπως η Ουγγαρία του Όρμπαν να μην κάνουν εσωτερικό παιχνίδι προς όφελος τρίτων χωρών.
«Οι πολίτες ζητάνε την αλλαγή. Η αλλαγή δεν είναι μια έννοια που έχει ταυτιστεί μόνο με μια περίοδο – είναι μια κουλτούρα του προοδευτικού κόσμου, που ζητά να βελτιώνεται η καθημερινότητά του», ανέφερε, εξηγώντας πως για τον ίδιο το στοίχημα είναι να αποκτήσει ξανά η δημοκρατική παράταξη υψηλή κοινωνική αξιοπιστία. Με «ένα κόμμα που θα λειτουργεί με όρους διαφάνειας και αξιοκρατίας και θα αγκαλιάσει τις αγωνίες των πολιτών και ειδικά των νέων, που θα συμμετέχουν μαζικά», ο κ. Ανδρουλάκης αποσκοπεί στο «να ξαναγίνει η πολιτικοποίηση μια μόδα που θα προσφέρει στον τόπο μας περισσότερα απ’ όσα σήμερα».
Υπογράμμισε, δε, ότι αυτήν τη φορά δεν θα πρέπει να γίνουν τα ίδια λάθη με το 2017, ώστε η δυναμική που δημιούργησε η μεγάλη συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές του 2017 να μην μεταφραστεί τελικά σε ένα μεγάλο εκλογικό αποτέλεσμα. «Αυτήν τη φορά, να είναι πρωταγωνιστές οι άνθρωποι που θα συμμετάσχουν, αλλά και ένα νέο πολιτικό προσωπικό – και δεν εννοώ μόνο ηλικιακά. Για παράδειγμα, ο Τάσος Γιαννίτσης, ο οποίος έχει ταυτιστεί με μεγάλες μεταρρυθμίσεις που δεν προχώρησαν, με αποτέλεσμα η χώρα μας να μπει σε μεγάλες περιπέτειες. Μπορούμε να πάμε σε ανανέωση, με όλες τις γενιές στο προσκήνιο, αρκεί οι άνθρωποι που θα είναι στην πρώτη γραμμή να είναι υψηλής κοινωνικής αξιοπιστίας», τόνισε.
Αναφέρθηκε, επίσης, στην ανάγκη ενός σύγχρονου προγράμματος, με βάση τις αρχές της Σοσιαλδημοκρατίας, το οποίο θα κινείται σε τρεις άξονες: «Πρώτον, ανταγωνιστική, ανθεκτική παραγωγική βάση. Δεύτερον, ισχυρό κοινωνικό μοντέλο που επιλύει θέματα όπως το δημογραφικό. Και, τρίτον, ισχυρή κλιματική πράσινη πολιτική».
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο γεγονός ότι η πράσινη πολιτική «δεν γίνεται με ατζέντα που αφήνει στην άκρη τους πιο αδύναμους» και πως, εάν δεν επενδύσουμε τώρα σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στα φτωχά νοικοκυριά, όπως έκανε η Γερμανία, τότε την κλιματική μετάβαση θα την πληρώσουν οι φτωχότεροι Ευρωπαίοι πολίτες, που έχουν τα πιο ενεργοβόρα σπίτια και τα πιο παλιά αυτοκίνητα.
«Το Ταμείο Ανάκαμψης δεν μπορεί, λοιπόν, να είναι μόνο μια επένδυση πέντε μεγάλων εταιρειών στην Ελλάδα. Πρέπει να είναι και μια επένδυση που θα αφορά σε εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά με φωτοβολταϊκά στις στέγες. Δεν μπορεί η κλιματική μετάβαση να είναι μια μετάβαση της ελίτ, αλλά να είναι και επιλογή φτωχότερων νοικοκυριών κατά προτεραιότητα, ώστε αυτοί οι άνθρωποι να είναι παραγωγοί και καταναλωτές και έτσι να εξοικονομήσουν χρήματα για τη μελλοντική μετάβαση». Πρότασή του, η πράσινη Σοσιαλδημοκρατία που ξεκινά από τα πράσινα σχολεία, με μαθήματα βιοκλιματικής συμπεριφοράς, αντίληψη για τα βιολογικά προϊόντα και αλλαγή κουλτούρας στις μεταφορές.
Όσον αφορά στις εσωκομματικές εκλογές, εν όψει και της κατάθεσης των υπογραφών, ο κ. Ανδρουλάκης επέμεινε στη θέση του, ότι «δεν πρέπει να υπάρξουν αποκλεισμοί. Είμαστε τέσσερις κοινοβουλευτικοί, ο καθένας με τη δική του πορεία. Δεν υπάρχει κάποια υποψηφιότητα η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έχει λαϊκή νομιμοποίηση», είπε, απορρίπτοντας στρατηγικές είτε συκοφάντησης είτε υπονόμευσης της πολιτικότητας αυτής της διαδικασίας.
Απαντώντας στο ερώτημα σχετικά με τις προοπτικές μετεκλογικών συνεργασιών, όπως είπε ο κ. Ανδρουλάκης, «ένα μικρό κόμμα, όταν δεν το τιμά ο ελληνικός λαός με μεγάλα ποσοστά, σε όποια μέτωπα συνεργασίας και εάν μπει, δε θα έχει κανένα πρωταγωνιστικό ρόλο – θα είναι αποκούμπι. Εμένα η προτεραιότητά μου είναι να μεγαλώσει η Δημοκρατική παράταξη, να πάρει ισχυρά διψήφια ποσοστά, ώστε να μπορεί να επιβάλει τις ιδέες και τις θέσεις της, εάν χρειαστεί να υπάρξει κάποια κυβέρνηση συνεργασίας». Τόνισε, δε, ότι προτιμά «να είμαστε ένα SPD που θα ενισχυθεί ιδεολογικά και πολιτικά, παρά ένα ΚΚΕ του κέντρου, που λέει όχι σε όλα. Ένα μεγάλο, χρήσιμο κόμμα που θέλει ευρύτερες συναινέσεις, αλλά βάσει ιδεολογίας και όχι διανομής θέσεων εξουσίας και μόνον».