«Οι σκληρές οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης άρχισαν να αποφέρουν καρπούς» και «έρχονται καλύτερες μέρες» υποστηρίζει σε άρθρο του στην εφημερίδα New York Times ο Ελληνοαμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, Νίκολας Γκέιτζ (Νικόλαος Γκατζογιάννης), ο οποίος κάνει αναφορά «στους κινδύνους των πρόωρων εκλογών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν χειρότερες αναταράξεις στην ελληνική οικονομία, από το 2012 και σε μαζική απόσυρση καταθέσεων, καθώς δεν αναμένεται να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία κανένα από τα μεγάλα κόμματα, προκαλώντας πολιτική αστάθεια».
Ο αρθρογράφος κάνει αναφορά στα «αίτια υπερδιόγκωσης» του ελληνικού χρέους που οδήγησαν στη σημερινή κρίση, σημειώνοντας ότι «τις παρελθούσες δεκαετίες, κάθε φορά που πλησίαζαν οι εκλογές, το κόμμα που βρισκόταν στην εξουσία προσλάμβανε χιλιάδες νέους δημοσίους υπαλλήλους και αύξανε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα. Όταν κάποιοι υπουργοί επιχειρούσαν μετά τις εκλογές να περιορίσουν, έστω στο ελάχιστο, τις ατασθαλίες της προεκλογικής περιόδου, ορδές διαδηλωτών πολιορκούσαν το Κοινοβούλιο ή μπλόκαραν τις εθνικές οδούς και τα λιμάνια μέχρι να ενδώσουν οι πολιτικοί ή να αποσύρουν τις ισχνές μεταρρυθμίσεις», όπως τονίζει.
Στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, ο κ. Γκέιτζ υπογραμμίζει ότι «τα δύο τελευταία χρόνια ωστόσο φαίνεται ότι επιτεύχθηκαν βαθιές μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση συνεργασίας του πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, πέρασε ορισμένα από τα πιο σκληρά μέτρα λιτότητας στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες, τους μισθούς και τις συντάξεις, κατά το ήμισυ σχεδόν, ενώ επέβαλε υψηλούς φόρους, που μείωσαν την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων κατά 30% περίπου.
Παραδόξως, όλες αυτές οι βίαιες μεταβολές έγιναν δεκτές από τους πολίτες με στωικότητα. Υπήρξαν βεβαίως γενικές απεργίες, αλλά ήταν περιορισμένες και συγκυριακές. Οι Έλληνες ψηφοφόροι έδραξαν την ευκαιρία να δείξουν την αποδοκιμασία τους στις ευρωεκλογές, δίνοντας τις περισσότερες ψήφους στο ριζοσπαστικό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ και αναδεικνύοντας τρίτο κόμμα τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, γεγονός ωστόσο που δεν οδήγησε την κυβέρνηση στην χαλάρωση της πολιτικής της».
Ο ομογενής δημοσιογράφος διατυπώνει την άποψη ότι «ο ένας λόγος για τις περιορισμένες αντιδράσεις των πολιτών είναι ότι εάν η κυβέρνηση δεν δεχθεί τους όρους που επιβάλλει η τρόικα, τότε δεν θα υπάρξει η χρηματοδότηση ώστε να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις. Ο δεύτερος και ίσως σημαντικότερος είναι ότι οι σκληρές οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης άρχισαν να αποφέρουν καρπούς» και ότι «έρχονται καλύτερες μέρες».
Καταγράφοντας μια σειρά από γεγονότα και οικονομικά στοιχεία, ο κ. Γκέιτζ σημειώνει ότι «η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 2,28 δις ευρώ το πρώτο ήμισυ του έτους, ενώ το ίδιο διάστημα, το 2013, πέτυχε 2,5 δις ευρώ. Η ανεργία έχει αρχίσει να μειώνεται, πέφτοντας στο 25,9% τον Αύγουστο, από το 28% του Νοεμβρίου του 2013, μολονότι παραμένει η υψηλότερη στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα, επίσης, παρατηρείται έκρηξη του τουρισμού, καθώς πέρυσι προσέλκυσε 17,9 εκ. τουρίστες, το συνάλλαγμα των οποίων τόνωσε την οικονομία.
Η πιστοληπτική ικανότητα επίσης της χώρας βελτιώνεται σταθερά. Τον περασμένο Αύγουστο, η Moody’s την αύξησε κατά δύο βαθμίδες από το Caa1 στο Caa3, κάνοντας αναφορά στην πρόοδο της κυβέρνησης για την δημοσιονομική σταθεροποίηση, ενώ πρόσφατα η Standard and Poor’s αύξησε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας από το B- στο B.