Το πολιτικό ημερολόγιο του 20ου αιώνα κατηναλώθη στη διαλεκτική σχέση (ακαδημαϊκών ορισμών ή βίαιων συγκρούσεων) μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Το «κέντρο» σ’ αυτή τη σχέση έπαιζε τον ρόλο «μπαλαντέρ». Η απλουστευτική αυτή σχηματική βρήκε τον καλύτερο εαυτό της, συνάμα και τον νομιμοποιητικό λόγο υπάρξεώς της, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου (1945-1990). Το αντίπαλο δέος μεταξύ των «ψυχροεμπολέμων» λειτουργούσε σαν κίνητρο και κριτήριο φροντίδας και προσφοράς υπέρ του λαού ή των λαών. Ακόμη και τα κράτη που βρέθηκαν εκτός των δύο βασικών σχημάτων (από τη μια του σοβιετικού ή δορυφορικού υπαρκτού σοσιαλισμού και από την άλλη της δημοκρατίας της αγοράς) είχαν χώρο πολιτικής διαφοροποίησης.

Και αυτός ήταν ο πολλαπλώς ασταθής χώρος των «αδεσμεύτων». Και ήταν ασταθής γιατί οι κάμνοντες την επιλογή αυτή έμοιαζαν με τους πονηρούς εκείνους που ήλπιζαν ότι θα εισέπρατταν κάποια οφέλη και από τους δύο «ψυχροεμπολέμους» χωρίς κανένα κόστος. Τοις πράγμασι όμως δεν συνέβαινε έτσι. Αντιθέτως, επαληθεύετο η περιγραφή τής κακής τύχης τής ουδετερότητας που παραστατικότατα μας διδάσκει ο Θουκυδίδης στον διάλογο-απολογία των Κερκυραίων προς τους Αθηναίους:

«…Τοιουτοτρόπως αυτό το οποίο προηγουμένως εθεωρείτο ως σωφροσύνη (δηλ. η ουδετερότητα) τώρα κατήντησε να φαίνεται απερισκεψία και αδυναμία». Για να μη μιλήσω ακόμη για τον κυνικότατα αλαζονικό από πλευράς Αθηναίων διάλογο με τους ατυχείς – σφαγιασθέντες εν τέλει – Μηλίους, πάλι του Θουκυδίδη.

Αυτά χθες. Αφότου όμως ο κλασικός διπολισμός με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού χάθηκε και τη θέση του κατέλαβε ο ένας και δεσπόζων πλέον πόλος της οικονομίας της αγοράς ή καλύτερα των αγορών, με το ανεπιθύμητο και κάπως σαν αναγκαίο αναμνηστικό από τις παλαιές τυπολογίες το διακοσμητικό πλέον στοιχείο της δημοκρατίας (όπου κυβερνούν, έστω κατ’ ευφημισμόν, οι πολλοί), μιαπαγκόσμια ολιγαρχία, απολυταρχικού τύπου, φαίνεται να επικρατεί και να επιβάλλεται παντού, σχεδόν θεολογικά. Στις αγορές απεδόθησαν αρετές και ποιότητες που δεν τους ανήκαν. Προφανώς γιατί αυτές οι ποιότητες κατάρτιζαν την ευημερία της κατανάλωσης ή της αφθονίας, όπως κατήγγειλε πρωϊμότατα ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεθ.

Ήταν ανυπόφορο θέαμα οι πρωτεύουσες χωρών της Σοβιετοκρατίας χωρίς μαγαζιά και χωρίς βιτρίνες. Αυτό τους γκρέμισε! Παραδείγματος χάριν, ο ανταγωνισμός, που ενώ φαίνεται να είναι μια δημιουργική αξία μέσα στην έννοια και λειτουργία της αγοράς, λόγω του προτεσταντικού ηθικού δόγματος ότι ο καλύτερος, ο εργατικότερος, ο επιδεξιότερος, ο ευρηματικότερος, ο πιο καινοτόμος κ.λπ. δικαιούται να νικήσει και να κερδίσει, ο ανταγωνισμός, λοιπόν, με την «κατάλληλη νόθευση» των όρων και συνθηκών του γίνεται κακό και φαύλο στοιχείο διαλύσεως της αγοράς και μετατροπής της σε καρτέλ και ολιγο-μονοπώλιο, κατ’ επέκταση και της κοινωνίας, σε φοβισμένη αγελαία μάζα. Οι πρόνοιες δε για την προστασία και ελεύθερη λειτουργία του ανταγωνισμού, που συνήθως ανατίθενται σε «ανεξάρτητες αρχές» (γιατί το κράτος είναι το «μαύρο πρόβατο» και μηδενικής εμπιστοσύνης (!) υποκείμενο, πάντα στη νεωτερική σχεδίαση των όρων της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης), δεν είναι παρά προσχηματικές και ατελέσφορες.

Πέραν όμως των ευφημισμών και των προσχημάτων που τηρούνται ως μέσα τακτικής για την «θεολογική» επιβολή της νέας παγκοσμιοποιημένης αγοράς, μια άλλη «επιχείρηση», στρατηγικής αυτή τη φορά τάξεως, εξελίσσεται παράλληλα, και αφορά την ίδια τη σχέση, δηλαδή τον επανακαθορισμό της, της οικονομίας (και των ουσιωδών παραγώγων της: συσσώρευσης πλούτου, μέσων παραγωγής, πλουτοπαραγωγικών πηγών, τεχνολογίας-τεχνοκρατίας κ.ο.κ.) με την πολιτική. Πιο καθαρά, η οικονομία υπέρκειται τελεσίδικα (;) της πολιτικής. Ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία τής ανθρωπότητας, τόσο έντονα, τόσο προκλητικά. Η πολιτική και κατά συνέπεια ο άνθρωπος, ο λαός, υπόκειται στην οικονομία μονοδιάστατα και πιεστικά. Η άρνηση της υποταγής ισοδυναμεί με τον χαρακτηρισμό του απροσάρμοστου και εν τέλει με θάνατο από ασφυξία.

Η τεχνοκρατία, με τα golden boys, τους χρηματοπιστωτικούς οίκους, τους «σικέ» διαιτητές-αξιολογητές και τις στημένες δίκες μεταξύ δανειστών (τοκογλύφων) και δανειοληπτών – για να μιλούμε συγκεκριμένα και χειροπιαστά, όχι αφηρημένα και με δειλές υπεκφυγές – η τεχνοκρατία, λοιπόν, και η μανία της υλικής ισχύος έχουν αδράξει το τιμόνι της πολιτικής και οδηγούν, αυτοί οι μεθυσμένοι από το χρήμα και τρελαμένοι από τον τζόγο οιακοστρόφοι, τουλάχιστον το σκάφος του δυτικού πολιτισμού σε μια περιοχή αχαρτογράφητη και σκοτεινή, που τη λένε παγκοσμιοποίηση.

Η ηγεμονεύουσα θέση της οικονομίας επί της πολιτικής δεν είναι κάτι ουδέτερο, που συνέβη τυχαία, δηλαδή, χωρίς κόστος, χωρίς νικητές και ηττημένους. Ο μεγάλος χαμένος σ’ αυτή τη νέα (υπό διαμόρφωση ή τετελεσμένη) συνθήκη είναι ο άνθρωπος, οι πολίτες, ο λαός, η δημοκρατία. Και νικητής η κερδοσκοπική ολιγαρχία. Οι ναυτολογημένοι μισθοφόροι σ’ αυτόν τον πλου είναι πάμπολλοι. Δεν τους βρίσκεις μόνον στα (headquarters) επιτελεία των πολυεθνικών εταιρειών, αλλά και σ’ όλους τους διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ, ΟΑΣΑ, κ.λπ.) ων ουκ έστι αριθμός. Στρατιές ολόκληρες, από cinepersones και ultra μοντέρνους musicstars, που κάνουν «κουμάντο», με ποιά νομιμοποίηση (;) σε κράτη και λαούς ολόκληρους. Τα υποκατάστατα των ιεραποστόλων της αποικιοκρατίας των τελευταίων αιώνων!

Ειδική επιτελική προσπάθεια εκτός από το παντί τρόπω και σθένει ξέφτισμα μέχρι κατάργησης τού έθνους-κράτους, φαίνεται ότι καταβάλλεται από τα «αόρατα χρηματοπιστωτικά σχεδιαστήρια» της παγκοσμιοποίησης στη διαγραφή (delete) από τα λεξικά και τα παλιά ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία, με πρώτα εκείνα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της Χριστιανικής διδασκαλίας και παράδοσης, της λέξης και έννοιας της δημοκρατίας. Δεν νοείται, κατά τους «σχεδιαστές», δυαρχία. Η δημοκρατία (το κράτος του Δήμου, των πολλών) είναι έννοια ασύμβατη με το κράτος της οικονομίας, τηςοικονομικής ολιγαρχίας, και, κατά μίαν αυτάρεσκη για τους εν λόγω επιτελείς ορολογία, της τεχνοκρατίας, της γραφειοκρατίας (π.χ. των Βρυξελλών), ή ακόμη χειρότερα, της νεωτερικής αριστοκρατίας!!! Και ας χύθηκαν ποταμοί αιμάτων υπέρ τής δημοκρατίας και του εθνοκοινωνικού συνωνύμου της, της ελευθερίας. Και ας έζησαν για αιώνες εν ευημερία οι λαοί σε δημοκρατία. Τώρα, αυτή απορρίπτεται σαν ξεπερασμένη μόδα!

Και ενώ το πρόβλημα είναι η αποτυχία της ηγεμονικά «νικήτριας» κεφαλαιοκρατικής οικονομίας επί της πολιτικής και της δημοκρατίας, διό και η κρίση σοβεί, αντί οι lords της χρηματοπιστωτικής οικονομίας να θεραπεύσουν τα σφάλματά της και να την κάμουν ευδόκιμη και ωφέλιμη για τους λαούς, εκβιάζουν (τους λαούς) να απορρίψουν την ανάμνηση – έστω – της δημοκρατίας και να συμμορφωθούν προς την υποτεταγμένη λιτότητα ή καλύτερα προς την λιτή υποταγή. Έστησαν μηχανισμούς, φοροεισπρακτικούς και δανειοτοκογλυφικούς, που τους ονόμασαν «θεσμούς» μολονότι δεν υπήρχε πάνω τους ίχνος από διάρκεια χρόνου, ηθική νομιμοποίηση και αναγνώριση από τον λαό, οι οποίοι πήραν τη θέση μιας δήθεν «γης της επαγγελίας», όπου οι λαοί και κυρίως οι λαοί του ευρωπαϊκού Νότου καλούνται να ζήσουν εν ειρήνη, εν υποδουλώσει και εν πενία, εφόσον «μεταρρυθμισθούν» καταλλήλως!

Τσαρλατανισμοί χωρίς όρια.

Διαβάζω στην πρόσφατη έκθεση Επισκόπησης (Intelligence) του Economist (E.U.) (Μαρτίου 2016) ότι: «Τα παραδοσιακά κομματικά συστήματα στην Ευρώπη διαταράσσονται από την άνοδο λαϊκιστικών κομμάτων τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς (sic)». Δηλαδή, δεν φταίει η οικονομική κρίση και αυτοί που την προκάλεσαν, αλλά το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα που δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει. Μεγαλύτερο σόφισμα που επιστρατεύθηκε για την αθωότητα και το «εξ ουρανού» (ουρανοκατέβατο) της οικονομικής κρίσης, αντί για την υπαιτιότητα, λόγω απληστίας και ασυδοσίας του καπιταλισμού των στοιχηματιών και των τζογαδόρων (casinos) της αρπακτικότητας των vulture funds, λόγω ελλείψεως κρατικών ελέγχων κ.ο.κ., δεν υπάρχει. Η μίσθαρνη ρητορική ξεπέρασε με την επιστημονοφάνειά της κάθε γκαιμπελική προπαγάνδα. Και προλαμβάνει και ένα ακόμη καθ’υποφοράν επιχείρημα. Ότι η άνοδος του λαϊκισμού δεν οφείλεται μόνον στην οικονομική κρίση (που διαρκεί έξι τραγικά χρόνια για την Ελλάδα), αλλά και σε θέματα κουλτούρας, ταυτότητας, παράδοσηςκαι αξιών, που νοσταλγικά αναφύονται και κυριαρχούν πλέον στη σκέψη των λαϊκιστών.

Αφότου άρχισε η έφοδος του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, δηλαδή από τη στιγμή που η θλιμμένη, ως υποταγμένη σε κάθε είδους ολιγάρχες και μεντιάρχες (ντόπιους και ξένους), καπιταλιστική δημοκρατία έμεινε μόνη σε Δύση και Ανατολή, και καθιερώθηκε το πολιτικό δόγμα ότι οι λαοί πρέπει να μάθουν να ζουν σε λιτότητα, «να μη ζουν πέραν των δυνατοτήτων τους» όπως κυνικά προτείνουν οι έχοντες στους μη έχοντες, πειθαρχημένοι και υποδουλωμένοι στους σύγχρονους αφεντάδες, να μη διεκδικούν και να κόψουν τον ομφάλιο λώρο προστασίας και φροντίδας από το έθνος-κράτος, αλλιώτικα θα υποστούν τη δέουσα τιμωρία από τους δανειστές: τον θάνατο από πείνα και κατάθλιψη, στα κρεματόρια της ενοχής και του φόβου! Πρέπει το υπόλειμμα του νεωτερικού κράτους να λειτουργεί μόνον ως «ανθυπατία» των τραπεζοχρηματοπιστωτικών κέντρων. Και να είναι ανεύθυνο για την ζωή, την περιουσία, την εργασία των πολιτών του. Νέοι καιροί, νέα ήθη! Είναι δυνατόν να γίνονται αυτά όλα ανεκτά;

Ως πότε;

Θυμίζω εν παρόδω πως η λέξη «λαϊκισμός» εισήχθη στην πολιτική ρητορική, με την απαξιωτική (péjoratif) σημασία του όρου από τους Γάλλους και Ιταλούς αναθεωρητικούς κομμουνιστές ή Ευρωκομμουνιστές, όπως ελέγοντο τότε εκεί, της δεκαετίας του 1960. Στόχο τους είχαν να «συκοφαντήσουν» ή περιφρονήσουν την «λαϊκότητα» των παραδοσιακών και σχετικά κραταιών Κ.Κ. που καταχρηστικά εκείνα «εμπορεύονταν» και μονοπωλούσαν. Και εδώ, στην Ελλάδα, η ίδια συνταγή, την ίδια εποχή και εμφατικότερα τις δύο πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης. Οι χειριστές του όρου, με τον ίδιο στόχο, την ειρωνεία και κατασυκοφάντηση παντός «λαϊκού» (που σφετεριστικά και καταχρηστικά εχρησιμοποιείτο τότε και από το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου). Τακτικά στόχος ήταν να μην σπάσει το μονοπώλιο. Η «λαϊκότητα» έπρεπε να πωλείται ή από την αναθεωρητική Αριστερά ή… από κανέναν άλλο. Ένας αγώνας για την κατάκτηση «ζωτικού προπαγανδιστικού χώρου», που έλαβε και διεθνείς προεκτάσεις.

Στη διεθνή της διάσταση η «λαϊκότητα» χτυπήθηκε όμοια και ισοδύναμα με την «εθνότητα». Οι αμερικανικής «κατασκευής» και προελεύσεως «πολιτικές ορθότητες» δεν επέτρεπαν ούτε εθνικές ούτελαϊκές επικλήσεις και αναφορές. Η παγκοσμιοποίηση έθετε το δικό της vocabulaire, τον δικό της ορολογικό κώδικα. Ενέμεναν να σβησθεί το «εθνικός» και στη θέση του να τεθεί το «εθνικιστικός», για να υποδηλώνεται έτσι και το ναζιστικό επινόημα. Το ίδιο και το «λαϊκός», να παραδοθεί στο αυτοσυκοφαντούμενο, καταφρονούμενο και απαξιούμενο «λαϊκιστικός», που καθιερώθηκε σαν συνώνυμο με το ψεύτικος, υποκριτικός, μη αυθεντικός, απατηλός και εν τέλει δημαγωγικός. Οι «καθώς πρέπει» όροι είναι ή πρέπει να γίνουν για μεν το εθνικός, ο υπερεθνικός, οικουμενικός, κοσμοπολίτης και ο της παγκοσμιοποίησης (ρυθμός, τρόπος, άνθρωπος), για δε το λαϊκός και τα παλιά παράγωγά του πολιτικός, κομματικός, (είναι σήμερα) ο τεχνοκράτης, γραφειοκράτης, εμπειρογνώμων, διαπραγματευτής, και πάνω απ’ όλα ο μεταρρυθμιστής!

Με όλα αυτά, τραγικά αποκαλύπτεται πλέον ότι οι έννοιες έθνος και λαός είναι ή πρέπει να γίνουν άγνωστες έννοιες και να τεθούν εκτός νόμου πλέον. Και οι συνταγματικοί ορισμοί: «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» (άρθρο 1) και «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος» (άρθρο 51), μόνον ως κορυφαία έκφραση τραγικής ειρωνείας μπορούν να εκληφθούν!

Όμως, το αποκαλυπτικό στοιχείο με την εισαγωγή, τη χρήση και κατάχρηση του όρου λαϊκισμός στη σύγχρονη πολιτική ρητορική είναι ότι δεν πρόκειται για μια άσκηση λεξικογραφικής ορολογίας. Αλλά για μια ακόμη ταξική σύγκρουση, επικαιροποιημένη και αδυσώπητη. Απέναντι και κόντρα στον δήθεν «λαϊκισμό» κρύβεται και ταμπουρώνεται η «ελίτ», η ολιγαρχία του πλούτου (κατά τεκμήριο πλούτου, ως προϊόντος εγκλήματος), του κατεστημένου, των σφετεριστών, λόγω νεποτισμού και ποικίλων διαπλοκών, αξιωμάτων, τίτλων και τιμών (παρά τη ρητή συνταγματική απαγόρευσή τους, άρθρο 4 § 7). Και ταμπουρώνεται συγκρουσιακά και επιθετικά. Οι «ελίτες» έχουν λάβει θέση μάχης κόντρα στους λαούς. Και αλίμονο στους αφελείς, που ονειρεύονται την ειρηνική συνύπαρξη μαζί τους (με τις ελίτ) και τον «χορό του λύκου με τ’ αρνί». Οι χρήστες-υβριστές του όρου «λαϊκιστές» στοχεύουν στο να μην αφήσουν χώρο σε πολιτικούς να μιλούν ευνοϊκά, προστατευτικά και τίμια στα αυτιά του λαού. Να μη γίνονται ελκυστικοί και συμπαθείς, κόμματα ή πολιτικοί που ενδιαφέρονται πραγματικά για τον λαό. Ούτε με λόγια δεν επιτρέπεται ανακούφιση των πασχόντων και δυστυχούντων. Ούτε παρηγορία καν.
Η τεχνοκρατία, το γνήσιο τέκνο των ελίτ, διατηρεί για τον εαυτό της και το αποκλειστικό προνόμιο της σοβαρότητας, της γνώσης, του «μυαλού» και της αλήθειας!

Και το συναφές επακόλουθο της δυνάμεως, εκ του γεγονότος ότι οι λαοί και οι αντιπρόσωποί τους, οι καλούμενοι ονειδιστικά «λαϊκιστές», είναι περιθωριακοί, επαρχιώτες και λούμπεν χωρίς γνώση, εμπειρία και σοφία, κατ’ αντιδιαστολήν προς τους τεχνογραφειοκράτες που θα τους σώσουν λόγω μυαλού και γνώσεων, με τους διεθνείς προστάτες τους και τις διεθνείς διασυνδέσεις τους, στους διπλωματικούς, τραπεζικούς και χρηματοπιστωτικούς κύκλους, καθώς και τους άλλους κύκλους της μοντέρνας τέχνης και των πάσης φύσεως ιδιόρρυθμων έως εκκεντρικών ιδεοληψιών και άλλων νεωτερικοτήτων. Ενώ το θεμελιακό ζήτημα μένει πάντα: Ποιόν και ποιανού τα συμφέροντα υπηρετεί ο καθένας, ο δήθεν «λαϊκιστής» από τη μια, και ο τεχνοκράτης από την άλλη; Ο τεχνοκράτης που, αλλιώς, λέγεται και «μπράβος» ή «τζομπανόσκυλο» των αφεντάδων! Για παράδειγμα, ίσως και προφητικής σημασίας, δηλαδή, για το που πάνε τα πράγματα – όχι βεβαίως μόνα τους – σας μεταφέρω την προχθεσινή είδηση ότι στο κοινοβούλιο του «ημιδιαλυμένου» Ιράκ εισέβαλαν «ακτιβιστές» και εβιαιοπράγησαν εναντίον των βουλευτών ζητούντες τον σχηματισμό κυβέρνησης «τεχνοκρατών», όπως είχαν δεσμευθεί (!) για να καταπολεμηθεί η διαφθορά. Τροχιοδεικτικό;

Στις νέες συγκρουσιακές διατάξεις δυνάμεων ο λαός πρέπει οπωσδήποτε να ενοχοποιηθεί για… τα όποια προπατορικά αμαρτήματά του, που ψευδώς του αποδίδονται. Με κυριότερο ότι «έφαγε τα λεφτά του… φτωχού δανειστού-τοκογλύφου», έστω και αν ο τελευταίος μετά φορτικότητας του εδάνειζε. Και να μην αθωωθεί ποτέ. Οι συνήγοροι της αθωότητάς του είναι εξ ορισμού «λαϊκιστές». Και ο υπ’ αριθμόν -1- εχθρός. Γιατί διασπά τις αλυσίδες της υποδούλωσης, που το παλιό πολιτικό κατεστημένο πασχίζει να του φορέσει (με σιδερένιες μπάλες στα πόδια). Οι επιθετικοί χρήστες του όρου «λαϊκισμός-λαϊκιστές» φαντάζονται τα λόγια και τα επιχειρήματα των συνηγόρων της αθωότητας του λαού σαν θούριους απελευθερωτικούς. Οι Ρήγες πρέπει να βγουν από τη μέση. Όπως και οι Σπάρτακοι. Η διέξοδος της εξέγερσης-επανάστασης πρέπει να εξαλειφθεί.

Να μην υπάρχει ούτε ως ελπίδα ή απειλή που σώζει και απελευθερώνει. Και ο πατριωτισμός απαγορεύεται. Οι πατριώτες χαρακτηρίζονται «εθνολαϊκιστές». Οι προβληματιζόμενοι και σκεπτόμενοι για το πού πάει η Ευρώπη σήμερα αποβάλλονται από την περιοχή του πολιτικώς ορθού ως αιρετικοί και χαρακτηρίζονται ως Ευρωλαϊκιστές. Τόσο βαθύ το σχέδιο. Η νέα υποδούλωση του χρεωμένου ανθρώπου πρέπει να είναι τέλεια και να φαντάζει με την «Κόλαση» του Δάντη, όπου στην πύλη της η ταμπέλα έγραφε: «εγκαταλείψατε κάθε ελπίδα σεις που μέσα πάτε να μπείτε» (lasciate ogni speranza voi ch’ intrate)! Το ταχύτερο δυνατό. Γι’ αυτό έχει διαταχθεί έφοδος της «ελίτ» κόντρα στο λαό. Σήμερα, τώρα. Ούτε να κλάψει κανείς τον βυθιζόμενο στα τάρταρα της απελπισίας λαό δεν επιτρέπεται. Μου θυμίζει τον λόγο που έστρεψε ο Ελπήνορας στον Οδυσσέα, όταν τον συνάντησε στον Άδη: «άκλαυτος κι αμνημόνευτος στον κάτω κόσμο τι γυρεύεις;». Κόντρα στον λαό ή και στους λαούς.

Οι «φαβελόβιοι» της Βραζιλίας πρέπει να καταλάβουν το όφελος που θα έχουν από τους Ολυμπιακούς αγώνες του Ρίο!!! Όσοι τους μιλούν για την πείνα τους και τη δυστυχία τους είναι απλά «λαϊκιστές»! Το Ντιτρόϊτ, η 4η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη των ΗΠΑ, η μητρόπολη της Αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, η έδρα των τριών γιγάντων (της Ford, της General Motors και της Chrysler), χρεοκόπησε. Η πόλη άδειασε. Αλαφιασμένοι οι άνθρωποι έτρεχαν προς το… πουθενά. Έγινε «πόλη φάντασμα», όπως οι ασημουπόλεις (silver towns) της Νεβάδας και της Καλιφόρνιας, όταν έπεσε η τιμή του ασημιού και έκλεισαν τα ορυχεία στο τέλος του 19ου αιώνα!

Αυτός είναι ο αιώνιος και πάντα άπληστος και άσοφος – και φυσικά χωρίς συναίσθημα και ορισμό του νοήματος της ζωής – καπιταλισμός, με τα παράσιτα ανθρωποειδή που τον διευθύνουν! Αλήθεια πότε θα χρεοκοπήσει η Ουάσιγκτον ή το Λονδίνο και γιατί όχι το Παρίσι; Και θα εκκενωθούν χάριν του δημοσιονομικού κόστους από ανθρώπους-πολίτες;

Από τη φωτεινή γωνιά των Αθηνών, όπου ο βράχος της Ακρόπολης, εγώ αναφωνώ τον στίχο του Παλαμά, για να ακουσθεί στα τετραπέρατα της γης. Σαν συμπέρασμα σε όλα όσα βλέπω να γίνονται.
Σαν συμπέρασμα αντίστασης:

«Εσ’ είσαι που κορώνα σου φορείς το Βράχο, εσ’ είσαι,
Βράχε που το ναό κρατάς, κορώνα της κορώνας.
Ναέ, και ποιος να σ’ έχτισε, μέσ’ στους ωραίους ωραίο,
για την αιωνιότητα, με κάθε Χάρη Εσένα;
…………………………………………………………………..
Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένων όχλοι,
καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα απ’ τη βουκέντρα
φαρμακερά και αλύπητα δυνάστη αιματοπότη.
Εσένα με το λογισμό κ’ εσέ με το τραγούδι,
σε ύψωσαν των ελεύθερων οι λογισμοί…
Β.Γ.Π.
9.V.2016