Απευθυνόμενος σε φίλους και στελέχη του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, στην Καλλιθέα, ο πρόεδρός του, Νίκος Ανδρουλάκης, ξεκίνησε την ομιλία του από το θέμα της ακρίβειας, η οποία, όπως τόνισε, «έχει μειώσει την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων, όχι μόνο των πιο ευάλωτων». Παραπέμποντας, μάλιστα, στα στοιχεία του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ, διαπίστωσε πως «έχουμε 40% μείωση της αγοραστικής δύναμης στα νοικοκυριά έως 800 ευρώ, αλλά και 10-15% σε αυτά που φτάνουν τα 1.100-1.200 ευρώ. Και ακόμη δεν έχουμε μπει στην καρδιά του χειμώνα, που σημαίνει αύξηση του κόστους για θέρμανση», πρόσθεσε και συνέχισε:
«Προφανέστατα ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιδεινώσει την κατάσταση. Όμως, οι ευθύνες της λανθασμένης διαχείρισης και των άδικων πολιτικών επιλογών βαρύνουν τον κ. Μητσοτάκη».
Επιχειρηματολογώντας περαιτέρω, μέμφθηκε τον πρωθυπουργό ότι πήρε απόφαση «να επιδοτεί την κερδοφορία των μεγάλων παραγωγών ενέργειας. Φαίνεται και αυτό από τα στοιχεία: 420 ευρώ η μεγαβατώρα το Σεπτέμβριο στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, την αγόρασαν 800 ευρώ. 233 ευρώ τον επόμενο μήνα, 600 ευρώ στην αγορά. Αυτό δείχνει ότι το μοντέλο των επιδοτήσεων μέσα σε ένα μήνα έχει δώσει από τον κρατικό προϋπολογισμό, από τα πορτοφόλια και τις τσέπες μας, 1 δισ. ευρώ. Αντί σε αυτήν την πολύ μεγάλη περιπέτεια να πάρουν μία απόφαση κατανομής του κόστους μεταξύ κράτους-νοικοκυριού-μεγάλων παραγωγών, πληρώνει το κράτος, που είμαστε εμείς, και αυτοί ουσιαστικά κερδοσκοπούν».
Και στις τράπεζες, πρόσθεσε, «τα στοιχεία είναι αμείλικτα», σύμφωνα με τον Ν. Ανδρουλάκη, και τούτο γιατί, «η διαφορά μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και μέσου επιτοκίου στα στεγαστικά δάνεια είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Γιατί δεν δίνουν κίνητρα οι τράπεζες για μεγαλύτερα επιτόκια στις καταθέσεις; Οι τράπεζες έχουν πάρει 50 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ, έριξαν λίγα στην αγορά, τα έχουν κρατήσει ως αποθεματικά, συνεπώς οι ίδιες έχουν ρευστότητα και δεν θέλουν να δώσουν κίνητρα για καταθέσεις. Αυτό δεν είναι μία άδικη πολιτική επιλογή για την οποία η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα;», διερωτήθηκε εξάλλου.
Τρίτο σημείο, η αγορά, η καθημερινότητα. «Γιατί μιλάμε για μείωση στο ΦΠΑ στα βασικά αγαθά; Γιατί μιλάμε για την επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης για περιοχές που ο χειμώνας είναι βαρύτερος; Διότι πρέπει σε αυτήν την κρίση να έχουμε μία δίκαιη κατανομή μεταξύ ισχυρών και λιγότερο ισχυρών, μεταξύ ευάλωτων και μεσαίων, ώστε να μπορέσει η κοινωνία μας με το μικρότερο κόστος να φτάσει στο ξέφωτο. Και όχι να κινδυνεύουμε σήμερα από μία νέα έκρηξη των ανισοτήτων».
Κατά τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, υπάρχει ένα ακόμη επιχείρημα που «αποδεικνύει ότι αυτή είναι μία ιδεολογική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Δεν περάσαμε μία πολύ μεγάλη παγκόσμια περιπέτεια με την πανδημία; Τι έκαναν τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης; Είδαν τα προβλήματα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας τους. Πήραν κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, από την ΕΕ που για πρώτη φορά έκανε κοινή πολιτική χρέους για να στηρίξουμε την ανάπτυξη, το κοινωνικό μας κράτος, την πράσινη μετάβαση. Στις ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία είναι πρώτη η Βουλγαρία, δεύτερη η Λιθουανία και τρίτη η Ελλάδα, πανευρωπαϊκά. Και αφού η Ευρώπη έδωσε τα χρήματα, γιατί δεν έκαναν μία γενναία ενίσχυση του ΕΣΥ ώστε να μειωθεί το κόστος στις ανελαστικές αυτές δαπάνες για την υγεία; Και αυτό δεν μειώνει την αγοραστική δύναμη;», ήταν το ερώτημα που έθεσε εν προκειμένω.
Επίσης, «περνάει ο κόσμος πολύ μεγάλες παγκόσμιες περιπέτειες. Υπάρχουν πολιτικές επιλογές που κάνουν άλλα κράτη, όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμμονικά δεν ακολουθεί αυτές τις επιλογές. 4% από το Ταμείο Ανάκαμψης δώσαμε στη δημόσια υγεία. Τα μισά από αυτά είναι στην ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, άρα όχι στην πραγματική αναβάθμιση των υπηρεσιών και της καθημερινότητας, εκεί που έχουμε ανάγκη».
Στον τομέα των θεσμών και μετά «την απίστευτη περιπέτεια Τσίπρα-Καμμένου, η κυβέρνηση με τη ρομφαία της θεσμικής ενίσχυσης του κράτους ισχυριζόταν ότι θα έκανε τους θεσμούς ισχυρούς, δεν θα ξαναζούσαμε ψευτο-δημοψηφίσματα και δεν θα είχαμε ξανά στημένους διαγωνισμούς στα κανάλια. Ξαφνικά αποκαλύπτεται ότι έχει στήσει ένα παρακρατικό μηχανισμό παρακολουθήσεων με πρώτο θύμα εμένα αλλά και άλλα θύματα. Άρα δεν είναι μόνο οι άστοχες επιλογές στην οικονομία. Σε επίπεδο θεσμών και δημοκρατίας δεν είναι ότι έμειναν απλά μετεξεταστέοι, είναι φορείς μιας θεσμικής παρακμής και είναι πολύ άδικο για τη χώρα μας. Μια χώρα στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ευρωπαϊκών αξιών, η Ελλάδα της δημοκρατίας, των αγώνων», υποστήριξε ο κ. Ανδρουλάκης και συμπλήρωσε:
«Ο ελληνικός λαός αγωνίστηκε να έχει διαφάνεια, ισχυρούς θεσμούς, να μη φοβάται ότι υπάρχουν παρακρατικοί μηχανισμοί. Εν έτει 2022 ανακαλύπτει παράνομα λογισμικά, παράλληλες παρακολουθήσεις της ΕΥΠ σε πολιτικούς αντιπάλους και έναν πρωθυπουργό ο οποίος κάνει ότι δεν ξέρει. Δεν ξέρει ο άνθρωπος που πήρε την ΕΥΠ και την έβαλε στο Μαξίμου; Δεν ξέρει ο άνθρωπος που άλλαξε τη νομοθεσία και αντί να έχουμε διοικητή της ΕΥΠ που θα πληρούσε τα κριτήρια προηγούμενων ετών, έβαλε έναν πλήρως ελεγχόμενο που δεν πληρούσε τα κριτήρια; Και ξαφνικά: Ω! τι έκπληξη, τα παράνομα λογισμικά είναι συγχρονισμένα με τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ και δεν ξέρουν τίποτα για όλα αυτά. Όσο και να προσπαθούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να κρατήσουν ανέπαφο τον κ. Μητσοτάκη και να ρίξουν τις ευθύνες στα πρόσωπα που ήταν οι στενοί του συνεργάτες, δεν μπορούν να καταφέρουν τίποτα. Διότι όλοι πια καταλαβαίνουν ότι ο πρωθυπουργός είναι απολύτως υπεύθυνος για αυτή την κατάσταση», ανέφερε ακόμη.
Και πρέπει, δήλωσε, «η δημοκρατική παράταξη να αγωνιστεί τους επόμενους μήνες μέχρι τις εθνικές εκλογές -όχι γιατί έχουμε καπρίτσιο τους 22 βουλευτές να τους κάνουμε 40 και 50- αλλά γιατί είναι εθνική ανάγκη να έχουμε κοινωνική δικαιοσύνη και μια ισχυρή δημοκρατία. Αυτή είναι η επιλογή μας, αυτός είναι ο αγώνας μας, αυτή είναι η αγωνία μας. Εμείς δεν θέλουμε ο λαός να είναι όμηρος μεταξύ δύο επικίνδυνων συστημάτων εξουσίας του κ. Τσίπρα και του κ. Μητσοτάκη. Εμείς θέλουμε ο ελληνικός λαός να έχει μια επιλογή αξιοπρέπειας στις επόμενες εθνικές εκλογές και αυτή να είναι το ΠΑΣΟΚ και η δημοκρατική παράταξη. Με σεβασμό στην ιστορία του, στις αρχές και στις αξίες του με ένα σύγχρονο πρόγραμμα», διευκρίνισε ο Ν. Ανδρουλάκης.
Στο ερώτημα δε, «και ποιο είναι το πρόγραμμά σας;», διερωτήθηκε, «μα τί μεγάλο δεν περνάει η Ελλάδα και δεν τοποθετηθήκαμε με ευθύτητα; Στα θέματα της υγείας; Καταθέσαμε ολόκληρο πρόγραμμα στην επέτειο μνήμης της προέδρου μας Φώφης Γεννηματά. Στα θέματα της ΕΥΠ και της θεσμικής κρίσης; Καταθέσαμε με τη βοήθεια έγκριτων συνταγματολόγων ολόκληρο πλαίσιο και τροπολογίες ώστε να πάψει το απόρρητο να είναι μια ασπίδα ενός παρακρατικού μηχανισμού αλλά συγχρόνως να το χρησιμοποιούν και κάποιοι άλλοι για να δημιουργούν μια αίσθηση ότι όλοι παρακολουθούν τους πάντες».
Και, «όποιος θεωρεί ότι κινδυνεύει, ας κάνει αυτό που έκανα εγώ. Να πάει στην ελληνική δικαιοσύνη. Δεν μπορεί ο καθένας να αφήνει δηλητηριώδη υπονοούμενα. Όποιος θεωρεί ότι απειλείται η ιδιωτικότητά του, όποιος πιστεύει ότι έχει στοιχεία ότι παρακολουθήθηκε, ο δρόμος είναι ένας. Η ελληνική δικαιοσύνη να κάνει σωστά τη δουλειά της. Δεν μπορεί να έχουν περάσει τέσσερις μήνες από τη στιγμή που κατέθεσα στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τη μηνυτήρια αναφορά και δεν ξέρει κανείς τι έχει γίνει, ποιους μάρτυρες έχει καλέσει. Σε άλλες υποθέσεις που τα μίντια θα έπρεπε να έχουν άλλη κάλυψη, με σεβασμό στα θύματα, βλέπουμε να γίνονται φύλλο και φτερό όλες οι ενέργειες της δικαιοσύνης. Ας μας πει λοιπόν το δικαστικό ρεπορτάζ, που βρίσκεται η υπόθεση αυτή που πλήττει τη δημοκρατία μας, μετά από τέσσερις μήνες; Για να δούμε με ποιους ρυθμούς κινείται η ελληνική δικαιοσύνη», είπε για την υπόθεση.
Άλλωστε, «τα λέω αυτά διότι το ΠΑΣΟΚ δεν έχει να φοβάται τίποτα. Το ΠΑΣΟΚ είναι πυλώνας σταθερότητας και θα το αποδείξουμε από την πρώτη Κυριακή. Εμείς θέλουμε κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή σταθερή και όχι η ελληνική κοινωνία να είναι εκβιαζόμενη από αυτούς, που δεν τους ενδιαφέρει να υπάρξει ένα πρόγραμμα υλοποίησης μεγάλων αλλαγών που θα οδηγήσουν την Ελλάδα να γίνει μια ανθεκτική χώρα και μια ισχυρή κοινωνία, αλλά το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να τα έχουν καλά με τα ισχυρά συμφέροντα για να γίνουν ξανά πρωθυπουργοί ή να παραμείνουν πρωθυπουργοί».
Και, εν κατακλείδι, «δεν είναι ένα προσωπικό ζήτημα, είναι μια βαθιά πολιτική ανάγκη. Ο ελληνικός λαός να έχει μια κυβέρνηση που του αξίζει. Με μεταρρυθμίσεις, κοινωνική δικαιοσύνη, ισχυρή δημόσια παιδεία, ισχυρή δημόσια υγεία και μια αειφόρο ανάπτυξη. Υπάρχουν ευκαιρίες, αρκεί να αξιοποιηθούν σωστά προς το συμφέρον του ελληνικού λαού και όχι να παίρνουν το Ταμείο Ανάκαμψης και αντί να υπάρξει μια μεγάλη παραγωγική μετάβαση στον πρωτογενή τομέα, στα θέματα ενέργειας, στις ενεργειακές κοινότητες, να βλέπουμε ότι η μόνη τους αγωνία είναι πώς θα τα καλομοιράσουν στους ισχυρούς, πώς θα το χειριστούν ως ένα διευρυμένο ΕΣΠΑ κατακερματισμένο, που επί της ουσίας δεν αλλάζει κάτι στην ελληνική οικονομία και συνεχίζει να οδηγεί χιλιάδες ελληνόπουλα στο εξωτερικό».