Ο έντονος διάλογος που φέρεται να εκτυλίχθηκε ανάμεσα στον Έλληνα υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον κεντρικό τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι αποτυπώνει την επιμονή των θεσμών στο ζήτημα κυρίως της διευθέτησης των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Το ζήτημα αυτό επιχείρησαν να υποβαθμίσουν κύκλοι της Ευρώπης με τον πρόεδρο του Eurogroup, Μάριο Σεντένο να απαντά σχετικά πως «κάποιες φορές στο Eurogroup γίνονται έντονες συζητήσεις, αλλά τίποτα το ιδιαίτερο δεν συνέβη σήμερα (σ.σ. εχθές)».
Ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φαίνεται να εμμένει στην άποψη πως οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί αποτελούν ένα από τα μείζονος σημασίας ζητήματα και προαπαιτούμενο για την ομαλή έκβαση των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η εκταμίευση της επόμενης δόσης των 5,7 δις ευρώ «πάγωσε» έως ότου διευθετηθούν τα μέτρα που συζητήθηκαν στο χθεσινό, τελευταίο Eurogroup.
Αμηχανία προκαλεί στην κυβέρνηση και το ζήτημα που προβάλλουν οι θεσμοί και κυρίως η ΕΚΤ για τη στρατηγική της «καθαρής» εξόδουΣε διεθνές επίπεδο, το κλίμα που διαμορφώνεται είναι αρνητικό, καθώς Βρυξέλλες και Φραγκφούρτη φέρονται να καταλογίζουν στην κυβέρνηση τις καθυστερήσεις που διαπιστώνονται στην υλοποίηση νομοθετικών πρωτοβουλιών που σχετίζονται με τους πλειστηριασμούς. Για αυτό το ζήτημα, οι ξένοι θεσμοί εκτιμούν πως υπάρχει έλλειψη βούλησης και αποφασιστικότητας. Από τη μεριά της, η κυβέρνηση προβάλει το επιχείρημα πως δεν είναι δυνατόν να γίνουν οι εν λόγω πλειστηριασμοί «οριζόντια» και πως το οικονομικό επιτελείο αναζητεί μέσω ελέγχων τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές», όσοι δηλαδή πολίτες δύνανται οικονομικά να τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους, ωστόσο δεν το πράττουν.
Αμηχανία προκαλεί στην κυβέρνηση και το ζήτημα που προβάλλουν οι θεσμοί και κυρίως η ΕΚΤ για τη στρατηγική της «καθαρής» εξόδου. Ο Μάριο Ντράγκι αναφέρθηκε εκτενώς στο 7ετές ομόλογο και στην μέτρια απόδοσή του. Οι θεσμοί εκφράζουν τον προβληματισμό τους για το τι μέλλει γενέσθαι στη μετα-μνημονιακή εποχή, εάν η Ελλάδα εκτεθεί στις αγορές και υπάρξει νέα κρίση.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει ένα «μαξιλάρι» 16- 17 δισ. ευρώ, το οποίο κατά κυβερνητικούς παράγοντες αρκεί να καλύψει χρηματοδοτικά τις ανάγκες της χώρας για έναν χρόνο. Ευρωπαϊκοί παράγοντες από την άλλη, θεωρούν πως το εν λόγω ποσόν δεν μπορεί να εξασφαλίσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα δε εάν υπάρξει μια κρίση στην αγορά ομολόγων.
Η ΕΚΤ μπορεί να προσφέρει «ζεστό χρήμα» υπό προϋποθέσεις και σίγουρα, υπό ένα -έστω και άτυπο – καθεστώς επιτήρησης ή κάποιο πρόγραμμα.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι το επόμενο διάστημα δεν θα είναι εύκολο για την Ελλάδα, η οποία για ακόμη μία φορά καλείται να επισπεύσει τα σκληρά μέτρα για τα οποία έχει δεσμευτεί.
Παράλληλα, θα κληθεί να επιδείξει την αποφασιστικότητα της για την υλοποίηση των εν λόγω μέτρων, τα οποία εκτός από πολύπλοκα αναμένεται να έχουν μεγάλο κόστος – κυρίως κοινωνικό.
Σε αυτό το πλαίσιο, βασικός «παίκτης» κρίνεται πως θα είναι στο προσεχές μέλλον η ΕΚΤ, όπως ακριβώς συνέβη την περίοδο του πρώτου Μνημονίου.
Διαβάστε επίσης: