Τα όσα συνέβησαν με την Τουρκία τις τελευταίες μέρες, δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, ή την Κύπρο και την Τουρκία, αλλά κυρίως αφορούν την Ευρώπη και την Τουρκία.
Αυτό τόνισε απόψε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε παρέμβασή του στο συνέδριο του Economist, όπου σημείωσε ότι «είναι ένα πρόβλημα που έχει καθαρά ευρωπαϊκή διάσταση. Και η Ευρώπη κατέστησε απολύτως σαφές ότι αυτό που διακυβεύεται είναι η ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου». Πρόσθεσε ότι «η Ευρώπη από θέση αρχής δεν αποδέχεται μονομερείς ενέργειες που είναι αντίθετες στο Διεθνές Δίκαιο» και τόνισε:
«Έχουμε πει κάτι απολύτως ξεκάθαρο από την αρχή: Είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε με την Τουρκία, μέσω διερευνητικών συνομιλιών, για το ένα θέμα, που αφορά την οριοθέτηση των Θαλασσίων Ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Διεξάγονταν συζητήσεις επί σειρά ετών. Σημειώθηκε πρόοδος, όμως ποτέ δεν φτάσαμε σε συμφωνία. Θα επαναλάβουμε αυτές τις συνομιλίες από εκεί που σταμάτησαν τον Μάρτιο του 2016. Και θέλω να είμαι ξεκάθαρος: ότι αν δεν φτάσουμε σε συμφωνία, είμαστε διατεθειμένοι να φέρουμε το ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και θα σεβαστούμε την απόφαση, η οποία θα βασίζεται σε συνυποσχετικό το οποίο θα υπογράψουμε με την Τουρκία».
Διαβάστε επίσης: Μητσοτάκης στον Economist: Οι σύμβουλοι μου μιλούν με τους συμβούλους του Ερντογάν
Ο πρωθυπουργός ανέφερε συγκεκριμένα ότι η χώρα μας θα ζητά από το Δικαστήριο να λάβει απόφαση πάνω στο ζήτημα που θα έχουμε θέσει. «Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, όταν δύο χώρες διεκδικούν δικαιώματα σε μια θαλάσσια περιοχή, δεν επιτρέπονται οι μονομερείς ενέργειες. Είναι απολύτως καθαρό. Όταν έχουμε μια διαφωνία, δεν επιτρέπεται να γίνονται μονομερείς ενέργειες. Νομίζω ότι αυτό το σαφές μήνυμα έχει σταλεί στην Τουρκία. Υπάρχει ένα πακέτο πιθανών συνεπειών που αντιμετωπίζει η Τουρκία αν συνεχίσει αυτή τη συμπεριφορά. Είμαι ο τελευταίος που θα ήθελα η Ευρώπη να κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση, όμως είναι σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα σταθεί στο πλευρό της Ελλάδας και της Κύπρου. Δεν θα εμφανιστεί διχασμένη σε αυτό το ζήτημα. Κι ελπίζω ότι αυτό που είδαμε ως πρώτο βήμα αποκλιμάκωσης θα συνεχιστεί και θα επαναληφθούν οι συνομιλίες δίχως απειλές κι επιθετική ρητορική» τόνισε με έμφαση ο πρωθυπουργός.
Ο κ.Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι συνέχιση της αποκλιμάκωσης από πλευράς Τουρκίας θα συνιστούσε η μη μονομερής αμφισβήτηση του αντικειμένου των συζητήσεων.
«Προφανώς δεν μπορείς να συνομιλήσεις εάν κάποιος αμφισβητεί μονομερώς το αντικείμενο των συζητήσεων. Αυτό είναι ξεκάθαρο, το έχουμε καταστήσει σαφές. Και, νομίζω, ότι το τελευταίο πράγμα που θέλουν αμφότερες οι χώρες είναι η πλήρης κινητοποίηση των στόλων μας, όπου πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος τα πράγματα να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Αυτό που είναι σημαντικό είναι πέρα από τις πράξεις, τα λόγια, η ρητορική. Είμαι πάντα πολύ προσεκτικός όταν επιχειρηματολογώ, σε γραπτό λόγο και προφορικά. Είναι εύκολο να διεγείρεις τα πάθη όταν απευθύνεσαι στην κοινή γνώμη» είπε ο κ.Μητσοτάκης.
Ο πρωθυπουργός πρόσθεσε ακόμη ότι δεν έχει συνομιλήσει με τον Ταγίπ Ερντογάν μετά την τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία τους, αλλά-όπως είπε- «σύμβουλοί μας είναι σε επαφή, κάτι που, κατά τη γνώμη μου, είναι σημαντικό. Κι αν συνεχίσουμε σε αυτόν τον δρόμο έχω πει ξεκάθαρα ότι είμαι ανοιχτός να αρχίσουμε τις διερευνητικές συνομιλίες πολύ σύντομα. Και νομίζω ότι είναι απολύτως σαφές ότι από τη στιγμή που θα αρχίσουν οι συνομιλίες είναι αυτονόητο πως όταν συζητάς δεν κάνεις άλλα πράγματα. Είναι προφανές ότι δεν μπορείς να κάνεις και τα δύο ταυτόχρονα, δηλαδή μονομερείς ενέργειες και συνομιλίες».
Εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι η Τουρκία εξακολουθεί να εκδίδει Navtex που αφορούν την Κύπρο, αλλά πρόσθεσε, σε ό,τι αφορά την διμερή σχέση «πράγματι βλέπω ένα “παράθυρο ευκαιρίας” και ελπίζω ότι και η άλλη πλευρά το βλέπει με τον ίδιο τρόπο».
Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις 24-25 Σεπτεμβρίου
Ο πρωθυπουργός μιλώντας για τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις 24 και 25 Σεπτεμβρίου, ήταν επιφυλακτικός και απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το τι αναμένει είπε:
«Θα δούμε. Μία εβδομάδα είναι πολύς καιρός στην πολιτική, ειδικά στην ευρωπαϊκή πολιτική. Προτιμώ να προσέλθω στην Σύνοδο με μία θετική νότα παρά με μία αρνητική. Θα απόσχω από οποιαδήποτε πρόβλεψη. Αυτό που είναι ξεκάθαρο, αν δείτε και τις δηλώσεις που έχουν κάνει ο Ζοζέπ Μπορέλ, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο Σαρλ Μισέλ, η Τουρκία έχει μία επιλογή: Μπορεί να συζητήσει με την Ευρώπη, εποικοδομητικά, και κατ’ επέκταση να συζητήσει και με εμάς. Ή μπορεί να επιλέξει να συνεχίσει αυτές τις μονομερείς ενέργειες -όχι μόνο εδώ, υπάρχει επίσης προβληματισμός για τα τεκταινόμενα στη Λιβύη, που απασχολεί ιδιαίτερα άλλες ευρωπαϊκές χώρες- και σε αυτή την περίπτωση θα υπάρξουν συνέπειες. ‘Αρα οι επιλογές έχουν τεθεί ξεκάθαρα και όλοι ελπίζουμε ότι η επιλογή θα είναι η εποικοδομητική συζήτηση».
Ο κ.Μητσοτάκης μιλώντας για το μεταναστευτικό μετά τα γεγονότα στη Μόρια τόνισε ότι το μεταναστευτικό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα για να αφεθεί αποκλειστικά στην Ελλάδα, ή στις χώρες που αποτελούν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ να το διαχειριστούν μόνες τους.
«Έθεσα κατ’ επανάληψη και με επιμονή το μεταναστευτικό ζήτημα από τότε που έγινα πρωθυπουργός. Η τραγική εξέλιξη με τη φωτιά στη Μόρια έφερε το πρόβλημα στο προσκήνιο. Αναμένουμε τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου», οι οποίες θα παρουσιαστούν την Δευτέρα”» είπε και πρόσθεσε:
«Είναι απολύτως ξεκάθαρο σε όλους ότι δεν μπορούμε να αποτύχουμε δύο φορές ως Ευρώπη. Στην Ελλάδα κάνουμε μια πολύ δύσκολη δουλειά όσον αφορά τόσο την προστασία των συνόρων όσο και την υποδοχή προσφύγων και μεταναστών και στη συνέχεια την επεξεργασία των αιτήσεών τους. Αλλά αυτό πρέπει να είναι ένα ευρωπαϊκό εγχείρημα».
Νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου
«Κοινοί κανόνες ασύλου για όλους και παράλληλα μια δίκαιη διαδικασία επιμερισμού των βαρών μέσω της οποίας θα βρεθεί ένας τρόπος για κάθε χώρα να αναλάβει ένα μέρος της ευθύνης” είναι αυτά που θα ήθελε να δει στο νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου ο κ.Μητσοτάκης, όπως είπε, και πρόσθεσε:
«Ιδανικά αυτό που θα θέλαμε να δούμε είναι όλες τις χώρες να είναι σε θέση να δεχτούν πρόσφυγες μέσω του προγράμματος μετεγκατάστασης. Εάν αυτό αποδειχθεί εντελώς αδύνατο, τότε ορισμένες χώρες πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη, για παράδειγμα για τις επιστροφές, αλλά όλοι πρέπει να είναι σε θέση να κάνουν κάτι. Αυτό που δεν είναι αποδεκτό είναι κάποιες χώρες να λένε ότι αυτό δεν είναι δικό μου πρόβλημα».
Σχετικά με την μείωση των ροών και τις επιστροφές στις χώρες καταγωγής όσων δεν λαμβάνουν άσυλο, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η χώρα μας έχει μειώσει σημαντικά τις ροές, προστατεύοντας τα σύνορα, και σημείωσε:
«Αλλά πάντοτε κάποιοι άνθρωποι θα καταφέρνουν να εισέρχονται και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ανθρωπιά μέσω ενός κοινού συστήματος ασύλου. Εάν τους δίνεται πολιτικό άσυλο θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα που πρόκειται να ζήσουν. Αν όμως δεν λαμβάνουν άσυλο θα πρέπει να υπάρχει ένα ευρωπαϊκό σχέδιο για να επιστρέφουν οι άνθρωποι αυτοί στις χώρες καταγωγής τους. Διαφορετικά, αυτό το σύστημα δεν πρόκειται να λειτουργήσει».
Απαντώντας σε ερώτηση για την αμυντική θωράκιση της Ελλάδας και την αναβάθμιση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, είπε ότι η παρούσα κυβέρνηση είναι μια δημοσιονομικά υπεύθυνη κυβέρνηση, και ο ίδιος δεν θα είχε κάνει ποτέ αυτές τις ανακοινώσεις, χωρίς να βεβαιωθεί ότι τα επόμενα δέκα έως δεκαπέντε χρόνια (μια και πρόκειται για ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα αποπληρωμής) η χώρα είναι σε θέση να υποστηρίξει αυτές τις επενδύσεις.
«Πρέπει να επισημάνω ότι ζούμε σε μια επικίνδυνη γειτονιά. Η Ελλάδα θα έχει πάντα ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα. Και είναι δική μου ευθύνη να διασφαλίσω ότι τη διατηρώ στο επίπεδο που πρέπει και να την ενισχύω. Ανακοινώσαμε δύο μεγάλες αγορές, θα έλεγα και οι δύο καθυστερημένες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάνω από δέκα χρόνια η Ελλάδα ουσιαστικά δεν πραγματοποίησε καμία επένδυση στις ένοπλες δυνάμεις της. Έτσι, η αγορά μαχητικών αεροσκαφών από τη Γαλλία είναι για την αντικατάσταση παλαιότερων γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών, με πολύ πιο προηγμένα αεροπλάνα και δεν έχουμε αγοράσει νέα πολεμικά πλοία, νέες φρεγάτες εδώ και πολύ καιρό, είναι καιρός να το κάνουμε αυτό» είπε ο πρωθυπουργός.
Πρόσθεσε ακόμη ότι αυτά τα αιτήματα έχουν τεθεί από τις ένοπλες δυνάμεις πριν από πολύ καιρό.
Ο κ.Μητσοτάκης διευκρίνισε ότι δεν πρόκειται μόνο για την αγορά οπλικών συστημάτων, «αλλά για τον εκσυγχρονισμό της στρατιωτικής θητείας ώστε να διασφαλίσουμε ότι οι νεαροί άνδρες, τα νέα παιδιά που θα ενταχθούν στο στρατό θα αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες, για την ιδιωτικοποίηση και την εύρεση επενδυτών στην αμυντική βιομηχανία, έχουμε εξαιρετικά πολύτιμο δυναμικό είτε στα ναυπηγεία είτε στην αεροναυπηγική βιομηχανία μας. Είναι ενδιαφέρον ότι έχουμε πράγματι ζήτηση, έχουμε χώρες που ανοίγουν την πόρτα και μας ζητούν να επισκευάσουμε τα αεροπλάνα τους και δεν μπορούμε να το κάνουμε. Αυτό είναι απαράδεκτο για μένα. Έτσι θα αναδιαρθρώσουμε την ελληνική αεροναυπηγική βιομηχανία και θα διασφαλίσουμε ότι θα διαδραματίσουμε σημαντικό ρόλο στην περιοχή ως αξιόπιστος αμυντικός εργολάβος».
Συμπεράσματα από το πρώτο έτος διακυβέρνησης
«Σίγουρα δεν ήταν αυτό που περίμενα όταν ανέλαβα τη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό που έμαθα είναι ότι πρέπει να μάθεις πώς να χειρίζεσαι πολλές κρίσεις ταυτόχρονα. Φυσικά κανένας δεν περίμενε την περιπέτεια της COVID, επιπλέον κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε μια μεταναστευτική κρίση, τις πολύ έντονες σχέσεις με την Τουρκία και φυσικά τις οικονομικές επιπτώσεις της COVID» είπε ο κ.Μητσοτάκης απαντώντας σε ερώτηση για τον ένα χρόνο διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ, και πρόσθεσε:
«Συνεπώς, η πραγματική πρόκληση ήταν, και ως ένα βαθμό εξακολουθεί να είναι, το πώς διαχειρίζεσαι την κρίση, υλοποιώντας ταυτόχρονα τις μεσομακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται απεγνωσμένα η χώρα».
Είπε επίσης ότι υπό μία έννοια, τα δύο αυτά ζητούμενα είναι αλληλένδετα, αφού λόγω της COVID «υπάρχει επιτακτική ανάγκη να αλλάξουμε και να προσαρμοστούμε» αλλά επίσης λόγω της COVID «καταφέραμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο να διαθέσουμε στα κράτη μέλη, ιδιαίτερα εκείνα που δεν μπορούν να αυξήσουν περισσότερο το χρέος τους, σημαντικά κεφάλαια που θα χρηματοδοτήσουν, εν μέρει, το φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα».
Ο πρωθυπουργός εξέφρασε την αισιοδοξία του λέγοντας ότι παρά τις δυσκολίες, η κυβέρνηση μπορεί να φέρει τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η οικονομία μας, καθώς και ότι έχουμε τα κεφάλαια για να τις χρηματοδοτήσουμε.
«Στην τελευταία μας συνέντευξη, όταν ήμουν ακόμα αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν θυμάστε μιλούσαμε για το μεγάλο επενδυτικό κενό στην Ελλάδα. Πού θα βρούμε τα 100 δις που χρειαζόμαστε για τα επόμενα 7 – 8 χρόνια; Τώρα μεγάλο μέρος του ποσού αυτού θα καλυφθεί μέσα από δημόσια κονδύλια, ευρωπαϊκά κονδύλια και φυσικά θα μπορέσουμε να μοχλεύσουμε κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα. Ήταν, και εξακολουθεί να είναι μια φρενήρης περίοδος, αλλά, συνολικά νομίζω ότι διαχειριστήκαμε αυτές τις πολλαπλές κρίσεις αρκετά καλά, μέχρι να έρθει η επόμενη, φυσικά» πρόσθεσε.
Δημόσια Διοίκηση-Μεταρρυθμίσεις
Μιλώντας για τις μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα ο πρωθυπουργός ανέφερε το ψηφιακό κράτος, και τον μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης. «Στη διάρκεια της COVID προσφέραμε πλήθος νέων ψηφιακών υπηρεσιών που ήταν μέρος του σχεδίου μας, αλλά αναγκαστήκαμε να επιταχύνουμε τα πάντα και θεωρώ ότι αυτό έχει αναγνωριστεί ως μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης. Μειώνουμε τη γραφειοκρατία, καταπολεμούμε τη διαφθορά, περιορίζουμε τη φυσική αλληλεπίδραση των πολιτών με τη Διοίκηση, κάτι το οποίο έχει και σαφή οφέλη αναφορικά με τη Δημόσια Υγεία. Όσο πιέζεις τόσο γρηγορότερα γίνονται οι αλλαγές, καθώς υπάρχει μεγάλη πίεση και από την κοινή γνώμη για την παρουσίαση περισσότερων αποτελεσμάτων και νομίζω ότι τα έχουμε πάει πολύ καλά σε αυτό το μέτωπο» είπε.
Πρόσθεσε ότι αλλαγές υπάρχουν και στην οικονομική πολιτική και ανέφερε τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στον ιδιωτικό τομέα, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, την απομάκρυνση από το μοντέλο της απλής στήριξης των ανέργων και τη μετακίνηση προς την κατεύθυνση της επιδότησης νέων θέσεων εργασίας.
Μεσαία Τάξη
Ο κ.Μητσοτάκης αναφερόμενος στη μεσαία τάξη είπε ότι «υπέφερε πάρα πολύ έντονα από την προηγούμενη κυβέρνηση, υπερφορολογήθηκε και, θα τολμούσα να πω, υποτιμήθηκε με δεδομένη την ευρύτερη συνεισφορά της στη χώρα».
Εκτίμησε ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους τελικά πολλοί έφυγαν από τη χώρα ήταν «όχι απλώς το γεγονός ότι δεν υπήρχαν αρκετές θέσεις εργασίας, αλλά το ότι το κράτος ζήτησε από τους εργοδότες και τους εργαζομένους να εισφέρουν κατά πολύ περισσότερο σε σχέση με όσα ήταν έτοιμοι ή μπορούσαν να πληρώσουν». Ανέφερε το τι έκανε η κυβέρνηση και είπε:
«Ανακοινώσαμε μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, η οποία είναι καθοριστική για τη μείωση του κόστους εργασίας, και κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης που είναι απολύτως κρίσιμη για την ύπαρξη καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, όπως αυτές που ελπίζουμε να προσελκύσουμε, καθώς μιλάμε για μια επιπλέον χρέωση ύψους 10% σε σχέση με τον φόρο που κανονικά θα πλήρωνε κανείς|.
Τόνισε ότι η αντιστροφή του brain drain έχει να κάνει με τα οικονομικά κίνητρα που προσφέρει η χώρα και με τη δυνατότητα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, καθώς στην Ελλάδα δημιουργούνται νέες θέσεις στον ψηφιακό τομέα όπου υπήρξαν εξαγορές πολλών νεοφυών επιχειρήσεων από ξένες εταιρείες.
«Ξαφνικά, αρχίζουμε να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας στο παγκόσμιο ψηφιακό τοπίο, καθώς έχουμε ιδιαίτερα ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό στην Ελλάδα, αλλά και ανθρώπους που μπορούν να επιστρέψουν από το εσωτερικό. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και κάτι που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό, τη μακροπρόθεσμη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της χώρας. Και στον τομέα αυτό βλέπουμε ότι τα πράγματα βελτιώνονται δραματικά. Οι πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο την κυβέρνηση, και η εμπιστοσύνη είναι θεμελιωδώς σημαντική σε όλες τις προηγμένες χώρες που φιλοδοξούν να κάνουν ένα μεγάλο βήμα οικονομικής ανάπτυξης» είπε ο κ.Μητσοτάκης.
Τέλος αναφερόμενος στον Τουρισμό τον χαρακτήρισε σημαντικό και πρόσθεσε:
«Είμαστε μια ασφαλής χώρα, με εξαιρετική συνδεσιμότητα που θα βελτιώνεται διαρκώς, είμαστε μια από τις πρώτες χώρες που θα δημοπρατήσουμε το φάσμα 5G, με τη σχετική νομοθεσία να ετοιμάζεται αυτή την περίοδο στη Βουλή, ταυτόχρονα όμως έχει προβληθεί και η απαίτηση να κινηθούμε προς ένα περισσότερο βιώσιμο μοντέλο τουρισμού».