Η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα υπερτουρισμού, αντιμετωπίζει ζητήματα μεγάλης συγκέντρωσης τουριστών σε συγκεκριμένους, λίγους προορισμούς, λίγους μήνες τον χρόνο. Αλλά ζήτημα υπερτουρισμού, όπως τουλάχιστον αυτό ορίζεται ως ένα συστημικό πρόβλημα το οποίο προκαλεί ήδη αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες, η Ελλάδα δεν έχει. Και δεν πρέπει να αποκτήσει» τόνισε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στη συζήτηση που είχε με τον διευθυντή της «Καθημερινής», Αλέξη Παπαχελά, στην εκδήλωση «Reimagine Tourism in Greece».

«Θεωρητικά, αν βελτιώναμε κάποιες από τις υποδομές μας θα μπορούσαμε να δεχθούμε περισσότερους επισκέπτες. Το ερώτημα είναι αν θέλουμε περισσότερους επισκέπτες ή αν θέλουμε κατά βάση επισκέπτες οι οποίοι θα μπορούν να δαπανούν περισσότερα χρήματα στη χώρα μας. Και αν το μέτρο της επιτυχίας μιας τουριστικής χρονιάς είναι απλά ο απόλυτος αριθμός των αφίξεων ή αν τελικά είναι τα έσοδα και η κατά κεφαλήν δαπάνη του επισκέπτη όταν αυτός έρχεται στη χώρα μας» πρόσθεσε.

Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι ο στόχος είναι τα έσοδα. «Με ενδιαφέρει περισσότερο να κάνουμε ρεκόρ στα έσοδα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό συνδέεται προφανώς και με τον αριθμό των αφίξεων, αλλά αυτό το οποίο κοιτάζω πρωτίστως είναι η συνολική συνεισφορά του τουρισμού ως προς την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας και ταυτόχρονα την κατά κεφαλήν δαπάνη των επισκεπτών, η οποία και αυτή, βέβαια, εξαρτάται από τις τιμές τις οποίες χρεώνουμε» είπε.

Επισήμανε ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι περισσότερες επενδύσεις σε ποιοτικό, βιώσιμο τουρισμό. «Και όταν μιλάμε για ποιοτικό, βιώσιμο τουρισμό, δεν μιλάμε κατ’ ανάγκη για ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο το οποίο μπορεί να γίνει σε κάποιο νησί» είπε.

«Βιώσιμος τουρισμός μπορεί να είναι και ένα μικρό κατάλυμα σε έναν ορεινό προορισμό, με λίγα δωμάτια, που σέβεται απόλυτα το περιβάλλον και είναι απολύτως ενσωματωμένο με τις τοπικές παραδόσεις» συμπλήρωσε.

Σε ερώτηση για τα τέλη βιωσιμότητας ο κ. Μητσοτάκης αφού σημείωσε ότι κάθε φόρος που μπαίνει προβληματίζει πολύ την κυβέρνηση, ανέφερε «θέλουμε πάντα να είμαστε σίγουροι ότι το κόστος το οποίο μεταφέρουμε τελικά είτε στον τελικό χρήστη είτε στον επιχειρηματία, αν επιλέξει ο ίδιος να μην περάσει αυτό το βάρος στον χρήστη, είναι ένα κόστος το οποίο δεν πρέπει να υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού».

«Και αν δει κανείς το μέγεθος του κλάδου σε σχέση με την επιβάρυνση, θεωρώ ότι είναι πολύ μικρή για να ισχυριστούμε ότι αυτό θα έχει μία επιβάρυνση στην ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού» είπε σημειώνοντας ότι αυτό που τον απασχολεί είναι η συμπεριφορά και η τιμολογιακή πολιτική όλου του κλάδου του τουρισμού.

 

«Μέχρι στιγμής δεν αισθάνομαι ότι έχουμε προβλήματα. Βλέποντας, τουλάχιστον, τις έρευνες οι οποίες γίνονται σχετικά με το πόσο ικανοποιημένοι είναι οι τουρίστες οι οποίοι επισκέπτονται την Ελλάδα, τα στοιχεία είναι πολύ ενθαρρυντικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε, προφανώς, να βελτιωθούμε κι άλλο. Θα σας έλεγα ότι με προβληματίζει πιο πολύ η αντίληψη, ενδεχομένως, κάποιων επιχειρήσεων στον κλάδο που μπορεί πάντα να βλέπουν το βραχυπρόθεσμο κέρδος και μία ευκαιρία να εκμεταλλευτούν, ενδεχομένως, μία καλή συγκυρία αυξάνοντας τις τιμές οι ίδιοι, πέρα από το επίπεδο το οποίο επιτρέπει η ανταγωνιστικότητα της χώρας» είπε.

Τέλος σε ερώτηση για το πως θα ήθελε να είναι η Ελλάδα σε 10 χρόνια ως τουριστικό προϊόν ο πρωθυπουργός τόνισε: «Θα ήθελα σίγουρα να αποφύγω να γυρίσουμε σε 10 χρόνια και να πούμε «πω, πω τι κάναμε». Πως στο βωμό μιας πρόσκαιρης ανάπτυξης καταστρέψαμε ειδικά περιοχές της Ελλάδας που έχουν ένα μοναδικό φυσικό και πολιτιστικό κάλλος. Αναφέρομαι ειδικά στα νησιά μας εδώ, γιατί νομίζω ότι οι δυνατότητες της ηπειρωτικής Ελλάδας είναι διαφορετικές».

«Αυτό και σημαίνει ότι, όπως σας είπα πριν, μπορεί να πρέπει να πατήσουμε και φρένο. Και το να πατήσεις φρένο και να πεις σε κάποιους συμπολίτες μας ότι μπορεί να μην έχεις τη δυνατότητα να αναπτύξεις την περιουσία σου έτσι όπως το φανταζόσουν, είναι μια απόφαση η οποία μπορεί να έχει και κάποιο πολιτικό κόστος. Δεν έχω αυταπάτη γι’ αυτό.

Αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να κάνουμε αυτή τη συζήτηση σε 10 χρόνια από τώρα, να κοιτάξουμε τα νησιά μας, να δούμε μια φωτογραφία του πώς είναι σήμερα και το πώς είναι σε 10 χρόνια και να πούμε «δεν τα αναγνωρίζουμε» συμπλήρωσε.

«Η δόμηση η οποία θα προσθέτουμε θα είναι πολύ προσεκτική και πολύ οργανωμένη. Και οι υποδομές θα είναι τέτοιες που τα νησιά μας θα είναι καλύτερα σε 10 χρόνια από ό,τι είναι τώρα, για να μπορέσουμε να προσελκύσουμε και περισσότερους κατοίκους, οι οποίοι θα μπορούν να ζουν μόνιμα στα νησιά μας και όχι μόνο το καλοκαίρι» κατέληξε ο πρωθυπουργός.

Έχουμε σήμερα μια δυνατότητα να μπορούμε να δουλεύουμε από παντού. Υπάρχουν πολλά επαγγέλματα τα οποία δεν απαιτούν φυσική παρουσία σε ένα γραφείο ή σε έναν χώρο εργασίας. Γιατί να μην δουλεύει κάποιος από ένα νησί αν αισθάνεται… ανέφερε ο πρωθυπουργός.

Αλέξης Παπαχελάς: Δεν εννοείτε τον κ. Κασσελάκη, υποθέτω. Την κατ’ οίκον εργασία, εννοώ. Αστειεύομαι.

Κυριάκος Μητσοτάκης: Μην με βάζετε σε πειρασμό τώρα, γιατί φοβάμαι πως ό,τι πω θα μονοπωλήσει τη συζήτηση, οπότε θα είμαι συγκρατημένος.

Αλλά είσαι σε ένα νησί, τι θέλεις; Να μπορείς να έχεις υποδομές, βασικές υποδομές υγείας, να ξέρεις ότι έχεις ένα κέντρο υγείας το οποίο θα σου παρέχει τις βασικές ανάγκες, να ξέρεις ότι θα έχεις μια καλή παιδεία.

Και βέβαια, πρέπει να πούμε, ειδικά για τη νησιωτικότητα, ότι το ελληνικό κράτος έχει έναν μεγάλο αριθμό δασκάλων και καθηγητών ακριβώς για να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της νησιωτικότητας. Αν εμείς στέλνουμε και δημιουργούμε Γυμνάσιο στη Γαύδο για δύο παιδιά, αύριο μπορεί να πάει μία οικογένεια ακόμα να ζήσει στη Γαύδο.

Άρα, το ζήτημά μας είναι και ένα ζήτημα περιφερειακής ανάπτυξης και να εξασφαλίσουμε, γιατί ο τουρισμός από τη φύση του έχει αυτή τη μεγάλη ομορφιά, ότι μπορεί να «ακουμπήσει» όλες τις γωνιές της Ελλάδας, ότι αυτή η περιφερειακή ανάπτυξη θα έχει και ένα αποτύπωμα ως προς τη συγκράτηση των πληθυσμών στην περιφέρεια και ως προς τα κίνητρα τα οποία δίνουμε και για συμπολίτες μας να φύγουν από το κέντρο και ενδεχομένως να πάνε να δουλέψουν στην περιφέρεια.