Για τη Βόρεια Μακεδονία, το Κυπριακό και άλλα φλέγοντα ζητήματα μίλησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε δηλώσεις του σε δημοσιογράφους στο περιθώριο της 75ης Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ.

«Είχα την ευκαιρία, να ενημερώσω τους συναδέλφους μου για το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας έχει επιλέξει να μην εφαρμόζει ένα κρίσιμο άρθρο της Συμφωνίας ως προς το όνομα της γειτονικής χώρας έναντι όλων και να αποκαλεί τη χώρα του “Δημοκρατία της Μακεδονίας” εντός των συνόρων, κάτι το οποίο προφανώς απαγορεύεται ρητά από τη συμφωνία. Θέλω να επισημάνω ότι εντός της αιθούσης και παρουσία όλων των ηγετών του ΝΑΤΟ, δεν ακολούθησε αυτήν την τακτική και χρησιμοποίησε τη συνταγματική ονομασία της χώρας του. Θεωρώ ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, η ηγεσία της γειτονικής χώρας θα αντιληφθεί ότι αυτή η τακτική είναι παντελώς αντιπαραγωγική. Οι συμφωνίες που πρέπει να τηρούνται είναι κάτι το οποίο τόνισα και χθες και στην Ολομέλεια του ΝΑΤΟ και κάτι το οποίο νομίζω αντιλαμβάνονται και όλοι οι σύμμαχοί μας. Εμείς θέλουμε η Βόρεια Μακεδονία να κάνει βήματα ευρωπαϊκής προσέγγισης» τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για να προσθέσει στη συνέχεια:

«Αυτό που προϋποθέτει όμως τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και τον σεβασμό των συμφωνιών που προφανώς η χώρα έχει υπογράψει και πιστεύω ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αυτό είναι κάτι το οποίο η ηγεσία των Σκοπίων θα το αντιληφθεί. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν θα αποκαλύψει αυτή τη στιγμή τα όπλα τα οποία έχει στη διάθεσή της για να απαντήσει σε μια ενδεχόμενη επιμονή της ηγεσίας της γειτονικής χώρας σε αυτή την τακτική».

Σχετικά με τη συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το Κυπριακό ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί και στηρίζει την επανέναρξη των συνομιλιών των δυο κοινοτήτων, προφανώς στη βάση των ψηφισμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Θα έχω την ευκαιρία να βρεθώ στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου το βράδυ για να συμμετέχω σε μια εκδήλωση που θα γίνει στο προεδρικό Μέγαρο και από εκεί και πέρα θα συζητήσω αύριο με τον Γενικό Γραμματέα για το πώς μπορεί να συμβάλει για να κλείσει αυτή η μεγάλη πληγή, 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και να υπάρξει βιώσιμη λύση του κυπριακού προβλήματος». «Αυτό που είναι επιβεβλημένο είναι να ξεκινήσουν οι συνομιλίες των δυο κοινοτήτων», επισήμανε ο Πρωθυπουργός.

Αναφορικά με τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν από τις αναφορές του για τα κενά στην άμυνα λόγω της ενίσχυσης στην Ουκρανία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε πως δεν είπε ότι υπάρχουν αμυντικές απώλειες της χώρας.

«Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο. Και θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να υπενθυμίσω σε όλους αυτούς οι οποίοι διακινούν τέτοιου είδους παραπληροφόρηση, δύο δεδομένα. Το πρώτο είναι ότι η Ελλάδα διαθέτει πλεονασματικό υλικό για να υποστηρίξει την Ουκρανία, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας και του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Έχω πει πάρα πολλές φορές ότι σε καμία περίπτωση αυτές οι κινήσεις τις οποίες κάνουμε, δε θέτουν σε αμφισβήτηση την αποτρεπτική δυνατότητα της χώρας. Αλλά επ’ αυτού δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία απολύτως δυνατότητα παρερμηνείας των δηλώσεών μου. Θέλω επίσης να επισημάνω ότι ένα μέρος του υλικού το οποίο διαθέτουμε είναι υλικό το οποίο μπορεί να λήγει και σύντομα ως προς τις επιχειρησιακές του δυνατότητες, θα καταλήγαμε στο τέλος να πληρώναμε και χρήματα, επιπρόσθετα χρήματα αρκετά για να καταστρέψουμε το σχετικό υλικό. Αυτά γι’ αυτούς οι οποίοι διακινούν αυτές τις φήμες.
Εξάλλου είναι γνωστοί αυτοί οι οποίοι επιμένουν να διακινούν τέτοια σενάρια», ανέφερε ο Πρωθυπουργός και συνέχισε, τονίζοντας:

«Δεύτερη ευρύτερη παρατήρησή μου είναι η εξής. Ας αξιολογήσουμε επιτέλους αντικειμενικά τις δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων το 2024 και ας τις συγκρίνουμε με τις δυνατότητες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων το 2019. Η χώρα έχει επενδύσει συστηματικά στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων μετά από μια δεκαετή κρίση.
Είμαστε μια από τις χώρες που δαπανά το μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων. Και αξίζει να δει κανείς τα Rafale να πετάνε στους ελληνικούς ουρανούς τα Romeo ελικόπτερα, τα οποία ήδη επιχειρούν, τη γρήγορη αναβάθμιση των F-16, τις φρεγάτες Belharra οι οποίες θα ενταχθούν στο Πολεμικό Ναυτικό εντός του ’25 και το 2026 και να διαπιστώσει κανείς πραγματικά αν σήμερα η χώρα είναι πραγματικά πιο ισχυρή και πιο ασφαλής απ’ ότι ήταν όταν οι Έλληνες πολίτες μάς εμπιστεύτηκαν για πρώτη φορά το 2019 τη διακυβέρνηση του τόπου».

Σε ερώτηση για το αν υπήρχε κάποια εξέλιξη μέσα στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ σε σχέση με τη δημιουργία ευρωπαϊκής ασπίδας αεράμυνας, ο Κυριάκος Μητσοτάκη δήλωσε:

«Η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα για να ενισχύσει τη δική της αμυντική ικανότητα, να δαπανήσει περισσότερους πόρους, αλλά ταυτόχρονα να το κάνει με έναν πιο έξυπνο τρόπο και ότι αυτό δεν υπονομεύει το ΝΑΤΟ αλλά αντίθετα ενισχύει το ΝΑΤΟ.

Είναι πολύ πιθανόν για να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε ως Ευρωπαίοι τη δικιά μας άμυνα, να χρειαστεί να αναζητήσουμε και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία πέραν των εθνικών προϋπολογισμών, οι οποίοι εκ των πραγμάτων έχουν τα όριά τους, ειδικά σε μία περίοδο δημοσιονομικής σύσφιξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Για αυτό και η πρόταση την οποία κατέθεσα με τον Πολωνό πρωθυπουργό έχει και τη διάσταση ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Θέλω να τονίσω ότι δεν είμαστε εκεί ακόμα, δεν έχουμε πετύχει κάποια ευρωπαϊκή συμφωνία για κάτι τέτοιο. Όμως είναι μια πρόταση η οποία έχει ακουστεί θετικά σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Η Ελλάδα δεν διαθέτει F-16 αλλά σκοπός μας είναι να δώσουμε τη δυνατότητα στην Ουκρανία να αμυνθεί με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Για να μην συνθηκολογήσει η Ουκρανία θα πρέπει όλοι να εξακολουθήσουμε να την στηρίζουμε. Το ΝΑΤΟ είναι ενωμένο στην προσπάθεια στήριξης της Ουκρανίας για να φτάσουμε σε δίκαιη λύση, με συνθήκες αξιοπρέπειας και σχετικής ισοτιμίας».

Ο Πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι «η Ελλάδα δεν θα διαθέσει στην Ουκρανία ούτε συστήματα Patriot, ούτε συστήματα S-300. Έχουμε διαθέσει άλλου είδους αντιαεροπορικά συστήματα μικρότερου βεληνεκούς και θα το επαναλάβω αυτό, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, για να στηρίξουμε την Ουκρανία στην πολύ δύσκολη μάχη την οποία δίνει».

«Επιβεβαιώσαμε το εξαιρετικό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και συζητήσαμε κάποιες κοινές προκλήσεις και τα θέματα που μας απασχολούν βέβαια στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων» απάντησε σε σχετική ερώτηση για τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ.