Έρχεται τον Ιανουάριο το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, το οποίο σταματάει τις υπέρογκες εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών, φέρνει αυξήσεις στις συντάξεις και καταργεί το πλαφόν που εφαρμόστηκε στις επικουρικές, επί Κατρούγκαλου.
Όπως είπε στον ΑΝΤ1 ο υφυπουργός Εργασίας, αρμόδιος για θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης, Νότης Μηταράκης, «το νέο ασφαλιστικό έρχεται μόνο με θετικά μηνύματα».
Σχετικά με την ψηφιακή ενοποίηση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) και του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), η οποία εγκρίθηκε από το τελευταίο υπουργικό συμβούλιο της Πέμπτης, ο υφυπουργός Εργασίας μίλησε για μία πολύ θετική εξέλιξη, καθώς θα μειωθεί η γραφειοκρατία και θα διευκολυνθεί συνολικά η έκδοση της ψηφιακής σύνταξης από το σύστημα «ΑΤΛΑΣ», όταν τελικά αυτό καταστεί λειτουργικό. «Σημαίνει ταχύτερες συντάξεις, λιγότερη ταλαιπωρία, κοινές διαδικασίες αίτησης και απονομής» διευκρίνισε ο υφυπουργός Εργασίας.
Στη συνέχεια, υπογράμμισε πως δεν τίθεται κανένα ζήτημα ουσιαστικής ενοποίησης κύριας και επικουρικής σύνταξης. Ενώ η ψηφιακή ενοποίηση θα δημιουργήσει μία πολύ ισχυρή διοικητική βάση για τη μετάβαση στη νέα κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη, η οποία θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2021.
Ως προς την ανταποδοτικότητα του νέου κεφαλαιοποιητικού επικουρικού συστήματος, ο υφυπουργός Εργασίας σημείωσε: «Αυτήν τη στιγμή, η ελληνική επικουρική σύνταξη έχει χαμηλή ανταποδοτικότητα, καθώς οι δυνατότητες του επικουρικού ταμείου δεν μπορούν να ξεπεράσουν το 1,2% νοητής απόδοσης. Από 01.01.2021, για τους νέους ασφαλισμένους και εργαζόμενους στην αγορά εργασίας θα ισχύσει το νέο επικουρικό σύστημα στο οποίο τα χρήματά τους δεν θα χρησιμοποιούνται αναδιανεμητικά. Θα μπαίνουν σε ατομικούς λογαριασμούς, στο όνομά τους και πλέον η επικουρική σύνταξή τους δεν θα διατρέχει ούτε δημοσιονομικό ούτε δημογραφικό κίνδυνο. Η επικουρική σύνταξη γίνεται έτσι απολύτως ανταποδοτική και, αν υπολογίσουμε τη μέση απόδοση που είχε η ΑΕΔΑΚ τα τελευταία 17 χρόνια, οι επικουρικές σήμερα θα μπορούσαν να ήταν αυξημένες μεσοσταθμικά κατά 35%. Ο ρόλος του κράτους θα συνεχίσει να είναι σημαντικός, καθώς η βάση του νέου συστήματος θα είναι το δημόσιο ΕΤΕΑΕΠ. Παράλληλα, θα δώσουμε και το δικαίωμα στους ασφαλισμένους να επιλέξουν, αν θέλουν τα χρήματά τους, αντί να τα επενδύσουν στο δημόσιο αμοιβαίο κεφάλαιο, να επιλέξουν κάποιον εναλλακτικό πάροχο».
«Το σημαντικό, αυτήν τη στιγμή, είναι πως το σύστημα πλέον γίνεται κεφαλαιοποιητικό. Στη διάσκεψη του ΟΟΣΑ, στην οποία είχα πάει την προηγούμενη εβδομάδα, κεντρικό θέμα ήταν οι πιέσεις που δέχονται σήμερα όλα τα ασφαλιστικά συστήματα του κόσμου. Ο πληθυσμός γηράσκει στην Ευρώπη και αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα για τα ασφαλιστικά ταμεία όλων των ευρωπαϊκών κρατών και όχι μόνο. Προσφάτως, συνάντησα και τον αντιπρόεδρο του ασφαλιστικού ταμείου της Κίνας, ο οποίος μου περιέγραφε πως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κίνα αυτήν τη στιγμή είναι πως σύντομα θα έχει 400.000.000 πολίτες άνω των 60 ετών. Ο γηράσκων πληθυσμός επηρεάζει τα παλιά συστήματα, που ήταν αναδιανεμητικά. Όταν είχαμε επτά εργαζόμενους για έναν συνταξιούχο, σε βάθος 50 ή 100 ετών, τα αναδιανεμητικά συστήματα ήταν πολύ ισχυρά και έδιναν πολύ καλές συντάξεις. Σήμερα, τα δεδομένα έχουν αλλάξει και θα πρέπει να θωρακίσουμε το ασφαλιστικό. Κρατάμε, επομένως, την κύρια σύνταξη, όπως είναι σήμερα, δημόσια, καθολική και αναδιανεμητική και διαφοροποιούμε την επικουρική, ώστε συνδυαστικά να αυξήσουμε την ασφάλεια και την αξιοπιστία του ασφαλιστικού συστήματος» υποστήριξε ο υφυπουργός Εργασίας.
Ως προς την ασφάλεια της μετάβασης στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης, ο κ. Μηταράκης διαβεβαίωσε πως δεν τίθεται κανένα ζήτημα βιωσιμότητας, επισημαίνοντας: «Η σημερινή επικουρική είναι το 10% του συστήματος. Άρα, το 90% του ασφαλιστικού συστήματος σήμερα είναι η κύρια σύνταξη του ΕΦΚΑ. Το ποσοστό το οποίο χρειάζεται, για να στηριχθεί η παλιά επικουρική για τα επόμενα 30-40 χρόνια, είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό της ετήσιας επιχορήγησης που δίνει το Δημόσιο στα ασφαλιστικά συστήματα. Συνεπώς, είναι ένα ποσό το οποίο ταμειακά και δημοσιονομικά δεν δημιουργεί κανένα ζήτημα στη χρηματοδότηση της μετάβασης στο νέο κεφαλαιοποιητικό επικουρικό σύστημα».
«Είναι απόλυτα μετρημένο και υπολογισμένο πως ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση έχει επιλέξει να γίνει αυτή η μετάβαση δεν θα δημιουργήσει κανένα ζήτημα» κατέληξε ο κ. Μηταράκης.