Πλήθος διαφωνιών μεταξύ κυβέρνησης και εκπροσώπων του ΔΝΤ καταγράφεται στις συναντήσεις των τεχνικών κλιμακίων και των εκπροσώπων της κυβέρνησης. Σύμφωνα με πληροφορίες το ΔΝΤ, φαίνεται να εγείρει διαρκώς νέες απαιτήσεις αλλά όχι σε κεντρικά θέματα, που θα μπορούσαν να «τινάξουν» τις συνομιλίες στον αέρα.

Σύμφωνα με κύκλους κοντά στην ελληνική πλευρά, το Ταμείο προβάλει ως σημαντικές, επιμέρους λεπτομέρειες του προγράμματος, προκαλώντας καθυστέρηση και χρονοτριβή. «Σα να θέλει να κερδίσει χρόνο, περιμένοντας κάτι», σχολίαζε πηγή κοντά στο Μέγαρο Μαξίμου. «Οδεύουμε προς την ολοκλήρωση της συμφωνίας»

Στον αντίποδα, από την κυβέρνηση σπεύδουν από το απόγευμα να διαβεβαιώσουν ότι οι συνομιλίες εξελίσσονται ικανοποιητικά και μάλιστα ότι έχουν «κλείσει» οι περισσότερες εκκρεμότητες με συμφωνία και των δύο πλευρών σε συγκεκριμένο επίπεδο συμβιβασμού.

Μάλιστα, υποστηρίζουν ότι έχουν συμφωνηθεί 7-8 θέματα και απομένουν ελάχιστα για την επίτευξη τεχνικής συμφωνίας, που θα ανοίξει το δρόμο για την συνολική ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Μάλιστα κυβερνητικός παράγοντας προχώρησε και λίγο παρακάτω, προβλέποντας ότι η τεχνική συμφωνία είναι δυνατόν να κλείσει μέχρι την Κυριακή.

«Οδεύουμε προς την ολοκλήρωση της συμφωνίας»


Όπως ανέφερε ο κ. Τζανακόπουλος, «και εμείς κάναμε υποχωρήσεις, και οι Ευρωπαίοι και το ΔΝΤ έκαναν από την πλευρά τους υποχωρήσεις», σημειώνοντας ότι «καταλήγουμε σε συμφωνία στην οποία θα υπάρξουν και θετικά μέτρα».

Εξέφρασε δε την ελπίδα μέχρι την Κυριακή να έχει βρεθεί η χρυσή τομή στις τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά και την εκτίμηση πως δεν θα σημειωθεί κάποια εμπλοκή στην ψήφιση των μέτρων.

Όπως είπε, εφόσον ολοκληρωθεί η τεχνική συμφωνία, θα ανοίξει ο δρόμος για τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, κάτι που με τη σειρά του θα οδηγήσει στην ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

«Μέχρι το τέλος Μαΐου εκτιμώ θα υπάρξει συμφωνία για να ανοίξει ο δρόμος για την ποσοτική χαλάρωση», ανέφερε και πρόσθεσε πως δεν υπάρχει ανησυχία για το κλείσιμο της διαπραγμάτευσης. Σε λίγες ώρες οι δύο πλευρές θα έχουν και πάλι τεχνικής φύσεως συνεργασία

Η ενημέρωση του Πρωθυπουργού είναι διαρκής και τόσο ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, όσο και η Έφη Αχτσιόγλου λαμβάνουν κάθε απόγευμα σε ειδική σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου αναλυτικές εντολές για το πώς μπορεί να εξελιγχθεί η διαπραγμάτευση και σε τι είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση.

Σε λίγες ώρες οι δύο πλευρές θα έχουν και πάλι τεχνικής φύσεως συνεργασία. Αναμένεται να υπάρξουν συζητήσεις επί των τεσσάρων κειμένων εργασίας, που περιλαμβάνουν το τροποποιημένο Μνημόνιο και το αντίστοιχο πιθανό πρόγραμμα με το ΔΝΤ. Θα εξεταστούν οι λεπτομέρειες, ώστε να μην αποτελούν πρόβλημα μετά τη συνάντηση και να μείνουν για διαπραγμάτευση μόνο τα βασικά ζητήματα, χωρίς αστερίσκους και ερωτηματικά.

Σύμφωνα με άλλες πηγές έχουν μείνει «ανοικτά» χρηματοοικονομικά, εργασιακά και θέματα αποκρατικοποιήσεων.

Στο τέλος θα λάβουν χώρα θεματικές συζητήσεις στα 4 κείμενα των μνημονίων.

Το να ολοκληρωθεί η συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο μέχρι την Κυριακή οπωσδήποτε έχει την αξία του.

Από εκεί και πέρα όμως θα αρχίσει να «φωτίζεται» η πραγματική διαπραγμάτευση, που εξελίσσεται στο παρασκήνιο και αφορά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα , τα οποία απαιτούνται για να προωθηθεί οποιαδήποτε συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους. Βερολίνο και ΔΝΤ «διασταυρώνουν τα ξίφη» τους με την Αθήνα να προσπαθεί να παίξει το… δικό της ρόλο. Έναν ρόλο, που στόχο έχει οι όποιες αποφάσεις για το χρέος να μην μετατεθούν χρονικά τον Σεπτέμβριο ή και αργότερα.

Πολύ περισσότερο δεν λαμβάνεται υπόψη η ρητορεία της Αθήνας περί χρέους και λοιπών υποχρεώσεων.

Ο γερμανός ΥΠΟΙΚ, «απαντώντας» στον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δήλωσε στην πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε πως τα μέτρα για το 2019-2020 θα εφαρμοστούν μόνον εάν η κυβέρνηση πάρει λύση για το χρέος, έσπευσε να στείλει μήνυμα, επαναλαμβάνοντας… τα αντίθετα.

«Πρώτα θα εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις κι έπειτα θα εξεταστεί, εάν και κατά πόσο, χρειάζεται παρέμβαση στο ελληνικό χρέος», είπε χθες, για δεύτερη φορά σε διάστημα λίγων ημερών.

Ο κ. Σόιμπλε ξέρει τι λέει.

Πηγές στην Αθήνα θεωρούν δεδομένο ότι οι δύο κυρίες έχουν συμφωνήσει σε έναν κοινό τόπο, που δεν εκθέτει προεκλογικά την Καγκελάριο, αλλά εξασφαλίζει και τη σύμφωνη γνώμη του ΔΝΤ. Ο κ. Σόιμπλε γνωρίζει τις λεπτομέρειες και μέχρι σήμερα έχει αποδείξει ότι δεν λέει κάτι, που μπορεί να τον εκθέσει στο μέλλον.

Ο «νεφελώδης» προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος προκαλεί, όπως είναι φυσικό, ανησυχία όχι μόνο στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στους βουλευτές και τα κατώτερα στελέχη, που έχουν «επενδύσει» πολιτικά σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.

Επιθυμούν, δηλαδή, να προλάβει η χώρα να περιληφθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μέσα στο καλοκαίρι και το αργότερο μέχρι το φθινόπωρο να έχει ενισχυθεί η προοπτική εξόδου στις αγορές.

Παρέμβαση της Αθήνας

«Αν το ΔΝΤ δεν συμμετάσχει στο πρόγραμμα, δεν έχει κανένα νόημα να εφαρμόσουμε τα μέτρα που εκείνο ζήτησε» υπογράμμισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος και συμπλήρωσε ότι «κανείς στην Ευρώπη δεν ζητεί αυτά τα μέτρα».

«Τα μέτρα θα ψηφιστούν, αλλά δεν θα εφαρμοστούν εφόσον δεν συντρέχουν οι λόγοι για τους οποίους ψηφίστηκαν», είπε, μιλώντας το απόγευμα της Πέμπτης στην ΕΡΤ.

Σημείωσε επίσης ότι δεν θα υπάρχουν συνέπειες από τη μη εφαρμογή των μέτρων που ζητεί το ΔΝΤ, εφόσον το Ταμείο δεν μείνει στο πρόγραμμα.

«Μέτρα μετά από τη λήξη του προγράμματος το 2019 δεν θα εφαρμοστούν, εφόσον δεν προσδιοριστούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος», επέμεινε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Ψαλλιδίζονται χρονικά τα υψηλά πλεονάσματα

Αργά το βράδυ έφθαναν στα δημοσιογραφικά γραφεία πληροφορίες ότι είναι πιθανό ένα χρονικό «κούρεμα των υψηλών πλεονασμάτων» του 3,5% και μάλιστα κατά το ήμισυ. Με λίγα λόγια η υποχρέωση για διατήρηση υψηλών πλεονασμάτων για μια δεκαετία, ψαλιδίζεται στα πέντε χρόνια, ενώ δεν αποκλείεται ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίησή τους.

Αναμένεται με τη λήξη του προγράμματος και την ακόμη μεγαλύτερη προώθηση της κανονικοποίησης της χώρας το 2018 να εξεταστεί όχι μόνο η χρονική διάρκεια αλλά και το ύψος των υψηλών πλεονασμάτων.

Να μην απαιτηθεί η χώρα να συνεχίσει να εμφανίζει πλεόνασμα πέριξ του 3,5% σε βάρος της ανάπτυξης, τη στιγμή που άλλες σημαντικότερες οικονομίες όπως η Γαλλική και η Ιταλική, συνεχίζουν να εμφανίζουν ελλείμματα και μάλιστα οριακά αποδεκτά με βάση τις συνθήκες.