Η δημοσκοπική έρευνα που διεξήχθη από το zougla.gr προκειμένου να χαρτογραφηθεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή το τρέχον πολιτικό σκηνικό διήρκεσε από την 26η Ιουνίου έως τα μεσάνυκτα της Δευτέρας προς Τρίτη 3 Ιουλίου. Κατέγραψε, δηλαδή, τις εκτιμήσεις και τις προθέσεις του εκλογικού σώματος άνω των 17 ετών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν α) από τη συμφωνία για το Μακεδονικό, β) τη συμφωνία του Λουξεμβούργου (Eurogroup) για την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα στήριξης και γ) τις επιπτώσεις από τη διαχείριση των δύο παραπάνω ζητημάτων από την κυβέρνηση και τα κόμματα σε συνάρτηση με την τρέχουσα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Δ) Κατέγραψε, επίσης, την πολιτική εικόνα μετά την απόρριψη της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση στη Βουλή.
Ένα πρώτο συμπέρασμα στο οποίο με ασφάλεια καταλήγει όποιος διατρέχει τη δημοσκοπική αυτή έρευνα είναι πως η Νέα Δημοκρατία, αν και κατά τους ψηφοφόρους αναδεικνύεται πρώτο κόμμα, δυσκολεύεται και τελικά δεν καταφέρνει να ενσωματώσει πλήρως τη δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από τη συμφωνία των Πρεσπών για το Μακεδονικό. Η ΝΔ παρουσιάζει σημαντική απώλεια με διαρροή ψήφων προς τα δεξιά της. Οι δυσαρεστημένοι ως προς τη συμφωνία για το όνομα με συνθετικό τον όρο «Μακεδονία» σε ένα μεγάλο ποσοστό επιλέγουν κόμματα, κινήσεις και προοπτικές οι οποίες βρίσκονται στον υπερδεξιό ή και ακροδεξιό χώρο, εκτιμώντας πως αυτός ο χώρος εκφράζει αυθεντικότερα τη δυσαρέσκειά τους. Έτσι παρατηρείται πως ο λεγόμενος χώρος της «Νέας Δεξιάς», ή επί το λαϊκότερο «ΣΥΡΙΖΑ της Δεξιάς», ή σωστότερα ο χώρος της συντηρητικής, παραδοσιακής, διαχρονικής και ιστορικά φοβικής Υπερδεξιάς – Ακροδεξιάς, «φιλοδωρεί» με μία διαρροή της τάξεως άνω του 3,6% τη Νέα Δημοκρατία.
Στον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβερνητική παράταξη αυτή η διαρροή είναι της τάξεως του 7% προς τη Χρυσή Αυγή, την ώρα ωστόσο που η συσπείρωση στη Νέα Δημοκρατία ξεπερνά το 77,3%, ενώ στο κυβερνητικό κόμμα μόλις που αγγίζει το 51,7%. Αξιοσημείωτη είναι η διαρροή από τον ΣΥΡΙΖΑ προς άλλο κόμμα, της τάξεως του 5,1% . Από την ανάλυση του διαγράμματος της Πρόθεσης Ψήφου, όπως θα δούμε παρακάτω, προκύπτει πως η λεγόμενη «αριστερή ψήφος» έχει εγκαταλείψει την Κουμουνδούρου και έχει στραφεί σε αυθεντικότερες αριστερές πολιτικές εκφράσεις.
Μία άλλη παρατήρηση αφορά στην πορεία του κόμματος των ΑΝΕΛ. Όπως προκύπτει, οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» δυσκολεύονται πολύ να πείσουν με την τακτική τους ψηφοφόρους που έχουν δυσαρεστηθεί από τη συμφωνία Αθηνών- Σκοπίων παρά την άρνησή τους να επικυρώσουν τη συμφωνία των Πρεσπών. Αυτή η «δυσκολία» επιβεβαιώνεται από την πρόθεση ψήφου.
Εντός του πλαισίου των πρώτων συμπερασμάτων είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως περιφερειακές πολιτικές κινήσεις και κόμματα των οποίων η πολιτική επιρροή δεν απεικονίζεται στις δημοσκοπήσεις εμφανίζουν μία ενισχυμένη δυναμική, προφανώς λόγω πολιτικής συγκυρίας και κυρίως λόγω Μακεδονικού. Σε αυτήν την κατηγορία αναφέρεται η «Ελληνική Λύση» του Κυριάκου Βελόπουλου ή η «Δημιουργία Ξανά» του Θάνου Τζήμερου, που επανακάμπτει έπειτα από μία παρατεταμένη πολιτική «αφάνεια».
Μία άλλη περίπτωση είναι η δημοσκοπική «ανίχνευση» του Φαήλου Κρανιδιώτη και της πολιτικής του κίνησης. Ο πρώην συνεργάτης – συνοδοιπόρος του Αντώνη Σαμαρά στην «Πολιτική Άνοιξη» καταγράφεται με ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό στον χώρο του αποκαλούμενου «ΣΥΡΙΖΑ της Δεξιάς» που τον καθιστά εκ των πραγμάτων πια συνομιλητή εκείνων που επιχειρούν να συγκροτήσουν μία δυναμική στα δεξιά της ΝΔ. Βεβαίως, το εγχείρημα αυτό βρίσκεται ακόμη στην αρχή του, αφού πολλοί είναι οι μνηστήρες για την εκπροσώπησή του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Όμως, στην έρευνα αυτή υπάρχουν και ερωτήματα που ξεφεύγουν από την άμεση πολιτική χαρτογράφηση της επιρροής των κομμάτων. Εντύπωση, επί παραδείγματι, προκαλεί πως η πλειοψηφία των πολιτών τάσσεται δυνητικά θετικά ως προς τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας.
Συμπερασματικά και στη βάση των αποτελεσμάτων που ανέδειξε η δημοσκοπική έρευνα, η Νέα Δημοκρατία ακόμη και σε αυτήν την κομβική χρονική περίοδο, όπου η δυσαρέσκεια είναι συσσωρευμένη ως προς τα οικονομικά και εθνικά ζητήματα, αδυνατεί να καταδείξει με πειστικότητα την προοπτική της να αποσπάσει αυτοδυναμία την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει μία αξιοσημείωτη αντοχή παρά την εξόχως αρνητική συγκυρία κυρίως λόγω Μακεδονικού.
Προφανώς, η δημοσκοπική αυτή έρευνα δεν πρόλαβε να καταγράψει τις αντιδράσεις του εκλογικού σώματος ως προς τις τελευταίες δηλώσεις (Τρίτη 3 Ιουλίου) του προέδρου των ΑΝΕΛ Πάνου Καμμένου για τη συμφωνία των Πρεσπών καθώς και για τη στάση του κόμματός του έναντι της προοπτικής επικύρωσης της συμφωνίας από τη Βουλή. Υπήρξαν ορισμένα νέα στοιχεία, όπως «Δεν θα δεχθώ επικύρωση από 151 βουλευτές», «Εκλογές ή Δημοψήφισμα για το Σκοπιανό» ή ακόμη η προοπτική επικύρωσης της συμφωνίας από 180 βουλευτές (ενισχυμένη πλειοψηφία).
Τέλος, κατατίθεται και μία γενικότερη επιφύλαξη και αξιολόγηση που αφορά σε εκείνες τις έρευνες κοινής γνώμης που την τελευταία περίοδο καταγράφουν μία ψαλίδα μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ της τάξεως των 12 ποσοστιαίων μονάδων. Η επιφύλαξη συνίσταται στο ότι εκ των ποιοτικών δεδομένων δεν προκύπτει εύκολα μία τέτοιου μεγέθους διαφορά και μάλιστα σε διαφορετικές δημοσκοπήσεις με εντελώς διαφορετικά δείγματα. Απλώς κατατίθεται το ερώτημα.
Παρουσίαση της δημοσκοπικής έρευνας
Στη διαδικτυακή ψηφοφορία καταμετρήθηκαν 7.082 έγκυρες απαντήσεις πολιτών άνω των 17 ετών που συμμετείχαν στην έρευνα. Όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία, οι ψηφοφόροι ήταν κατά 92% άνδρες και κατά 8% γυναίκες (Πίνακας 1).
Όσον αφορά στις ηλικίες, το 52% ανήκει στην κατηγορία των 45-64 ετών, το 39% σε αυτήν των 25 έως 44 ετών, το 2% στην κατηγορία 17-24 ετών και το 7% είναι άνω των 65 (Πίνακας 2).
Ως προς τον βαθμό αστικότητας των συμμετεχόντων στην έρευνα, το 85% προέρχεται από αστικές περιοχές και το 15% από αγροτικές (Πίνακας 3).
Η κατανομή των ψήφων ανά περιοχή έχει ως εξής:
Το 50% προέρχεται από την Περιφέρεια, το 38% από την Αττική και το 12% από τη Θεσσαλονίκη (Πίνακας 4).
Το επίπεδο μορφώσεως των συμμετεχόντων κατανέμεται ως εξής:
Το 43% έχει σπουδάσει στην ανώτατη εκπαίδευση, το 28% στην ανώτερη και το 29% είναι κάτοχος τίτλου μέσης εκπαίδευσης (Πίνακας 5).
Πρώτη ενότητα ερωτήσεων (Μακεδονικό)
Στην πρώτη ερώτηση αυτής της ενότητας ως προς το εάν ή όχι η Ελλάδα θα έπρεπε να διαπραγματευτεί μία συμφωνία με την ΠΓΔΜ για το όνομα της χώρας αυτής με το συνθετικό «Μακεδονία» οι πολίτες απάντησαν ως εξής: το 59% εκτιμά πως η Ελλάδα δεν θα έπρεπε καν να διαπραγματευτεί. Το 39% πως η Ελλάδα θα έπρεπε να διαπραγματευθεί. Μόλις το 2% απαντά «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ» (Πίνακας 6).
Στην επόμενη ερώτηση ως προς το τι ενοχλεί περισσότερο στη συμφωνία Αθηνών – Σκοπίων η καθοριστική πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην έρευνα απαντά σε ποσοστό 60% πως είναι ο συνδυασμός όλων των παραμέτρων της συμφωνίας αυτής. Πρόκειται, δηλαδή, για μία καθολική και συμπαγή αρνητική στάση, της οποίας το ποσοστό συμπίπτει απόλυτα με εκείνο της προηγούμενης ερώτησης, όπου οι πολίτες κατά πλειοψηφία αρνούνται ακόμη και την έννοια της διαπραγμάτευσης για ένα όνομα που φέρει ως συνθετικό τον όρο «Μακεδονία». Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, πως μόνον ένα 4% απαντά πως ενοχλείται από τη ρύθμιση για την ονομασία της γλώσσας της γειτονικής χώρας, ενώ ένα 7% ενοχλείται από την ονομασία της ιθαγένειας των γειτόνων. Αξιοσημείωτο είναι το 21% των ψηφοφόρων που δηλώνουν πως δεν τους ενοχλεί τίποτε από όλα τα παραπάνω (Πίνακας 7).
Επί της συνολικής τοποθέτησης τώρα και στο ερώτημα αν οι πολίτες απορρίπτουν ή αποδέχονται τη συμφωνία των Πρεσπών, το συμπέρασμα είναι αβίαστα ξεκάθαρο. Το 69% την απορρίπτει και το 28% την αποδέχεται. Ένα 3% απαντά «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ» (Πίνακας 8).
Η επόμενη ερώτηση έχει πολύ ενδιαφέρον και συνίσταται στο ποιος θα διαπραγματευόταν ως πρωθυπουργός καλύτερα μία συμφωνία με τα Σκόπια. Οι τοποθετήσεις μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και Κυριάκου Μητσοτάκη είναι σχεδόν ισοδύναμες, με μία υπεροχή κατά 3% του σημερινού πρωθυπουργού. Ωστόσο, η πλειοψηφία απαντά με ένα 52% πως δεν θα εμπιστευόταν κανέναν από τους δύο για μία τέτοια διαπραγμάτευση. Το 24% θεωρεί πως ο Αλέξης Τσίπρας είναι καλύτερος να διαπραγματευτεί, ενώ το 21% θεωρεί καλύτερο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κάπου, δηλαδή, οι πολίτες έχουν ξεκαθαρίσει πως ούτε ο σημερινός πρωθυπουργός ούτε και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης απηχούν τις απόψεις και τα συναισθήματα που τρέφει η πλειοψηφία της κοινωνίας επ’ αυτού του ζητήματος (Πίνακας 9).
Πολύ χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση των πολιτών έναντι του επόμενου ερωτήματος που αφορά στη στάση της Νέας Δημοκρατίας στο μέλλον ως προς το εάν ή όχι θα επικυρώσει τη συμφωνία των Πρεσπών. Από τις απαντήσεις προκύπτει μία έντονη σύγχυση που επικρατεί στην κοινωνία ως προς τις πραγματικές προθέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης και προφανώς του αρχηγού της. Προφανώς, αυτή η σύγχυση αφορά και στη δεξαμενή ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας.
Το 48% πιστεύει πως η Νέα Δημοκρατία δεν θα επικυρώσει τη συμφωνία, όταν έλθει στη Βουλή. Το 16% πιστεύει πως τελικά η ΝΔ θα την επικυρώσει. Όμως, ένα 26% καταθέτει την άποψη πως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα κρατήσει ουδέτερη στάση. Ένα μεγάλο ποσοστό της τάξεως του 10% απαντά σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ». Από τις απαντήσεις και τα ποσοστά προκύπτει πως η Νέα Δημοκρατία με την τακτική και τη ρητορική της δεν έχει πείσει ή δεν έχει καταστήσει ξεκάθαρες τις προθέσεις της στην κοινωνία (Πίνακας 10).
Η τελευταία ερώτηση αυτής της ενότητας για το Ονοματολογικό – Μακεδονικό αφορά στο ποιος τελικά ωφελείται περισσότερο από τη συμφωνία των Πρεσπών. Ξεκάθαρα οι συμμετέχοντες στην έρευνα απαντούν με ποσοστό 59% πως η συμφωνία συμφέρει περισσότερο την ΠΓΔΜ. Μόλις το 7% πιστεύει πως ωφελεί την Ελλάδα. Ένα αξιοσημείωτο ποσοστό της τάξεως του 24% (ένας στους τέσσερις δηλαδή) εκτιμά πως η συμφωνία ωφελεί και τους δύο. Ελλάδα και ΠΓΔΜ. Το 7% υποστηρίζει πως δεν συμφέρει κανέναν από τους δύο (Πίνακας 11).
Δεύτερη ενότητα (Συμφωνία Λουξεμβούργου – Eurogroup)
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Στην ενότητα αυτή καταγράφεται η άποψη των συμμετεχόντων στην έρευνα ως προς το τι έχουν αποκομίσει από τη Συμφωνία του Λουξεμβούργου και πώς αντιλαμβάνονται την έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης αργότερα εφέτος το καλοκαίρι.
Από το πρώτο ερώτημα αυτής της ενότητας που αφορά στον βαθμό αποδοχής αυτής της συμφωνίας προκύπτει πως η κοινωνία είναι σχεδόν μοιρασμένη σε τρία ισοδύναμα μέρη. Το 39% υποστηρίζει πως η συμφωνία στο Eurogroup είναι «ούτε θετική ούτε και αρνητική». Μία θέση ουδέτερη, με μία μικρή δόση ανακούφισης, αλλά μέχρις εκεί. Το 31% δηλώνει απερίφραστα πως η συμφωνία είναι αρνητική. Το 28% ψηφίζει πως η συμφωνία είναι θετική. Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι πως η κυβέρνηση ως προς αυτό το ζήτημα διαθέτει ένα «μαξιλάρι» ελιγμών, με προοπτική να πείσει μέσω χειρισμών τους «ουδέτερους» ή «ψύχραιμους» ή ακόμη και «σοφότερους» που εκτιμούν πως η Συμφωνία του Λουξεμβούργου δεν είναι θετική ούτε και αρνητική, αλλά μάλλον…. επιβεβλημένη (Πίνακας 12).
Η επόμενη ερώτηση αφορά στη δυνατότητα που θα είχε η Αθήνα να διαπραγματευτεί καλύτερα με τους δανειστές και, άρα, να αποκομίσει περισσότερα οφέλη. Το 68% εκτιμά πως θα μπορούσαν να υπήρχαν σαφώς περισσότερα οφέλη. Το 23% θεωρεί πως η Αθήνα δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Το εντυπωσιακό 9% δηλώνει «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ». Το ένα τρίτο, δηλαδή, εκτιμά αόριστα ενδεχομένως πως το «παιχνίδι με τους δανειστές» ήταν λίγο ή πολύ «στημένο», με συγκεκριμένα όρια ελιγμών εκ μέρους της ελληνικής πλευράς (Πίνακας 13).
Όμως, στο επόμενο ερώτημα για το κατά πόσο η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε σωστά ή λανθασμένα με τους δανειστές οι απαντήσεις προσλαμβάνουν έναν περισσότερο συναισθηματικό και εν πολλοίς αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Το σαρωτικό 66% εκτιμά πως η κυβέρνηση ενήργησε λανθασμένα, το 24% πως ενήργησε σωστά και το ένα εντυπωσιακό 10% απαντά «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ» (Πίνακας 14).
Οι απαντήσεις στην επόμενη ερώτηση που αφορά στη στάση της Νέας Δημοκρατίας έναντι της συμφωνίας στο Eurogroup επιβεβαιώνουν για άλλη μία φορά στην παρούσα έρευνα πως η κοινωνία γενικότερα αμφισβητεί σε έναν βαθμό την τακτική που ακολουθεί η αξιωματική αντιπολίτευση ακόμη κι εάν δεν ανήκει στη δεξαμενή ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ ή άλλων αντίπαλων κομμάτων.
Το 44% ψηφίζει πως η στάση της Νέας Δημοκρατίας είναι αρνητική.
Το 34% πως η στάση της ΝΔ δεν είναι ούτε αρνητική ούτε και θετική. Μόνον το 16% εκτιμά πως η στάση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι θετική. Με λίγα λόγια, οι πολίτες δεν πείθονται από τη ρητορική που εκπορεύεται από τα επίσημα χείλη της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας (Πίνακας 15).
Η ίδια εικόνα επικρατεί και με τις απαντήσεις στο επόμενο ερώτημα: «Ποιος θα διαπραγματευόταν καλύτερα μία συμφωνία με τους δανειστές; Ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Κυριάκος Μητσοτάκης;». Υπό τις παρούσες συνθήκες πολιτικής πόλωσης, η διαφορά μεταξύ των δύο είναι εξαιρετικά βραχεία. Το 26% πιστεύει πως ο κ. Μητσοτάκης θα ήταν καλύτερος διαπραγματευτής, το 24% πως καλύτερος θα ήταν ο σημερινός πρωθυπουργός, ενώ το 48% πιστεύει πως κανείς από τους δύο δεν θα ήταν ο καταλληλότερος για αυτόν τον σκοπό (Πίνακας 16).
Ενότητα τρίτη
Σε αυτήν την τρίτη και τελευταία ενότητα της δημοσκοπικής έρευνας τα ερωτήματα είναι αμιγώς πολιτικά και ολοκληρώνονται με την Πρόθεση Ψήφου και τις εκτιμήσεις για τις συσπειρώσεις και τις επακόλουθες διαρροές που αφορούν στα δύο μεγαλύτερα κόμματα.
Όμως, στο πρώτο ερώτημα αυτής της ενότητας οι απαντήσεις προκαλούν μια κάποια έκπληξη.
Η ερώτηση αφορά στο εάν οι συμμετέχοντες στη διαδικτυακή ψηφοφορία τάσσονται υπέρ ή κατά του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας. Το ερώτημα είναι επίκαιρο και απασχόλησε πρωτοσέλιδα και ειδησεογραφία σε όλα τα ΜΜΕ. Προκύπτει, λοιπόν, πως το 49% δηλώνει ότι είναι υπέρ του διαχωρισμού, το 10% πως δεν το αφορά ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας και το 38% ψηφίζει πως είναι κατά του διαχωρισμού. Καταγράφεται, δηλαδή, μία «ωριμότητα» της κοινωνίας για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, καθώς και ένας χώρος ελιγμών που διαθέτει η κυβέρνηση, αν τελικά αποφασίσει να φέρει ως τμήμα της συνταγματικής αναθεώρησης αυτό το ζήτημα. Η τελική τοποθέτηση της κοινωνίας θα εξαρτηθεί βεβαίως και από την ευρύτητα του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας και την αντίδραση της ίδιας της Εκκλησίας (Πίνακας 17).
Το επόμενο ερώτημα αφορά στο κατά πόσο αποδέχεται η κοινωνία τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού χώρου στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή στον χώρο της λεγόμενης «Υπερδεξιάς». Στα ΜΜΕ αυτή η κίνηση ή προοπτική αναφέρεται και ως δημιουργία ενός «ΣΥΡΙΖΑ της Δεξιάς». Σε αυτό το ερώτημα, που είναι σημαντικό για την καλύτερη χαρτογράφηση του πολιτικού σκηνικού, οι συμμετέχοντες στην έρευνα ψηφίζουν ως εξής: το 16% πιστεύει πως θα ήταν θετική μια τέτοια εξέλιξη, ενώ το 37% εκτιμά πως η προοπτική αυτή θα ήταν αρνητική.
Το 38% πιστεύει πως η ίδρυση κόμματος στην υπερδεξιά πτέρυγα θα ήταν ούτε αρνητική ούτε και θετική, με άλλα λόγια διαπιστώνεται μια ευρεία ανοχή. Το 9% δεν λαμβάνει θέση και απαντά «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ» (Πίνακας 18).
Πρόθεση ψήφου, παράσταση νίκης και συσπειρώσεις
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Σαρωτική υπέρ της Νέας Δημοκρατίας είναι η εκτίμηση πως, εάν οι εκλογές διεξάγονταν την επόμενη Κυριακή, το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη θα ερχόταν πρώτο. Υπέρ αυτής της εκτίμησης τάσσεται το 66,1% των ερωτηθέντων. Η διαφορά με το ποσοστό εκείνων που θεωρούν πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα ερχόταν πρώτο κόμμα είναι της τάξεως των 48,3 ποσοστιαίων μονάδων (Πίνακας 19).
Ερχόμαστε στον «πυρήνα» της διαδικτυακής δημοκοπικής έρευνας. Την Πρόθεση Ψήφου. Αν λοιπόν την επόμενη Κυριακή διεξάγονταν εκλογές, τότε η Νέα Δημοκρατία θα ερχόταν πρώτη με 28,1%. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί με 21,9% . Η διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων ή καλύτερα των δύο κομμάτων εξουσίας είναι της τάξεως του 6,2%. Η ψαλίδα μειώνεται και η Νέα Δημοκρατία δείχνει τάση συρρίκνωσης, ενώ αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ επιδεικνύει ιδιαίτερη αντοχή και μάλιστα σε αρνητική συγκυρία λόγω Μακεδονικού. Λόγω της ιδιαίτερης αυτής συγκυρίας την τρίτη θέση καταλαμβάνει με 9,1% η Χρυσή Αυγή, η οποία ενισχύεται από ψηφοφόρους που λογικά θα στρέφονταν στη Νέα Δημοκρατία, αλλά υπό τις υφιστάμενες συνθήκες κατευθύνονται σε πιο «αυθεντικά» ακραία δεξιά πολιτικά σχήματα.
Στην τέταρτη θέση το «Κίνημα Αλλαγής» με ένα ισχνό 5,2% για το πολιτικό momentum, αλλά ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί στο εσωτερικό του πολιτικού σχηματισμού μετά τις συγκρούσεις και τις πρόσφατες αποχωρήσεις.
Στην 5η θέση με ένα 3,9% το ΚΚΕ. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν, λοιπόν, πεντακομματική Βουλή.
Ωστόσο, η διασπορά της ψήφου στα υπόλοιπα μικρά κόμματα χαρτογραφεί χώρους εν πολλοίς αχαρτογράφητους, αφού η «Δημιουργία Ξανά» του Θάνου Τζήμερου με ένα απροσδόκητο 3,6% επανεμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις έπειτα από μακρά απουσία, ενώ εντυπωσιάζει το 3,1% του κόμματος «Ελληνική Λύση» του Κυριάκου Βελόπουλου, το οποίο συγκεντρώνει προτιμήσεις ψηφοφόρων που έχουν ενεργοποιηθεί λόγω αντίθεσης με τη συμφωνία των Πρεσπών για το Μακεδονικό. Το κόμμα αυτό περισσότερο από άλλα του ιδίου Υπερδεξιού χώρου παρουσιάζει δυναμική ακόμη και εισόδου στη Βουλή ή τουλάχιστον προϊδεάζει για πρωταγωνιστική δυναμική στη σύσταση ενός νέου κόμματος στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο αφορά στη διασπορά της «Αριστερής Ψήφου» εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου «Πλεύση Ελευθερίας» με 2,3%, προηγείται στις προτιμήσεις. Η «Λαϊκή Ενότητα» του Παναγιώτη Λαφαζάνη δείχνει κόπωση με 0,8%, ενώ δυσκολία αντιμετωπίζει ο ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ένα 0,4%. Ωστόσο, αθροιστικά το ποσοστό της «Αριστερής Ψήφου» είναι της τάξεως του 3,5%, το οποίο για μία ικανή μερίδα αριστερών ψηφοφόρων θα κατευθυνόταν λογικά στον ΣΥΡΙΖΑ.
Με ένα 2,4% εμφανίζεται στην έρευνα και καταγράφεται η «Νέα Δεξιά» του Φαήλου Κρανιδιώτη, ενός εκ των πρωταγωνιστών της προοπτικής ίδρυσης νέου δεξιού (υπερδεξιού) κόμματος.
Τέλος, η δεξαμενή της αδιευκρίνιστης ψήφου και της αποχής κινείται γύρω από ένα 14,9%. Αυτή η δεξαμενή είναι σε θέση να αναδείξει νικητή στις επερχόμενες εκλογές (Πίνακας 20).
Συσπειρώσεις/Διαρροές
Η Νέα Δημοκρατία για ακόμη μία φορά σημειώνει μεγάλη συσπείρωση της τάξεως του 77,3%. Έχει, δηλαδή, «πιάσει ταβάνι» με δημοσκοπικούς όρους. Οι διαρροές που καταγράφονται είναι προς τον χώρο της «Νέας Δεξιάς» με ένα ποσοστό 3,6%, το οποίο στην παρούσα φάση σημαίνει πως αιμορραγεί, μη πείθοντας το παραδοσιακό υπερσυντηρητικό κοινό της ακραίας Λαϊκής Δεξιάς.
Παράλληλα, μία διαρροή της τάξεως του 1,4% κατευθύνεται σε επίσης δεξιότερη αλλά νεοφιλελεύθερη επιλογή που είναι αυτή της «Δημιουργίας Ξανά» του Θάνου Τζήμερου. Σε μία περίοδο, δηλαδή, που η Νέα Δημοκρατία διαθέτει υψηλότατη συσπείρωση δείχνει να μην είναι σε θέση να διασφαλίσει εκείνο το κρίσιμο ποσοστό που θα της κατοχύρωνε ενδεχομένως όχι μόνον την πρωτιά αλλά και την αυτοδυναμία (Πίνακας 21).
Ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα, εξακολουθεί να σημειώνει πολύ χαμηλή συσπείρωση, η οποία αγγίζει μόλις το 51,7%. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απώλειες προς τη Νέα Δημοκρατία (11,9%), προς τη Χρυσή Αυγή (7%) και προς «άλλα κόμματα» 5,1%. Η τελευταία αυτή διαρροή ψηφοφόρων αφορά στη διασπορά της «αριστερής ψήφου» σε μικρότερα κόμματα της Αριστεράς και της Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Ωστόσο, η μικρή συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει και κάποια προοπτική, αφού συνήθως -αν όχι παγίως- τη στιγμή των εκλογών ένα κόμμα σαν αυτό της Κουμουνδούρου αναμένεται πως θα αγγίζει πολύ υψηλότερα επίπεδα συσπείρωσης. Έχει, δηλαδή, περιθώρια ακόμη και ανατροπής των σημερινών συσχετισμών (Πίνακας 22).