Με το ΔΣ της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών συναντήθηκε στα γραφεία της ο πρόεδρος της ΝΔ, Αντώνης Σαμαράς.

Μετά το τέλος της συνάντησης, ο πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, Β. Ράπανος, δήλωσε πως είναι τελείως αβάσιμες όλες οι φημολογίες περί αναδιαπραγμάτευσης του χρέους και περί εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη. 

«Δεν έχουν καμία υπόσταση, δεν πρέπει ο κόσμος να δίνει καμία σημασία» τόνισε, ενώ, σε ερώτηση αν υπάρχει πανικός στους πολίτες, απάντησε αρνητικά. 

Πρόσθεσε, δε, ότι υπάρχουν ερωτήματα που δημιουργούνται λόγω δημοσιευμάτων και διαβεβαίωσε, εκ μέρους των τραπεζών, τους καταθέτες ότι δεν έχουν να φοβούνται τίποτα και δεν πρέπει καθόλου να ανησυχούν. 

Ο κ. Ράπανος είπε ότι με τον πρόεδρο της ΝΔ συζήτησε για την κατάσταση της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα. 

«Τον διαβεβαιώσαμε ότι το τραπεζικό σύστημα παραμένει ισχυρό» ανέφερε, επισημαίνοντας πως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι τράπεζες έχουν πολύ μεγάλες αντοχές και σε μια πολύ δύσκολη περίοδο έρχονται αρωγοί σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. 

Ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, Ν. Νανόπουλος, δήλωσε ότι προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας και για την έξοδο από την κρίση είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία και τις προοπτικές της και πως «βεβαίως οι τράπεζες θα λειτουργήσουν θετικά, υποστηρικτικά για να μπορέσει η οικονομία να βγει από την κρίση».

Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής υπεύθυνος του τομέα Οικονομίας της ΝΔ, Χ. Σταϊκούρας, δήλωσε ότι έγινε γόνιμη και εποικοδομητική συζήτηση. 

«Καταθέσαμε σκέψεις και προβλέψεις για τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος την επόμενη ημέρα στην ελληνική οικονομία» ανέφερε και σημείωσε ότι και οι τράπεζες έθιξαν αντίστοιχους προβληματισμούς, είτε σε ό,τι αφορά ασάφειες στο μνημόνιο είτε σε ό,τι αφορά γενικότερα στην κυβερνητική πολιτική, στο σκέλος της ανάπτυξης. 

Ο κ. Σταϊκούρας είπε ότι η κυβέρνηση, είτε δεν αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης είτε δεν έχει την πολιτική βούληση για να την υπερβεί, ενώ τόνισε ότι πρέπει άμεσα η κυβέρνηση να εμπλουτίσει το μείγμα της οικονομικής πολιτικής με μέτρα μηδενικού ή ελάχιστου δημοσιονομικού κόστους, ώστε να μη χρειαστεί να πάρουμε καινούργια μέτρα.