Η Αργεντινή υπήρξε το «παιδί θαύμα» της νεοφιλελεύθερης οικονομικής ορθοδοξίας. Ο περονιστής πρόεδρος, Κάρλος Μένεμ, κατά τη δεκαετή θητεία του 1989-1999, ακολουθώντας πιστά την πολιτική του Ρήγκαν και της Θάτσερ, ιδιωτικοποίησε πάνω από 400 κρατικές επιχειρήσεις.
Βιομηχανίες, χαλυβουργίες, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, συγκοινωνίες, επικοινωνίες, εκποιήθηκαν αντί χαμηλού τιμήματος, συχνά σε τιμές χαμηλότερες της αξίας τους. Οι προστατευτικοί φραγμοί είχαν καταργηθεί, η εργασιακή νομοθεσία είχε προσαρμοστεί στις νεοφιλελεύθερες επιταγές και το πέζος είχε συνδεθεί με το δολάριο σε μία σταθερή ισοτιμία της τάξης ένα προς ένα. Μάλιστα υπήρχαν σοβαρές σκέψεις για την αντικατάσταση του εθνικού νομίσματος με το δολάριο.
Ο ίδιος ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας χαρακτήριζε την Αργεντινή ως «οικονομικό θαύμα», ο Μενέμ δεχόταν τα συγχαρητήρια Αμερικανών προέδρων και οικονομικών παραγόντων και όλοι βιάστηκαν να μιλήσουν για μία «αναδυόμενη οικονομία».
Οι ιδιωτικοποιήσεις, όμως, προκάλεσαν την εξάρτηση ολόκληρων κλάδων της οικονομίας της Αργεντινής από οικονομικά κέντρα εκτός χώρας, γεγονός που την κατέστησε εξαιρετικά ευάλωτη, στην κερδοσκοπία και στη «μετανάστευση» των κεφαλαίων.
Η ισχυρή μεσαία τάξη της Αργεντινής, που αποτελούσε τη «ραχοκοκαλιά» της κοινωνίας και της οικονομίας της, σταδιακά διαλύθηκε προς όφελος μίας ολιγάριθμης διεφθαρμένης οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Το 60% του πληθυσμού σε μία δεκαετία βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας με το 55% των εργαζομένων να είναι ανασφάλιστοι.
Η διόγκωση του δημοσίου τομέα, η διαφθορά και η φοροδιαφυγή απεδείχθησαν, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, καρκινώματα για την οικονομία.
Ο πληθωρισμός καταδυνάστευε τη χώρα, οι τιμές, μήνα με το μήνα, αυξάνονταν ραγδαία και οι πολίτες έβλεπαν, ανήμποροι να αντιδράσουν, το νόμισμά τους να χάνει καθημερινά την αξία του.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το χρέος της Αργεντινής ανήλθε στο 41% από 29% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, μεταξύ 1993 και 1998.
Η κρίση στη Βραζιλία και η άνοδος του δολαρίου
Το 1997, η γειτονική Βραζιλία βρέθηκε σε βαθιά κρίση, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την υποτίμηση του βραζιλιάνικου νομίσματος κατά 50% της αρχικής του αξίας. Οι εξαγωγές της Αργεντινής προς τη Βραζιλία εκμηδενίστηκαν, ενώ αυξήθηκαν κατακόρυφα οι εισαγωγές.
Παράλληλα, η άνοδος της τιμής του δολαρίου, με το οποίο ήταν συνδεδεμένο το αργεντίνικο νόμισμα, κατέστησε τα προϊόντα της Αργεντινής μη ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές, πλήττοντας θανάσιμα κάθε κλάδο παραγωγικής δραστηριότητας.
Το 1998, η Αργεντινή είχε φτάσει να δανείζεται από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές με επιτόκιο 10,5% και αναγκαστικά κατέφυγε για πρώτη φορά στο ΔΝΤ, ώστε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της.
Το μόνο που κατάφερε, όμως, ήταν να αναβάλει για τρία χρόνια την οριστική στάση πληρωμών και τη χρεοκοπία.
Την ίδια περίοδο, οι επενδυτικές τράπεζες συνέχιζαν να προωθούν το χρέος της χώρας στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, με ακόμα υψηλότερες αποδόσεις. Προώθησαν ένα Debt Swap (ανταλλαγή χρέους), όπου οι ιδιοκτήτες ομολόγων αποκτούσαν το δικαίωμα να πάρουν νέα ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας με ευνοϊκότερους όρους. Το σκεπτικό ήταν να μεταφερθεί η εξόφληση του χρέους από το 2001 στο 2005. Πράγματι, 30 δισ. δολάρια άλλαξαν διάρκεια ζωής και επτά επενδυτικές τράπεζες εισέπραξαν 100 εκατ. δολάρια σε προμήθειες.
Όμως, μέσα σε μερικές μόλις εβδομάδες, η Αργεντινή κατέληξε ξανά χωρίς χρήματα, γιατί οι αγορές δεν πείστηκαν για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής της. Η κυβέρνηση αναγκαστικά κατέφυγε σε ένα δεύτερο δάνειο από το ΔΝΤ. Λίγους μήνες αργότερα, κήρυξε πτώχευση.
Το ξέσπασμα της λαϊκής οργής
Στα τέλη του 2001, η κρίση οδήγησε την κοινωνία σε σημείο ανάφλεξης. Το ξέσπασμα ήλθε, όταν ο κεντροαριστερός ντε λα Ρούα, πνευματικό τέκνο των Τόνι Μπλερ και Μπιλ Κλίντον, απαγόρευσε την ανάληψη μετρητών από τις τράπεζες, πέραν του ποσού των 250 δολαρίων το μήνα.
Ο νέος πρόεδρος, Νέστορ Κίρτσνερ, έκανε στάση πληρωμών και δεν αναγνώρισε το χρέος. Δεν συμπεριέλαβε ούτε ένα νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο στο επιτελείο του και απαίτησε από τους δανειστές και το ΔΝΤ τη διαγραφή του.
Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, οι δανειστές και το ΔΝΤ διέγραψαν το 75% της οφειλής και δέχθηκαν την αποπληρωμή των υπολοίπων με προνομιακούς όρους.
Οι τόκοι των ληξιπρόθεσμων δανείων δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ από την Αργεντινή, παρά το ότι αρχικά είχε συμφωνήσει να τους πληρώσει.
Ένα ντοκιμαντέρ για την τραγωδία της Αργεντινής
Παρακολουθήστε σε 12 τηλεοπτικά αποσπάσματα την τραγωδία της Αργεντινής στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Μemoria de Saqueo» του Fernando Solanas. Οι ομοιότητες με την ελληνική πραγματικότητα σε ορισμένα σημεία είναι εντυπωσιακές.
Ο Solanas παρουσίασε το ντοκιμαντέρ το 2004, στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου και βραβεύτηκε με τη Χρυσή Άρκτο.
Η ταινία έλαβε, επίσης, το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο 8ο φεστιβάλ Λατινο-αμερικανικού κινηματογράφου του Λος Άντζελες.
«Μemoria del Saqueo»
Η νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική έχει οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια και την ανεργία. Ενώ οι κυβερνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη, οι καταθέσεις των πολιτών στις τράπεζες δεσμεύονται και η οργή του λαού ξεσπάει.
Το δημόσιο χρέος, όμως, δεν ήταν κάτι άγνωστο για την Αργεντινή. Η χώρα εξαρτάται από το διεθνή δανεισμό εδώ και δεκαετίες. Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει μία ιδιαίτερη εξάρτηση από το διεθνή παράγοντα και έχει δημιουργήσει ολόκληρες τάξεις γραφειοκρατών.
Στις ΗΠΑ, μετά την ήττα στο Βιετνάμ, επικρατούν οι συντηρητικοί. Στην προεδρία βρίσκεται ο Ρ. Ρήγκαν και στην πρωθυπουργία της Βρετανίας η Μάργκαρετ Θάτσερ. Η επίθεση του νεοφιλελευθερισμού έχει αρχίσει.
Ο πρόεδρος Μένεμ έχει αφήσει τους δανειστές να επιβάλλουν τους όρους τους, ενώ το Κογκρέσο δεν αμφισβήτησε ποτέ τους ληστρικούς όρους του δανεισμού. Ενώ έχει αρχίσει η συζήτηση για τη νομιμότητα ή μη του χρέους, αυτό εξακολουθεί να διογκώνεται, παράλληλα με την εξαθλίωση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού, στην οποία οδηγεί η ανεργία.
Είναι η εποχή που μεσουρανεί η θεωρία του «Τέλους της Ιστορίας». Στην Αργεντινή επανεκλέγεται ο λαϊκιστής Κ. Μένεμ. Παρά τα μεγάλα λόγια και τις υποσχέσεις, ακολουθεί τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των συντηρητικών και επιβάλλει υποταγή στο παγκοσμιοποιημένο μοντέλο. Οι πολιτικές του υπαγορεύονται από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Όμως, παρά την επικοινωνιακή καμπάνια του, στο λαό εδραιώνεται όλο και περισσότερο η πεποίθηση ότι προδίδει τους ψηφοφόρους και την πατρίδα.
Η διαφθορά και η υποταγή στο διεθνή παράγοντα γίνονται χαρακτηριστικά του πολιτικού κόσμου της Αργεντινής. Σε αυτό το κλίμα, προχωρούν οι ιδιωτικοποιήσεις. Ο δημόσιος πλούτος της χώρας εκποιείται αντί πινακίου φακής, σε ξένα κεφάλαια και εταιρείες. Η κατάσταση αυτή παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως «προσαρμογή» στις ανάγκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και ως «εκσυγχρονισμός» του οικονομικού συστήματος.
Όσοι αντιδρούν σε αυτή την κατάσταση, μιλούν για λεηλασία, μίζες και διαφθορά. Ενώ όλοι βλέπουν πού οδηγείται η χώρα, ο πολιτικός κόσμος, υποταγμένος μέσω της κομματικής πειθαρχίας, δεν αντιδρά. Η Αργεντινή, μία χώρα που εξήγαγε ακόμη και βιομηχανικά προϊόντα, δεν παράγει πια τίποτε. Ζει με δανεικά και εισαγωγές προϊόντων.
Οι πολίτες της Αργεντινής, ανήμποροι να αντιδράσουν, βυθίζονται στη φτώχεια. Ωστόσο, η κυβέρνηση σε μία νεοφιλελεύθερη φρενίτιδα εξακολουθεί να εκποιεί τις δημόσιες επιχειρήσεις με σύνθημα: «Τίποτε από αυτά που ανήκει στο κράτος, δεν θα μείνει στα χέρια του». Οι αγοραστές απαιτούν 150.000 απολύσεις, πράγμα που υπάκουα αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει η κυβέρνηση.
Οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν σχεδιαστεί προς όφελος των αγοραστών, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, έχουν χρηματοδοτήσει τις προεκλογικές εκστρατείες των κομμάτων. Η ανεργία αυξάνεται ραγδαία και πλήττει την κοινωνία της Αργεντινής. Η εργασιακή νομοθεσία αναθεωρείται προς όφελος των εργοδοτών, οι απολύσεις απελευθερώνονται, ενώ οι εργαζόμενοι τρομοκρατημένοι παρακολουθούν ανήμποροι να αντιδράσουν.
Από το 1996, η κοινωνία της Αργεντινής βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού. Οι απεργίες και τα επεισόδια είναι συχνό φαινόμενο, ενώ σημειώνονται και οι πρώτες εξεγέρσεις. Ωστόσο, η ελίτ της εξουσίας, βυθισμένη στη διαφθορά και την εξάρτηση από το διεθνή παράγοντα, εθελοτυφλεί. Η Δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ εμφανίζονται ενσωματωμένα σε αυτό το σύστημα, που αποκτά ολοένα και περισσότερα μαφιόζικα χαρακτηριστικά.
Ο διεφθαρμένος πολιτικός κόσμος της Αργεντινής εμπλέκεται σε τεράστια σκάνδαλα, που αρχίζουν να έρχονται στο φως της δημοσιότητας. Πολλά από αυτά έχουν να κάνουν με λαθρεμπόριο παντός είδους, ακόμη και όπλων, χρυσού και ναρκωτικών.
Η Δικαιοσύνη αποδεικνύει ότι δεν είναι τυφλή και προκαλεί αγανάκτηση με τις σκανδαλώδεις αποφάσεις της. Η κοινωνία βρίσκεται στο έλεος παντός είδους συμμοριών και οργανωμένων συμφερόντων, που δρουν με την ανοχή των πολιτικών και της Αστυνομίας, που εμπλέκεται και η ίδια σε αρκετά σκάνδαλα.
Σε αυτό το κλίμα σήψης και παρακμής, η Αργεντινή προσφεύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στις 20 Δεκεμβρίου 2001, η λαϊκή οργή ξεσπάει. Το τίμημα της νίκης της Αργεντινής ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση είναι 34 νεκροί.