Κρίσιμη εβδομάδα για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και την κατάληξη σε αμοιβαία επωφελή συμφωνία, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση, ξεκινά σήμερα, με τις διαβουλεύσεις τόσο σε τεχνικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο να έχουν επιταχυνθεί.
Οι δανειακές υποχρεώσεις τρέχουν και ο χρόνος λιγοστεύει επικίνδυνα, με αποτέλεσμα τα περιθώρια ελιγμών να είναι ελάχιστα. Η κυβέρνηση καλείται να βρει 1,6 δισ. ευρώ για τις τρεις δόσεις του ΔΝΤ και ταυτόχρονα να ανταποκριθεί στην καταβολή μισθών και συντάξεων. Χωρίς τη χρηματοδότηση από τους εταίρους, κάτι τέτοιο φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί. Το Μέγαρο Μαξίμου θα κληθεί σύντομα να λάβει δύσκολες αποφάσεις αναφορικά με τις «κόκκινες γραμμές», καθώς ήδη πληροφορίες αναφέρουν πως η Κομισιόν απέστειλε προσχέδιο συμφωνίας που προβλέπει δημοσιονομικά μέτρα ύψους 3,5 δισ. ευρώ. Το κείμενο αυτό εξετάζεται λέξη προς λέξη και αναμένεται να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή, ο πρωθυπουργός συνεχίζει τις προσπάθειες να οδηγήσει τη διαπραγμάτευση προς μια πολιτική λύση, σε επίπεδο Ευρωπαίων ηγετών.
Στην πρώτη γραμμή το ελληνικό ζήτημα
Η Ελλάδα θα βρίσκεται στην ατζέντα και της σημερινής συνάντησης που θα έχουν ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, η Μέρκελ και ο Ολάντ στο ΒερολίνοΤο στίγμα ως προς την πολιτική βούληση όλων των πλευρών για την επίτευξη συμφωνίας δόθηκε εκ νέου στη χθεσινή τηλεδιάσκεψη -τη δεύτερη εντός τριών ημερών- του Αλέξη Τσίπρα με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, με πηγές της κυβέρνησης να επισημαίνουν ότι αυτή διεξήχθη σε πολύ καλό κλίμα και με κοινή παραδοχή όλων ότι πρέπει να υπάρξει γρήγορα συμφωνία.
Η Ελλάδα θα είναι στην ατζέντα και της σημερινής συνάντησης που θα έχουν ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, η Μέρκελ και ο Ολάντ στο Βερολίνο, όπως είπε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη «Süddeutsche Zeitung», σύμφωνα με προδημοσίευση αποσπασμάτων μιας συνέντευξής του που δημοσιεύεται σήμερα στην εφημερίδα.
Κοντά σε συμφωνία
Ενδεικτική της επιτάχυνσης των συζητήσεων είναι και η αναφορά «κλείνουμε» που έκανε, ερωτηθείς από δημοσιογράφους για το εάν κλείνει η συμφωνία, κυβερνητικός αξιωματούχος, μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης που είχε στο Μέγαρο Μαξίμου ο πρωθυπουργός με τον υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη και η οποία πραγματοποιήθηκε έπειτα από την τηλεδιάσκεψη του κ. Τσίπρα με τους Άνγκελα Μέρκελ – Φρανσουά Ολάντ.
Χαρακτηριστική του σημείου των διαπραγματεύσεων και η συνέντευξη του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη στην ιταλική εφημερίδα «Corriere della Sera», στην οποία ανέφερε ότι «υπάρχει συμφωνία», διευκρινίζοντας πως προβλέπει ότι αυτή «θα κλείσει εντός ολίγων ημερών» και ότι «θα ακολουθήσει Eurogroup για την έγκριση της χρηματοδότησης».
Την ίδια στιγμή, οι διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας στις Βρυξέλλες φαίνεται ότι προχωρούν με ταχείς ρυθμούς, με κύκλους προσκείμενους στις συζητήσεις να αναφέρουν χθες ότι σε γενικές γραμμές ο ρυθμός των διαβουλεύσεων επιταχύνεται και ότι η σταδιακή επίτευξη συμφωνίας στο τεχνικό επίπεδο θεωρείται εφικτή. Κατά πάσα πιθανότητα οι διαβουλεύσεις θα συνεχιστούν και σήμερα τόσο στο τεχνικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των επικεφαλής του Brussels Group.
O Tσίπρας δίνει το στίγμα της πολιτικής λύσης
Στο μεταξύ, με χθεσινό άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde», ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε στην κατεύθυνση της πολιτικής λύσης σημειώνοντας: «Η Ευρώπη, λοιπόν, βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Έπειτα από τις σοβαρές παραχωρήσεις της ελληνικής κυβέρνησης η απόφαση είναι στα χέρια όχι των θεσμών που άλλωστε -με εξαίρεση την Ευρωπαϊκή Επιτροπή- δεν εκλέγονται και δεν λογοδοτούν στους λαούς, αλλά στα χέρια των ηγετών της Ευρώπης».
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Αλέξης Τσίπρας επεσήμανε και ανέπτυξε διεξοδικά το ευρύτατο πακέτο μεταρρυθμιστικών προτάσεων που έχει καταθέσει η ελληνική κυβέρνηση, καθώς επίσης και τις εξειδικευμένες θέσεις που έχει καταθέσει στο πλαίσιο των συζητήσεων με τους θεσμούς, «οι οποίες έχουν καλύψει ένα τεράστιο μέρος της απόστασης που μας χώριζε πριν από μερικούς μήνες».
Σημείωσε, ακόμη, ότι «η μη επίτευξη συμφωνίας, μέχρι στιγμής, δεν οφείλεται σε μια υποτιθέμενη άτεγκτη, αδιάλλακτη και ακατανόητη στάση της Ελλάδας» αλλά «στην επιμονή ορισμένων θεσμικών παραγόντων να καταθέτουν προτάσεις παράλογες και να δείχνουν παντελή αδιαφορία τόσο στην πρόσφατη δημοκρατική επιλογή του ελληνικού λαού όσο και στη δημόσια παραδοχή και των τριών θεσμών ότι θα υπάρξει η αναγκαία ευελιξία, ώστε να γίνει σεβαστή η λαϊκή ετυμηγορία».