Μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανεχθεί από οποιονδήποτε θέμα συνόρων στέλνει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς.

Σε συνέντευξή του στην Real News, τονίζει χαρακτηριστικά πως «όποιος παίζει με τη φωτιά, στο τέλος -ας το θυμούνται πολλοί- είναι εκείνος που καίγεται», ενώ προσθέτει πως «καταδικάζουμε μαζί με τους Ευρωπαίους εταίρους μας όποιον τυχόν έχει τέτοιες επιδιώξεις».

Πιο αναλυτικά, σε όσους «ονειρεύονται ψευδομεγαλεία», διαμηνύει ότι «τα σύνορα στην Ευρώπη είναι οριστικά και όποιος προσπαθήσει να τα πειράξει θα έχει μεγάλες και σοβαρές συνέπειες», καθώς και ότι «η Ε.Ε. και εμείς δεν πρόκειται να το επιτρέψουμε». Σημειώνει ακόμη ότι η ελληνική διπλωματία δεν πιέζεται και δεν κάνει πίσω από αυτό που θεωρεί ορθό για τα συμφέροντα του λαού της και τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες.

Ειδικότερα, απευθυνόμενος στην Τουρκία υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα δεν είναι μια κατεστραμμένη χώρα», ούτε «ένα εύκολο πεδίο βολής», καλώντας τους γείτονές μας «να σταματήσουν να αμφισβητούν το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες», «να αποδεχτούν τις πραγματικότητες και να επιστρέψουν σε έναν παραγωγικό διάλογο». Προσέθεσε ότι από την πλευρά μας «λαμβάνουμε τα απαραίτητα μέτρα, διπλωματικά και αμυντικά».

Επισημαίνοντας ότι η Τουρκία είναι «μια νευρική και αναθεωρητική δύναμη» που έχει μπει σε «μία διαδικασία αδιέξοδης εθνικιστικής πλειοδοσίας», εκτιμά ότι η σημερινή ηγεσία της δείχνει αυτή την περίοδο «εγκλωβισμένη ανάμεσα σε ένα αίσθημα ανασφάλειας και φόβου και σε μια αδικαιολόγητη αίσθηση υπεροχής και αλαζονείας».

Ένα αντιφατικό μείγμα που χρειάζεται πάντα προσεκτικούς χειρισμούς, προκειμένου να μην παρασυρθεί κανείς προς την «εύκολη φορά» των πραγμάτων, αλλά να επιδιώξει ανεύρεση διαύλων επικοινωνίας που θα οικοδομήσουν εμπιστοσύνη, σεβασμό των ιδιαιτεροτήτων της άλλης πλευράς, αλλά και τη δέουσα αυστηρότητα όπου και όποτε χρειαστεί.

Ο κ. Κοτζιάς προτάσσει ως καλύτερη προοπτική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μια ευρωπαϊκή, δημοκρατική Τουρκία με την οποία «θα αναπτύξουμε τη μέγιστη δυνατή συνεργασία σε όλα τα πεδία», καθώς, όπως λέει, «είναι η πολιτική αρχών μας, αλλά και η επιθυμία της πλειοψηφίας των Τούρκων πολιτών», ωστόσο «εναπόκειται σε εκείνη να αποφασίσει αν θέλει να είναι ή να μην είναι».