Ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας Κώστας Φωτάκης, διακεκριμένο μέλος και τέως πρόεδρος ΙΤΕ, ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα «Εποχή» αναφέρθηκε διεξοδικά στους νέους ερευνητές αλλά και την επισφάλεια που επικρατεί στον κλάδο της έρευνας.
-Έρχονται εκλογές και ελπίζουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα νικήσει. Θα ήθελα, λοιπόν, να συζητήσουμε για τους νέους ερευνητές, τις προοπτικές, αλλά και το κοινωνικό αποτύπωμα που θεωρητικά αλλάζει. Την αφορμή μου την έδωσαν τα της ισπανικής κυβέρνησης στον τομέα της έρευνας που αναφέρουν: Η Ισπανία επενδύει 288M στη περιβαλλοντική και ψηφιακή έρευνα. Αύξηση 26% του μόνιμου προσωπικού σε 3 δημόσιους ερευνητικούς οργανισμούς. Θα χρηματοδοτήσει πάνω από 1.700 ερευνητικά σχέδια για την προστασία του περιβάλλοντος και την ψηφιακή μεταφορά. Αυτό σημαίνει 1.600 θέσεις έρευνας σε δημόσια ιδρύματα και οργανισμούς, 2.500 προσωρινές θέσεις μετατρέπονται σε μόνιμες για να προσελκύσει πίσω ταλέντα που έφυγαν από τη χώρα. Μια κίνηση που προσκαλεί ερευνητές-τριες με δυνατότητες για ενδιαφέρουσα μόνιμη ερευνητική εργασία και ενισχύει το SNRC (Εθνικό ερευνητικό συμβούλιο Ισπανίας), το Ισπανικό Κέντρο Έρευνας για ενέργεια περιβάλλον και τεχνολογία και το ερευνητικό ινστιτούτο Carlos III (έρευνα στον τομέα της υγείας). Θα ήθελες να σχολιάσεις τι υπόσχεται η Ισπανία σε νέους ερευνητές και να συγκρίνεις με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα;
«Κατ’ αρχάς θα ήθελα να αναφερθώ στη βασική μας θέση που υπήρξε κεντρική στόχευση κατά την περίοδο 2015-19. Προέχει το ανθρώπινο δυναμικό. Οι δαπάνες για τη στήριξη των νέων επιστημόνων κι ερευνητών δεν αποτελούν κόστος. Αποτελούν επένδυση στο μέλλον της χώρας. Η προτεραιοποίηση αυτή σηματοδοτεί, για δύο λόγους, την απαρχή της θεμελίωσης ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου που θα βασίζεται στη γνώση: Πρώτον, επειδή το γνωσιακό κεφάλαιο που απορρέει από την επιστημονική έρευνα συμβάλλει στην ισχυροποίηση της κοινωνικής χειραφέτησης κι αποτελεί ανάχωμα στον σκοταδισμό και, δεύτερον, επειδή προάγει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Ουσιαστικά, οδηγός της πολιτικής μας υπήρξε η προαγωγή του δίπολου της κοινωνίας της γνώσης και της οικονομίας της γνώσης. Τα πρόσφατα μέτρα της ισπανικής κυβέρνησης που αναφέρεις, κινούνται προς μια παρόμοια κατεύθυνση. Τα μέτρα αυτά εστιάζονται σε επιλεγμένους θεματικούς τομείς. Η δική μας προσέγγιση υπήρξε οριζόντια ως προς τις επιλογές. Οι σημαντικές για τη χώρα Κοινωνικές κι Ανθρωπιστικές Επιστήμες, οι οποίες συχνά υποτιμούνται, στηρίχθηκαν ισότιμα με τους τεχνολογικούς τομείς».
-Είναι γνωστό το έργο σου στην διάρκειά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η «Εποχή» το έχει παρουσιάσει (16/1/2021), ποια είναι η κατάσταση μετά από 3,5 κυβέρνησης ΝΔ κυρίως για τους νέους ερευνητές;
«Στην Ελλάδα, το ασφυκτικό μνημονιακό περιβάλλον επιβάρυνε ιδιαίτερα τον χώρο της έρευνας, δημιουργώντας ένα ζοφερό τοπίο. Μεταξύ άλλων η υψηλή ανεργία, η υποβάθμιση της εργασίας, η έλλειψη προοπτικών εξέλιξης, οι συνθήκες έντονης επισφάλειας κι οι αναξιοπρεπείς μισθοί οδήγησαν στην ένταση της μετανάστευσης εξειδικευμένων, κυρίως νέων, επιστημόνων στο εξωτερικό (brain drain) ή της ετεροαπασχόλησης τους στην Ελλάδα (brain waste). Ειδικότερα στα ΑΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ), προκηρύξεις νέων θέσεων είχαν «παγώσει» για πολλά χρόνια κι επικρατούσαν φαινόμενα γήρανσης και μαρασμού. Στον ιδιωτικό τομέα, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, η ερευνητική εργασία αντιμετωπίζονταν ως απασχόληση φθηνού εργατικού δυναμικού. Αυτή την κατάσταση παραλάβαμε και προσπαθήσαμε να την αναστρέψουμε. Παρά τις συνθήκες αυστηρής λιτότητας, αυξήθηκε σημαντικά η δημόσια δαπάνη για την έρευνα κι έγιναν για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, ουσιαστικές παρεμβάσεις. Προκηρύχθηκαν νέες μόνιμες θέσεις εργασίας στα ΑΕΙ (1.500 θέσεις μελών ΔΕΠ) και στα ΕΚ (100 θέσεις ερευνητών και 153 θέσεις επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού), με πρόβλεψη για συστηματικές προκηρύξεις σε τακτά χρονικά διαστήματα. Επιπλέον, ιδρύθηκε το ΕΛΙΔΕΚ για την ενίσχυση της ελεύθερης έρευνας στα ΑΕΙ και ΕΚ και τη δημιουργία ευκαιριών για νέους ερευνητές, υποψήφιους διδάκτορες και μεταδιδάκτορες. Με τις πρωτοβουλίες αυτές, οι ανισότητες πρόσβασης στην έρευνα άρχισαν να αμβλύνονται κι υπήρξαν τα πρώτα δείγματα ανάσχεσης του brain drain. Με την έλευση της κυβέρνησης της ΝΔ, η πορεία αυτή μεταβλήθηκε ριζικά. Η έρευνα άρχισε να αντιμετωπίζεται αποσπασματικά και χρησιμοθηρικά για την κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών της αγοράς. Η έμφαση έγειρε προς τη στήριξη έργων κτιριολογικού περιεχομένου και μιας συχνά «κενής», αμφίβολης καινοτομίας με ανύπαρκτή ή οριακή προστιθέμενη αξία. Ταυτόχρονα, η επικοινωνιακή προβολή και διαχείριση αυτών των δράσεων εντάθηκε δυσανάλογα. Όσον αφορά τη στήριξη του ανθρώπινου δυναμικού, αυτή πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Για παράδειγμα, η απαξίωση και μη χρηματοδότηση του ΕΛΙΔΕΚ από το 2019, τείνει σήμερα να απαλείψει τη δυναμική που είχε αρχικά αναπτυχθεί. Επίσης, οι νεοφιλελεύθερης έμπνευσης εργασιακές ρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν, αύξησαν την αβεβαιότητα και την επισφάλεια των νέων ερευνητών, συντελώντας στη διαμόρφωση ενός ιδιότυπου «πρεκαριάτου». Δηλαδή, επιστημόνων που αναγκάζονται να αποδέχονται απαράδεκτες ελαστικές συμβάσεις εργασίας σε ένα ατέρμονο κυνήγι ευκαιριακής χρηματοδότησης έχοντας, επιπλέον, αμφίβολες προοπτικές εξέλιξης».
-Πώς νομίζεις ότι μπορεί να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της επισφάλειας των νέων ερευνητών στην Ελλάδα;
«Για την αντιμετώπιση της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί, πρέπει να γίνουν πολλά και να γίνουν άμεσα. Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διαμορφώνονται προτάσεις για την πλήρη υγειονομική και συνταξιοδοτική κάλυψη, με ειδικούς όρους, των υποψηφίων διδακτόρων κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της διατριβής τους (3 με 4 έτη). Για μεταδιδάκτορες ερευνητές σύνδεση των απολαβών τους με το ειδικό μισθολόγιο και για τους απασχολούμενους μακροχρόνια σε ερευνητικά έργα, δημιουργία θέσεων εργασίας αορίστου χρόνου για Ε&Α στο δημόσιο και επιδοτούμενες θέσεις εργασίας σε τμήματα Ε&Α καινοτόμων επιχειρήσεων. Τέλος, στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει ήδη ενσωματωθεί ο διπλασιασμός των θέσεων μελών ΔΕΠ στα Πανεπιστήμια. Αντίστοιχα, ο διπλασιασμός των ερευνητών στα Ερευνητικά Κέντρα είναι εφικτός σε βάθος τετραετίας με τελικό πρόσθετο κόστος που δεν ξεπερνά τα 25 εκατ. ευρώ ανά έτος. Πιστεύω ότι η υιοθέτηση αυτών των μέτρων θα επιφέρει ριζοσπαστικές αλλαγές στο ερευνητικό οικοσύστημα, θα ανατρέψει τις απαράδεκτες συνθήκες επισφάλειας κι αβεβαιότητας που επικρατούν σήμερα, θα αυξήσει την ένταση γνώσης στις επιχειρήσεις και θα εμπλουτίσει με νέο αίμα τα ΑΕΙ και ΕΚ».
–Και μια τελευταία ερώτηση, πώς βλέπεις να διαγράφεται το πολιτικό τοπίο σήμερα; Γιατί για να υλοποιηθούν όσα προτείνεις, πρέπει να κυβερνήσει πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
«Πλησιάζοντας προς τις εκλογές αισιοδοξώ ότι η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα αυξηθεί κάθετα. Η ανάδειξη της στρατηγικής αντιμετώπισης των κοινωνικών ανισοτήτων, υπερβαίνοντας μια λογιστική προσέγγιση πλειοδοσίας, δίνει προοπτική και καθιστά το ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων ελκυστικό, και όχι απλά δελεαστικό. Προγραμματικές συγκλίσεις μετά τις εκλογές με τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας φαίνεται να μπορεί να υπάρξουν σε μια σειρά θεμάτων, όπως η δημοκρατία και τα δικαιώματα, η άρση των ανισοτήτων, η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με γνώμονα το κοινωνικό όφελος και οι νέες τεχνολογίες στην κατεύθυνση της λεγόμενης 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Τα μηνύματα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε κεντρικά θέματα, όπως η διαφθορά, οι υποκλοπές, τα δικαιώματα, οι εργασιακές σχέσεις, αναδεικνύουν την υπεροχή των ιδεών και αξιών της Αριστεράς και έχουν αρχίσει σταδιακά να εμπεδώνονται. Το σύνθημα «Δικαιοσύνη παντού» θεωρώ ότι θα μπορούσε να εξειδικευθεί στο πλαίσιο μιας πολιτικής πρότασης, η οποία να διανοίγει προοπτικές και να εμπνέει. Ένα πολύπλευρο, συμπεριληπτικό και ρηξικέλευθο πρότυπο ποιοτικής και δίκαιης ανάπτυξης στο οποίο, μαζί με την οικονομία, η παιδεία, ο πολιτισμός και η γνώση πρωταγωνιστούν, θα μπορούσε να αποτελέσει τη μαγιά για μια τέτοια πρόταση».