Στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου θα συναντηθούν οι υπουργοί Οικονομικών των επτά ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη, μεταφέρεται το ενδιαφέρον της Ελλάδας, καθώς «εντός των τειχών» επιθυμούν διακαώς μια τουλάχιστον δήλωση για την προοπτική διευθέτησης του ελληνικού χρέους, που ομολογουμένως «πνίγει» τη χώρα.
Το γνωστό πλέον Washington Group από το Μπάρι αναμένεται να δώσει την ευκαιρία οι εκατέρωθεν πλευρές, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε και η επικεφαλής του ΔΝΤ Κρ. Λαγκάρντ, να τραβήξουν τις «κόκκινες γραμμές» τους για το ελληνικό ζήτημα. Βεβαίως, θα διαπιστωθούν και σημεία σύγκλισης των δύο πλευρών, καθώς η απόσταση που έχουν αμφότεροι διανύσει δεν πρέπει να παραγνωρίζεται.
Η τρέχουσα επικαιρότητα, από την άλλη πλευρά, συνεχίζει να κατακλύζεται από πολύπλευρες πιέσεις για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, ως μοναδική «ελπίδα σωτηρίας» για μια χώρα που παλεύει και δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της.
Πρώτα από όλα, ολοκληρώθηκε, το απόγευμα της Πέμπτης, η έκτακτη συνεδρίαση του EuroWorking Group στις Βρυξέλλες για την επικύρωση της κατ’ αρχήν συμφωνίας της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμούς.
Μόλις εφαρμοστούν τα προαπαιτούμενα από την Ελλάδα, το Eurogroup θα μπορέσει να εγκρίνει το πακέτο πολιτικής και τους όρους για την επόμενη εκταμίευση, και να διευθετήσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέουςΜετά τη λήξη της συνεδρίασης, με μία μάλλον ασαφή δήλωση, Ευρωπαίος αξιωματούχος σχολίασε ότι το EWG έκανε αποτίμηση της β’ αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος του ESM και καλωσόρισε την προκαταρκτική συμφωνία μεταξύ ελληνικών Αρχών και θεσμών σε ένα πακέτο πολιτικής που θα αποτελέσει τη βάση για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης.
Μόλις εφαρμοστούν τα προαπαιτούμενα από την Ελλάδα, το Eurogroup θα μπορέσει να εγκρίνει το πακέτο πολιτικής και τους όρους για την επόμενη εκταμίευση, και να διευθετήσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους στο άμεσο μέλλον, στη βάση της συμφωνίας του Μαΐου 2016.
Άλλωστε, όπως είχε δηλώσει νωρίτερα Ευρωπαίος αξιωματούχος, ο χρόνος μέχρι το Eurogroup στις 22 Μαΐου είναι περιορισμένος και θα χρησιμοποιηθεί κάθε ευκαιρία που υπάρχει για να συζητηθούν αυτά τα θέματα. Δηλαδή, η συζήτηση για το χρέος έχει ανοίξει.
Η εφημερίδα «Handelsblatt» αποκαλύπτει παρασκήνιο για το χρέος
Λίγο αργότερα η γερμανική «Handelsblatt» ανέφερε ότι ήδη οι εμπλεκόμενες πλευρές εξετάζουν εναλλακτικές λύσεις και σενάρια για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά από τα μέσα του 2018.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, εμπλοκή έχουν οι διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας, δηλαδή Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα, κεντρικό σημείο της πρότασης είναι μία ανταλλαγή χρέους, κατά την οποία ο ESM θα εξαγόραζε 13 δισ. ευρώ από δάνεια που οφείλει η Ελλάδα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), χρησιμοποιώντας κεφάλαια που προορίζονται για το ελληνικό πρόγραμμαΣύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα, κεντρικό σημείο της πρότασης είναι μία ανταλλαγή χρέους, κατά την οποία ο ESM θα εξαγόραζε 13 δισ. ευρώ από δάνεια που οφείλει η Ελλάδα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), χρησιμοποιώντας κεφάλαια που προορίζονται για το ελληνικό πρόγραμμα και τα οποία έχουν μείνει αναξιοποίητα.
Ο ESM θα προσέφερε χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερη διάρκεια, παρέχοντας σημαντική ελάφρυνση στην Αθήνα.
Σε πρώτο στάδιο, η γερμανική κυβέρνηση δεν είναι αντίθετη με την ιδέα, σύμφωνα με πληροφόρηση της «Handelsblatt». Το Βερολίνο εξετάζει την εν λόγω πρόταση ως μία επιλογή ανάμεσα σε διάφορες εναλλακτικές, αλλά η απόφαση δεν θα ληφθεί μέχρι να λήξει το τρέχον πρόγραμμα, δηλαδή στα μέσα του 2018.
Προς το παρόν, όπως σημειώνεται, το Βερολίνο θέλει να επικεντρωθεί στο τρέχον πρόγραμμα διάσωσης και στις συνθήκες τις οποίες η Ελλάδα καλείται να εφαρμόσει, σύμφωνα με γερμανικές κυβερνητικές πηγές που επικαλείται η εφημερίδα.
Άλλωστε, οι διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας εξετάζουν και άλλα μέτρα. Μία επιλογή είναι η επιμήκυνση λήξης του ελληνικού χρέους κατά 10-15 χρόνια.
Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης θα μπορούσαν επίσης να επιστρέψουν στην Αθήνα τα κέρδη που έχουν αποκομίσει από τα ελληνικά ομόλογα.
Στο «παιχνίδι» και οι Αμερικανοί
Η προκαταρκτική συμφωνία της Ελλάδας με τους διεθνείς πιστωτές της αποτελεί ένα θετικό βήμα για την αποδέσμευση κεφαλαίων που θα επιτρέψουν στη χώρα να αποπληρώσει το χρέος της που λήγει τον Ιούλιο, αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch.
«Αποτελεί, επίσης, προϋπόθεση για συζητήσεις αναφορικά με την πιο μακροπρόθεσμη ελάφρυνση του χρέους, αλλά ο χρόνος και το αποτέλεσμά τους παραμένει αβέβαιος» προσθέτει ο οίκος.
Εάν η ελληνική Βουλή εγκρίνει τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στις 2 Μαΐου, το Eurogroup, που θα συνεδριάσει στις 22 Μαΐου, θα μπορούσε να εγκρίνει την εκταμίευση περίπου 7 δισ. ευρώ από κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, σημειώνει ο οίκος.
«Τα κεφάλαια θα χρησιμοποιηθούν εν μέρει για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών της γενικής κυβέρνησης στον ιδιωτικό τομέα καθώς και την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμου χρέους 6,3 δισ. ευρώ που λήγει τον Ιούλιο» αναφέρεται.
Αυτό, προσθέτει ο Fitch, «θα ήταν συνεπές με τη βασική υπόθεσή μας, όταν επιβεβαιώσαμε το αξιόχρεο CCC του ελληνικού Δημοσίου τον Φεβρουάριο. Λάβαμε υπ’ όψιν την ευρεία συμμόρφωση της Ελλάδας στο πρόγραμμα και την επιθυμία των αρχών της Ευρωζώνης να αποφύγουν μία νέα ελληνική κρίση. Αναγνωρίσαμε, επίσης, ότι παραμένει μεγάλη στην Ελλάδα η λαϊκή και πολιτική αντίθεση σε στοιχεία του προγράμματος, που δημιουργούν σημαντικό κίνδυνο εφαρμογής. Θεωρούμε, όμως, ότι οι κυβερνητικοί βουλευτές είναι πιθανότερο να τα εγκρίνουν παρά να τα απορρίψουν».
Νωρίτερα η Moody’s
Η συμφωνία της Ελλάδας με τους πιστωτές αυξάνει την πιθανότητα μιας ελάφρυνσης του χρέους της στον επίσημο τομέα και είναι θετική για το αξιόχρεό τηςΗ συμφωνία της Ελλάδας με τους πιστωτές αυξάνει την πιθανότητα μιας ελάφρυνσης του χρέους της στον επίσημο τομέα και είναι θετική για το αξιόχρεό της, αναφέρει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s σε ανάλυσή του (credit outlook).
Το βασικό θετικό της συμφωνίας, σημειώνει ο οίκος, είναι ότι θα οδηγήσει πιθανόν σε περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους της Ελλάδας στον επίσημο τομέα, τα οποία θα καθιστούσαν πιο βιώσιμο το βάρος του.
Η συμφωνία αναμένεται να οδηγήσει στην ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος και αποτελεί προϋπόθεση για την εκταμίευση μίας δόσης περίπου 8 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, που θα επέτρεπε στη χώρα να καλύψει τις μεγάλες αποπληρωμές χρέους που λήγουν τον Ιούλιο.
«Κάθε σημαντική μείωση των υποχρεώσεων αποπληρωμών της Ελλάδας στον επίσημο τομέα, και πιο συγκεκριμένα στους Ευρωπαίους πιστωτές της, θα βελτίωνε τις προοπτικές αποπληρωμής των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου. Οι βελτιωμένες προοπτικές αποπληρωμής θα αποτελούσαν ένα σημαντικό θετικό μήνυμα για τη δυνατότητα της Ελλάδας να επιστρέψει στις ιδιωτικές κεφαλαιαγορές» σημειώνει ο Moody’s, προσθέτοντας ότι το τρέχον πρόγραμμα στήριξης πρόκειται να ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 2018, οπότε η Ελλάδα θα χρηματοδοτεί μετά τις δανειακές ανάγκες της με την έκδοση ομολόγων στις κεφαλαιαγορές.
«Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι επίσης πιθανόν να ανοίξει τον δρόμο για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), παρέχοντας πρόσθετη στήριξη για την ανάκτηση της πρόσβασης στις αγορές από το ελληνικό Δημόσιο και βελτιώνοντας το κλίμα για τους εγχώριους καταθέτες» συνεχίζει ο οίκος.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Eurobank
Την αναγκαιότητα περαιτέρω σημαντικής ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους από τους πιστωτές του επίσημου τομέα μετά το πέρας του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής υπογραμμίζει σε έκθεσή της η Eurobank, καθώς, όπως υποστηρίζει, αποτελεί «προϋπόθεση» για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της δημοσιονομικής θέσης της Ελλάδας.
Αυτό, αναφέρει η τράπεζα σε μελέτη της με τίτλο «Αναγκαίο μέγεθος και εύρος ελάφρυνσης δημόσιου χρέους για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της δημοσιονομικής θέσης της Ελλάδας», κρίνεται αναγκαίο για την αντιμετώπιση των σημαντικών προκλήσεων χρηματοδότησης που θα αντιμετωπίσει το ελληνικό Δημόσιο μετά το 2023.
Σημειώνεται ότι η επίτευξη συνθηκών βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους απαιτεί τη συγκράτηση των ετήσιων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης (gross financing needs) ως ποσοστό του ΑΕΠ σε επίπεδα όχι υψηλότερα του 15% μεσοπρόθεσμα (έως το 2040) και 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα (2041-2060).
Ακόμη και με την απουσία μέτρων μεσο-μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, η Ελληνική Δημοκρατία θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να καλύψει τις καθαρές δανειακές ανάγκες της πενταετούς περιόδου μετά το πέρας του υφιστάμενου προγράμματος (2019-2023) μέσω σχετικά περιορισμένου δανεισμού από τις διεθνείς αγορές (της τάξης των € 7 δις περίπου ετησίως κατά μέσο όρο).