«Με τη νέα νομοθετική πρωτοβουλία η πολιτεία παρέχει όλα εκείνα τα εργαλεία για να μη φοβούνται, να μην περιθωριοποιούνται οι μαθητές που υφίστανται ενδοσχολική βία. Δημιουργούμε ένα προστατευτικό περιβάλλον για τα θύματα και ένα αποτρεπτικό σύστημα για τους θύτες. Στόχος μας, είναι να σπάσει η σιωπή, κανένα παιδί να μη νιώθει και να μην είναι μόνο».

Αυτό τόνισε χαρακτηριστικά η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής κατά την πρώτη επεξεργασία του νομοσχεδίου με τίτλο «’Ζούμε αρμονικά μαζί – σπάμε τη σιωπή’ ρυθμίσεις για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας και του εκφοβισμού στα σχολεία και άλλες διατάξεις».

Το νομοσχέδιο δέχθηκε τα πυρά και τις παρατηρήσεις σύσσωμης της αντιπολίτευσης, η οποία το χαρακτήρισε «αποσπασματικό, πρόχειρο και επιδερμικό» ενώ κατηγόρησε τη κυβέρνηση για προεκλογική προσπάθεια εντυπωσιασμού, η οποία όμως δεν αντιμετωπίζει ουσιαστικά και αποτελεσματικά το φαινόμενο της σχολικής βίας που συνεχώς αυξάνεται, όπως είπε.

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δήλωσε ότι το υπερψηφίζει επί της αρχής του, ενώ το ΚΚΕ τάχθηκε κατά και η Ελληνική Λύση μαζί με το ΜεΡΑ25 επιφυλάχθηκαν.

«Είμαστε απολύτως ανοικτοί σε κάθε βελτιωτική πρόταση. Ο σχολικός εκφοβισμός είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα, δεν έχει χρώματα, δεν είναι κομματικό θέμα. Μοναδικός στόχος του νομοσχεδίου είναι η βελτίωση της ζωής των μαθητών μας, η ψυχική και σωματική τους υγεία, μία καλύτερη σχολική καθημερινότητα. Και πιστεύω ακράδαντα ότι αυτές οι πολιτικές είναι πέρα και πάνω από κόμματα, διαπερνούν τις όποιες ιδεολογικές μας αποκλίσεις και αποτελούν πρόσφορο έδαφος για να ανταλλάξουμε απόψεις και να συγκλίνουμε στο καλύτερο που μπορούμε να προσφέρουμε στα παιδιά μας», υπογράμμισε η υπουργός Παιδείας καλώντας παράλληλα το ΣΥΡΙΖΑ να αναθεωρήσει τη στάση του και να συμμετάσχει στη κοινοβουλευτική ψηφοφορία.

Όπως τόνισε η κ. Κεραμέως, «το νομοσχέδιο έρχεται να συμπληρώσει και να ενισχύσει τις πρωτοβουλίες που έχει λάβει ήδη το υπουργείο για την πρόληψη και αντιμετώπιση της σχολικής βίας και του εκφοβισμού στα σχολεία, οι οποίες κινούνται σε τρεις κατευθύνσεις:

– Εκπαίδευση των μαθητών με 166 νέα προγράμματα σπουδών που καλλιεργούν το πνεύμα κατά της βίας και των διακρίσεων.

 – Ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών μέσα από 85.000 προγράμματα επιμόρφωσής τους σε σχετικά θέματα, στο πλαίσιο των Εργαστηρίων Δεξιοτήτων.

 – Ενίσχυση της σχολικής κοινότητας με διπλασιασμό των ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία, από 1600 σε 3200.

«Σε συνέχεια αυτών των πρωτοβουλιών, στο πλαίσιο του νομοσχεδίου, προβλέπονται νέες δομές για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας, σε τρία επίπεδα: Σχολικής μονάδας, διεύθυνσης Εκπαίδευσης, με τετραμελείς Ομάδες Δράσης, αποτελούμενες από τον διευθυντή Εκπαίδευσης, έναν Σύμβουλο Εκπαίδευσης, ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό και σε κεντρικό επίπεδο, με μία επιτροπή Εμπειρογνωμόνων που έχει την ευθύνη για την εποπτεία και την επιμέλεια του προγράμματος, καθώς και τη συναγωγή σχετικών συμπερασμάτων» πρόσθεσε η κ. Κεραμέως.

Έμφαση έδωσε στη δημιουργία ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας για αναφορές περιστατικών ενδοσχολικής βίας, όπου μαθητές θα μπορούν να αναφέρουν περιστατικά, ανώνυμα ή επώνυμα, και οι γονείς μόνο επώνυμα.

«Αποδέκτες των αναφορών θα είναι οι υπεύθυνοι Αντιμετώπισης της Σχολικής Βίας και Εκφοβισμού της οικείας σχολικής μονάδας, που θα μπορούν να επιληφθούν αμέσως των περιστατικών αυτών, ενώ θα ενημερώνονται και οι Ομάδες Δράσεις των διευθύνσεων Εκπαίδευσης, οι οποίες θα συντάσσουν ετήσιες εκθέσεις με τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά τους για τα περιστατικά ενδοσχολικής βίας και θα υποβάλουν τις προτάσεις τους στον Περιφερειακό Διευθυντή Εκπαίδευσης, ο οποίος θα ενημερώνει τακτικά το ΥΠΑΙΘ, εξασφαλίζοντας τη χάραξη μελλοντικής πολιτικής ενάντια στην ενδοσχολική βία βάσει δεδομένων», είπε.

«Η πλατφόρμα θα περιέχει επίσης καλές πρακτικές πρόληψης και αντιμετώπισης, ενημερωτικό και επιμορφωτικό υλικό προς χρήση από την εκπαιδευτική κοινότητα, και θα λειτουργεί έτσι ως κεντρικός ψηφιακός κόμβος του υπουργείου Παιδείας για την ενδοσχολική βία και τον εκφοβισμό», σημείωσε η κ. Κεραμέως.

Από την πλευρά της, η γενική εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Ελισάβετ Σκούφα, έκανε λόγο για «ένα νομοσχέδιο αποσπασματικό, επιδερμικό και εμβαλωματικό, απέναντι σε ένα φαινόμενο που ολοένα εντείνεται, τόσο σε αριθμό όσο και σε ένταση».

Όπως υποστήριξε, το νομοσχέδιο «στηρίζεται σε εσφαλμένη παιδαγωγική προσέγγιση, δεν προσεγγίζει ολιστικά το πρόβλημα και δεν βασίζεται σε διεθνείς πρακτικές για την αντιμετώπισή του».

Ακόμα, ανέφερε ότι «στο νομοσχέδιο δεν γίνεται επαρκής αναφορά στην αντιμετώπιση της βίας μέσω του διαδικτύου, η οποία αυξάνεται και πολλαπλασιάζεται και εντείνει το πρόβλημα της σχολικής βίας και του εκφοβισμού».

«Το νομοσχέδιο μας δίνει μια εξαιρετική ευκαιρία να πάρουμε τον μεγεθυντικό φακό και να δούμε τι συντελείται μέσα στη σχολική τάξη του δημόσιου σχολείου στη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Ευτυχώς δεν έχουμε στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση τόση ένταση σε περιστατικά σχολικού εκφοβισμού», σημείωσε.

Η κ. Σκουφά υποστήριξε ακόμα ότι «οι ψυχολόγοι είναι ελάχιστοι, δεν έχουν ούτε συγκεκριμένο χώρο, ούτε συγκεκριμένη ώρα στα σχολεία, ενώ οι εκπαιδευτικοί καλούνται να σηκώσουν ένα τεράστιο βάρος για την αντιμετώπιση του προβλήματος».

«Συνολικά η εκπαιδευτική σας πολιτική, η εργασιακή και κοινωνική πολιτική σας, η αντιπολιτισμική πολιτική που ακολουθείτε, δεν συνιστά καθόλου απάντηση σε κοινωνικές παθογένειες οι οποίες ολοένα και κοχλάζουν. Αντίθετα τις εντείνουν. Ευτυχώς θα γίνουν άμεσα οι εκλογές, ώστε μια πραγματικά προοδευτική κυβέρνηση να δημιουργήσει επιτέλους το δημόσιο συμπεριληπτικό δημόσιο δημοκρατικό σχολείο που θα στηρίζεται στον σεβασμό της διαφορετικότητας, στον αλληλοσεβασμό και στις ανθρώπινες αξίες», κατέληξε η κ. Σκούφα.

Η ειδική αγορήτρια του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Χαρά Κεφαλίδου, επεσήμανε ότι «το νομοσχέδιο, παρά τη σημαντικότητα του – καθώς αγγίζει τον πυρήνα της οικογένειας – στις προτεραιότητες του υπουργείου Παιδείας βρίσκεται στη τελευταία θέση».

«Εδώ και πολύ καιρό χρειαζόμασταν – και πλέον επείγει – η ρύθμιση μιας κατάστασης γενικευμένης βίας μεταξύ ανηλίκων, υφέρπουσας ή εμφανούς, που ευδοκιμεί στο σχολικό περιβάλλον. Βίας κάθε είδους. Σωματικής, ψυχικής ή λεκτικής.

Παρά τη σοβαρότητα του θέματος, η νομοθετική ρύθμιση για το σχολικό εκφοβισμό δεν είναι δείγμα καλής νομοθέτησης. Το νομοσχέδιο, ενώ αρχικά δείχνει να έχει γίνει αντιληπτή η έκταση και το βάθος του προβλήματος του σχολικού εκφοβισμού και μοιάζει να λαμβάνει μέτρα και να παίρνει θέση στην αντιμετώπιση της σχολικής βίας, στην πραγματικότητα είναι άλλο ένα νομοσχέδιο τίτλων και επικεφαλίδων», υποστήριξε η κ. Κεφαλίδου και συμπλήρωσε:

«Δεν προβαίνει ουσιαστικά στην υλοποίηση μέτρων που θα αντιμετωπίσουν στιβαρά το πρόβλημα. Οι βασικές ανησυχίες μας για την αποτελεσματικότητά του, αφορούν κυρίως στο περιορισμό και την εξάντληση του θέματος, στην καταγραφή φαινομένων και περιστατικών βίας, χωρίς την αντίστοιχη μέριμνα για την αντιμετώπισή τους.

Ο αριθμός ψυχολόγων παραμένει μικρός, το βάρος της διαχείρισης των πολλών περιστατικών βίας και την ευθύνη την επωμίζονται οι εκπαιδευτικοί, χωρίς να τους παρέχονται τα απαραίτητα εργαλεία, αφήνει εκτός διαδικασίας εξαιρετικής σημασίας παράγοντες: Τις μαθητικές κοινωνίες, τους γονείς και τη κοινωνία, καθιστώντας όλο το εγχείρημα αλυσιτελές».

Υποστήριξε ακόμα, ότι «το νομοσχέδιο δεν ακουμπά τα εξαιρετικά διαδεδομένα φαινόμενα διαδικτυακής βίας και απειλής που ανθίζουν στις εφηβικές ηλικίες».

«Αυτό το νομοσχέδιο, παρά τους διακηρυγμένους στόχους της κυβέρνησης για τη πρόληψη, την εκπαιδευτική προσέγγιση, την αντιμετώπιση και προστασία παιδιών και εφήβων από κάθε μορφή βίας του σχολικού εκφοβισμού, αλλά και τη δημιουργία ασφαλούς σχολικού περιβάλλοντος για όλους τους μαθητές, αντιμετωπίζει αυτό το δαιδαλώδες ζήτημα εκ των ενόντων», είπε η κ. Κεφαλίδου ενώ έκανε λόγο για «πρόχειρη ως προσχηματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών».

«Νομίζω ότι το παρόν νομοσχέδιο είναι μόνο μια αρχή για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Θα θέλαμε να μην αρκείται στους τίτλους και στις εντυπώσεις αλλά να υπάρχει πρόβλεψη ενός ολοκληρωμένου σχεδίου. Γιατί η βία στα σχολεία δεν θα καμφθεί με θεωρίες, κηρύγματα, διακηρύξεις και μισόλογα.

Παρόλα αυτά το νομοσχέδιο κάνει μια αρχή και αφήνει μια παρακαταθήκη στην επόμενη ηγεσία που δεν θα αρκεστεί στην ιχνηλάτηση των περιστατικών αλλά θα τα αντιμετωπίσει κιόλας», κατέληξε η κ. Κεφαλίδου.

 Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Γιάννης Δελής, τόνισε ότι η αύξηση της σχολικής βίας είναι συνέπεια της εκμετάλλευσης και της καπιταλιστικής βίας την οποία υπηρετούν τα αστικά κόμματα, ενώ κατηγόρησε τη κυβέρνηση ότι «αγνοεί επιδεκτικά τα δεδομένα της ανασφάλειας, το άγχος και την περιθωριοποίηση των μαθητών».

 Ο κ. Δελής, μίλησε για «έντονο προεκλογικό άρωμα εντυπωσιασμού του νομοσχεδίου» σημειώνοντας ότι «η φάβα έχει μεγάλο λάκκο, καθώς τα προβληματικά και επικίνδυνα σημεία του ‘κάνουν μπαμ’ ακόμα και με την πρώτη ανάγνωση».

 «Πρώτα από όλα, ο ορισμός της σχολικής βίας στο νομοσχέδιο δεν στηρίζεται σε κανένα επιστημονικό συμπέρασμα.

Δεν διευκρινίζεται εννοιολογικά, αντίθετα υπάρχουν επικίνδυνες ερμηνείες και γενικεύσεις. Φωτογραφίζονται ακόμα και οι μαθητικές κινητοποιήσεις και η παρεμπόδιση μαθημάτων ταυτίζεται με τη σχολική βία», τόνισε.

Σοβαρές διαφωνίες εξέφρασε ο κ. Δελής για τη λειτουργία της πλατφόρμας και τη δυνατότητα ανώνυμης καταγγελίας για περιστατικά σχολικής βίας καθώς όπως είπε, «δεν μπορεί να διασφαλίσει την αλήθεια του προσώπου».

Σημείωσε ακόμα, ότι απουσιάζει η αναγκαία στελέχωση των σχολικών μονάδων με ψυχολόγους, ενώ φορτώνονται οι ευθύνες στους εκπαιδευτικούς.

«Τα μεγάλα λόγια και τα νομοσχέδια κρίνονται από την άμεση αποτελεσματικότητά τους και όχι από τους βαρύγδουπους τίτλους», ανέφερε η ειδική αγορήτρια της Ελληνικής Λύσης, Σοφία Χάιδω Ασημακοπούλου.

«Από το 2019 είχατε κάνει λόγο για σύσταση ειδικής ομάδας για την αντιμετώπιση της βίας στα σχολεία και ότι σε συνεργασία με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θα κινηθείτε άμεσα προς την κατεύθυνση των κρουσμάτων βίας στα σχολεία, με νέα καμπάνια ενημέρωσης αλλά και σύσταση ειδικής ομάδας, που θα έχει άμεση συνεργασία με φορείς της εκπαίδευσης», σημείωσε και πρόσθεσε:

«Το νομοσχέδιο τιτλοφορείται ‘Ζούμε αρμονικά μαζί’. Έχετε αναρωτηθεί αν τα παιδιά αυτά ζούνε; Ποια υπηρεσία θα διερευνά τη βία στο σπίτι, τους βιασμούς, την παραμέληση; Ο εκπαιδευτικός θεωρείτε ότι είναι ικανός να εισέρχεται στο ψυχισμό του παιδιού και να διαγνώσει όλα αυτά που βιώνει στο σπίτι, όταν χιλιάδες οικογένειες πεινάνε, δεν εργάζονται οι γονείς, και τόσα άλλα ακόμη προβλήματα. Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια του αρμονικά μαζί; Μαζί με ποιους; Με τους συμμαθητές τους που δεν μπορούν να πάνε στα γενέθλια τους, δεν μπορούν να φορέσουν καθαρά ρούχα ή δεν έχουν χρήματα να πάνε μια εκδρομή μαζί τους;».

«Πρόκειται για ένα ακόμα νομοσχέδιο από αυτά που η κυβέρνηση και η κ. Κεραμέως έχει συνηθίσει να καταθέτει με μία δοκιμασμένη συνταγή. Ένα κοινωνικά ευαίσθητο θέμα, ένας λυρικός τίτλος που αμπαλάρει όμορφα τις πιο αντιδραστικές ή ανούσιες προβλέψεις μαζί με άλλες πολλές άσχετες διατάξεις», επεσήμανε από την πλευρά του, ο ειδικός αγορητής του ΜεΡΑ25, Κλέων Γρηγοριάδης.

«Πρόκειται ουσιαστικά και αποκλειστικά για ευχολόγια τα οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν το ομολογουμένως σημαντικό πρόβλημα του σχολικού εκφοβισμού.

Για μια ακόμα φορά η κυβέρνηση, αντί να επικεντρωθεί στη πρόληψη του φαινομένου, εξαλείφοντας όσο το δυνατόν τις αιτίες που το δημιουργούν, έρχεται δήθεν να το αντιμετωπίσει εκ των υστέρων και μόνο πυροσβεστικά», ανέφερε.

Τη διαφωνία του εξέφρασε επίσης «στη δημιουργία πλατφόρμας με τη δυνατότητα ανώνυμων καταγγελιών, χωρίς να μπορεί να ελεγχθεί αν αυτός που καταγγέλλει θα είναι πράγματι ο μαθητής και όχι ο γονιός», όπως είπε.

«Το υπουργείο μεταφέρει για μια ακόμα φορά την ευθύνη στους εκπαιδευτικούς, χωρίς να προβλέπει ελάφρυνση του διδακτικού ωραρίου αυτών που θα αναλάβουν την πολύ δύσκολη διαδικασία, ενώ δεν προβλέπεται η πρόσληψη ειδικών επιστημόνων σε κάθε σχολική μονάδα», τόνισε ο κ. Γρηγοριάδης.

Υποστήριξε ακόμα, ότι «η κυβέρνηση ποινικοποιεί τις μαθητικές κινητοποιήσεις, εντάσσοντας στον σχολικό εκφοβισμό και τη παρεμπόδιση της ομαλής διεξαγωγής των μαθημάτων».

Καταλόγισε στη κυβέρνηση «επικοινωνιακούς στόχους» ενώ υποστήριξε ότι «για μια ακόμα φορά κινείται κατασταλτικά για την αντιμετώπιση ενός καθαρά κοινωνικού φαινομένου χωρίς σε καμία περίπτωση να ασχολείται με τις αιτίες που το δημιουργούν και το διογκώνουν και οι οποίες προκύπτουν από τις πολιτικές όλων των μνημονιακών κομμάτων».

Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Μερόπη Τζούφη, υποστήριξε ότι «με το νομοσχέδιο αυτό, η κυβέρνηση ολοκληρώνει τη καταστροφική πολιτική της σε βάρος της εκπαιδευτικής κοινότητας».

«Το νομοσχέδιο διαπνέεται από εκθέσεις ιδεών ενώ αδυνατεί να απαντήσει στο υπαρκτό πολυδιάστατο κοινωνικό πρόβλημα της σχολικής βίας που συνεχώς διογκώνεται επικίνδυνα. Είναι θετικό ότι αναγνωρίζει – έστω και στρεβλά – το πρόβλημα, αλλά είναι ένα μισό βήμα αυτό», σημείωσε.

Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης, κατηγόρησε τη κυβέρνηση ότι «κατέθεσε ένα νομοσχέδιο χωρίς έρευνα, χωρίς να έχει συνομιλήσει με αρμόδιους φορείς και χωρίς να βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα».

«Το χειρότερο είναι ότι υποτάσσει το μείζον θέμα του σχολικού εκφοβισμού σε μία προεκλογική ‘εντυπωσιοθηρία’, ανέφερε ο κ. Φίλης.

«Το νομοσχέδιο δίνει προτεραιότητα στην καταστολή έναντι της πρόληψης. Το πιο επικίνδυνο είναι ότι ποινικοποιεί τη σχολική βία», είπε ενώ δήλωσε ότι «είναι υπέρ της πλατφόρμας για επώνυμες καταγγελίες αλλά όχι ανώνυμες» καθώς όπως είπε, «υπάρχει κίνδυνος προσωπικής στόχευσης και δημιουργίας γενικευμένης καχυποψίας».

Από την πλευρά της, η γενική εισηγήτρια της ΝΔ, Κατερίνα Παπακώστα-Παλιούρα, ανέφερε ότι «το νομοσχέδιο είναι απαίτηση της κοινωνίας για την αντιμετώπιση της εσκεμμένης βίας και του εκφοβισμού, ενός φαινομένου που τείνει να πάρει διαστάσεις μάστιγας και χρειάζεται οργανωμένη απάντηση».

Σύμφωνα με την ΟΥΝΕΣΚΟ, όπως είπε, «ένα στα τρία παιδικά δέχεται μπούλινγκ, ενώ ειδικές επιστημονικές μελέτες επισημαίνουν ότι μετά από δύο χρόνια ύφεσης λόγω των ειδικών συνθηκών της πανδημίας, ο εκφοβισμός στα σχολεία εμφανίζεται δριμύτερος».

Ακόμα, υπεραμύνθηκε της ειδικής πλατφόρμας καταγγελιών σχολικής βίας, σημειώνοντας ότι «στην Ελλάδα δεν υπάρχει η δυνατότητα συστηματικής συλλογής πληροφοριών και επεξεργασίας των στοιχείων για περιστατικά σχολικού εκφοβισμού».

    
Απάντηση Κεραμέως στην αντιπολίτευση

Απαντώντας στις επικρίσεις που δέχτηκε από την αντιπολίτευση, η κ. Κεραμέως απέρριψε τις αιτιάσεις ότι το νομοσχέδιο δίνει έμφαση στην καταστολή των μαθητικών κινητοποιήσεων ποινικοποιώντας τις και αντιμετωπίζει επιδερμικά και όχι ουσιαστικά τη σχολική βία, κάνοντας λόγο για αοριστολογίες χωρίς συγκεκριμένα επιχειρήματα.

Ταυτόχρονα, επιτέθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορώντας τον ότι περιορίστηκε σε χαρακτηρισμούς περί επιδερμικών και αποσπασματικών διατάξεων, χωρίς να καταθέσει καμία απολύτως συγκεκριμένη πρόταση.

Ακόμα, η κ. Κεραμέως υπεραμύνθηκε της δυνατότητας ανώνυμων καταγγελιών από μαθητές για περιστατικά σχολικής βίας μέσω της ειδικής πλατφόρμας, τονίζοντας ότι κατά τη διαβούλευση που προηγήθηκε, ζήτησε και πήρε την γνώμη της αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ενσωματώνοντας συγκεκριμένες προτάσεις της στο νομοσχέδιο.

«Λέτε είστε κατά της ανώνυμης καταγγελίας στη πλατφόρμα. Δεν βλέπετε τι γίνεται διεθνώς; Ότι υπάρχουν τόσα παιδιά που θέλουν να μιλήσουν και φοβούνται; Δεν το σκέφτεστε αυτό; Δεν σας προβληματίζει ότι ένα παιδί θέλει κάτι να μοιραστεί, κάτι να πει αλλά δεν το κάνει γιατί μπορεί να πέσει θύμα εκφοβισμού; Εμάς μας προβληματίζει. Ναι ακούω τη κριτική που λέει ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μία κατάχρηση. Όμως μεταξύ των δύο, προτεραιοποιήσαμε το να σπάσει η σιωπή. Θέλουμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να μιλήσουν ακόμα και αν αυτό σημαίνει περισσότερος φόρτος για τους ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς. Θέλουμε να τους δώσουμε ένα ερέθισμα και μια δυνατότητα μεγαλύτερη να μιλήσουν και να σπάσουν τη σιωπή τους. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά, να το πει ξεκάθαρα ότι δεν θέλει να δώσουμε ένα βήμα σε αυτά τα παιδιά που φοβούνται να μιλήσουν και θέλουν ένα ασφαλές πλαίσιο για να μιλήσουν», τόνισε χαρακτηριστικά η κ. Κεραμέως.

«Πώς θα σπάσει το κλίμα εκφοβισμού; Πώς θα μιλήσει ελεύθερα ο μαθητής που δέχεται μπούλινγκ; Μόνο το 35% στην Ελλάδα δήλωσαν σε κάποιον γονέα, σε κάποιον ενήλικα, ότι έπεσαν θύμα διαδικτυακού εκφοβισμού. Αυτό τι μας δείχνει; Ότι φοβούνται να μιλήσουν και να μοιραστούν κάτι που τους απασχολεί», υπογράμμισε.

«Ελπίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να ξεπεράσει τις κομματικές του αγκυλώσεις με την ακατανόητη θέση του να απέχει από τις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες. Θεωρούμε ότι αυτό το νομοσχέδιο υπερβαίνει κόμματα και χρώματα και είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να δείξει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι αναθεωρεί την απόφασή του και να έρθει να επιτελέσει το καθήκον του, διαφωνώντας είτε συμφωνώντας, και να ψηφίσει», κατέληξε η κ. Κεραμέως.