Υπέρ της επιλογής της κυβέρνησης για μικρό αριθμό τηλεοπτικών αδειών πανελλαδικής εμβέλειας τάχθηκε ο πρώην υπουργός και κυβερνητικός εκπρόσωπος επί ΝΔ Άρης Σπηλιωτόπουλος, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο.
Ο κ. Σπηλιωτόπουλος ανέφερε ότι ο ίδιος ανέφερε ότι έχει «διαφορετική άποψη από τη Νέα Δημοκρατία», καθώς στο παρελθόν είχε συμμετάσχει σε ομάδα που είχε συνεργαστεί και με το Πανεπιστήμιο Αθηνών για τη μελέτη όλου του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου. «Πάνω σε κριτήρια βιωσιμότητας, είδαμε με συγκεκριμένους αριθμούς ότι, για να υπάρχει οικονομική βιωσιμότητα, δεν μπορούν να υπάρχουν πάνω από 2,5 πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικοί σταθμοί. Από εκεί και πάνω αρχίζει και κλυδωνίζεται -ως και χάνεται- η οικονομική βιωσιμότητα και μιλάμε για ζημιογόνες τηλεοπτικές επιχειρήσεις».
«Δεν ξέρω πολλούς επιχειρηματίες που να θέλουν να βάλουν τα χρήματά τους για να έχουν μία ζημιογόνο επιχείρηση, εκτός εάν υπηρετούν αλλότρια συμφέροντα, προκειμένου να πιέσουν την πολιτική εξουσία και να πάρουν άλλες δουλειές και να βγάλουν περισσότερα χρήματα και άλλους τρόπους» υπογράμμισε ο ίδιος και πρόσθεσε πως η μελέτη του πανεπιστημίου, που προτείνει 2,5 σταθμούς, μπορεί να είναι λίγο αυστηρή. «Να δεχτούμε να είναι 3; Να δεχτούμε να είναι 4; Παραπάνω δεν θα μπορούσαν να είναι» είπε ο κ. Σπηλιωτόπουλος.
Σημείωσε επίσης ότι «σε μία περίοδο κρίσης πολλοί μπορούν να μιλήσουν για τις θέσεις των ανέργων, αν κλείσουν τηλεοπτικοί σταθμοί, αλλά δεν είναι απαραίτητο να κλείσουν … μπορεί να υπάρχουν συνεργασίες, συγχωνεύσεις» και ότι θα πρέπει «να επιδιωχθεί να διατηρηθούν ούτως ή άλλως οι θέσεις των εργαζόμενων, αλλά δεν είναι δυνατόν να μην μπει και μία τάξη σε ένα άναρχο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, το οποίο λειτουργούσε με καθεστώς ημιπαρανομίας … από το 1989 και κανένας δεν έβαζε τάξη … είτε από φόβο πολιτικού κόστους είτε γιατί πίστευαν τότε οι πολιτικοί ότι μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα ΜΜΕ».
Σαν αποτέλεσμα, κατέληξε ο πρώην υπουργός, «όπως είδαμε τα τελευταία χρόνια, έγινε ακριβώς το αντίθετο: τα ΜΜΕ εκμεταλλεύτηκαν την πολιτική εξουσία και τελικά από τέταρτη εξουσία έγιναν πρώτη».