Ένα μοιραίο πρόσωπο, υπάλληλος τραπέζης, μία πρώην Υπουργός Οικονομικών, δύο απίστευτοι Έλληνες υπουργοί και ένας στραπατσαρισμένος κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα συμπρωταγωνιστούν στο θρίλερ μιας λίστας καταθετών στην Ελβετία για την οποία ουδείς γνωρίζει με σιγουριά την πραγματική «διαδρομή» της και τον πραγματικό αριθμό των αποδεκτών που την διαχειρίστηκαν.

Η αφορμή δόθηκε με τη δημοσίευση από περιοδικό ενός καταλόγου με 2059 ονόματα καταθετών, χωρίς να αναγράφονται τα ποσά των καταθέσεων καθώς και οι κωδικοί τους. Η λίστα παρουσιάστηκε ως «Λίστα Λαγκάρντ» και αφορά καταθέσεις στο υποκατάστημα της τράπεζας HSBC στη Γενεύη.

Ο δημοσιογράφος – εκδότης που δημοσίευσε τη «Λίστα» διώκεται αυτεπάγγελτα από την ελληνική Δικαιοσύνη για παραβίαση του νόμου περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η «zougla.gr» εξ αρχής ετάχθη με σαφήνεια κατά της δίωξης του, υπερασπιζόμενη το αυτονόητο δικαίωμα του δημοσιογράφου να δημοσιεύει το ρεπορτάζ του, όταν μάλιστα αυτό αφορά το δημόσιο συμφέρον.

Είναι, ωστόσο, ξεκάθαρο πως η δημοσίευση του πολυσυζητημένου αρχείου και μάλιστα ως «Λίστα Λαγκάρντ» προκάλεσε εξ αρχής πολλά ερωτήματα ως προς την αυθεντικότητα της, αλλά και ως προς την μέθοδο αποστολής της στον συγκεκριμένο δημοσιογράφο – εκδότη του περιοδικού.

Πιο συγκεκριμένα: Η αποκαλούμενη «λίστα Λαγκάρντ» πρωτοεμφανίζεται στο προσκήνιο μετά από ενημέρωση της ελληνικής ΕΥΠ από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, επί διοικήσεως Κώστα Μπίκα και ενώ υπουργός Οικονομικών είναι ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου.

Μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο μυστικών υπηρεσιών η λίστα αυτή επιδόθηκε στον Έλληνα υπουργό υπό μορφή CD από το γαλλικό Υπουργείο Οικονομικών. Η ελληνική ΕΥΠ αρνείται διά στόματος του τότε διοικητή της ότι διαθέτει αντίγραφο της λίστας.

Ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι αρνείται και αυτός ότι η διπλωματική του υπηρεσία απέκτησε αντίγραφο της «λίστας». Το ίδιο κατηγορηματικός είναι και σημερινός Υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Αβραμόπουλος που δηλώνει πως το ψηφιακό αυτό υλικό με τα ονόματα Ελλήνων καταθετών δεν υπάρχει στα αρχεία της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας.

Από τις επίσημες δηλώσεις των διαχειριστών της λίστας, λοιπόν, προκύπτει ότι το σύνολο των ονομάτων που συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν ανέρχεται σε 1991 άτομα. Η λίστα που δημοσιεύθηκε ως «Λίστα Λαγκάρντ», αναφέρει 2059 ονόματα.

Το ερώτημα είναι σαφές. Ο μόνος τρόπος να «αυγατίσει» μία δεδομένη λίστα είναι να υποστεί τροποποιήσεις. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.

Η λίστα που δόθηκε στον Γιώργο Παπακωνσταντίνου παραδόθηκε στη συνέχεια στο γραφείο του Υπουργού (ο ίδιος δεν θυμάται σε ποιον) και στη συνέχεια, στον τότε προϊστάμενο του ΣΔΟΕ Γιάννη Καπελέρη. Όλες οι ενέργειες αυτές, από την απόκτηση του ψηφιακού υλικού έως και την παράδοση στον κ. Καπελέρη πραγματοποιήθηκαν χωρίς πρωτόκολλο, χωρίς διαβιβαστικό σημείωμα, χωρίς την συνοδεία κάποιου εγγράφου που να αποτυπώνει την ίδια την ύπαρξη της λίστας, χωρίς κάποιον αριθμό εισερχομένου, χωρίς κάποια ενδεικτική ημερομηνία.

Ο μετέπειτα προϊστάμενος του ΣΔΟΕ, Ιωάννης Διώτης, είναι σαφής ως προς την εντελώς παράτυπη μεθοδολογία που υιοθετήθηκε ως προς την διακίνηση της επίμαχης «λίστας». Ο κ. Διώτης είναι έμπειρος Εισαγγελέας και εξαιρετικά «διαβασμένος» ως προς τις διεθνείς συναλλαγές μεταξύ κρατικών υπηρεσιών. Έχοντας υπηρετήσει επί μακρόν και στην Αντιτρομοκρατική ως εισαγγελικός προϊστάμενος, διαθέτει πλέον και την ικανότητα να διακρίνει την «ποιότητα» καθώς και τον «χαρακτήρα» κάθε διακινούμενης πληροφορίας, ιδιαίτερα όταν αυτή προέρχεται από κρατικές υπηρεσίες της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.

Ο Ιωάννης Διώτης απέκτησε την «λίστα» των 1991 ονομάτων από τον προκάτοχο του Ιωάννη Καπελέρη και από τον τότε Υπουργό Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ενώ την ίδια λίστα προμηθευόταν πάντα διά της ανεπισήμου οδού και ο μετέπειτα υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος. Για τον Ιωάννη Διώτη το ψηφιακό αυτό υλικό «φώναζε» εξ αρχής ότι είναι προϊόν μαγειρέματος «συρραφής είναι ο όρος που χρησιμοποιεί) από τις εμπλεκόμενες μυστικές υπηρεσίες.

Χαρακτηριστικός είναι για τον Ιωάννη Διώτη και ο τρόπος διακίνησης του υλικού, χωρίς δηλαδή επίσημα έγγραφα, πρωτόκολλα κλπ.

Ο κ. Διώτης είναι σαφής και ξεκάθαρος όταν μάλιστα ομιλεί δημόσια και καλείται να εκφράσει άποψη για την λίστα.

Ακούστε τι είπε ο κ. Διώτης στον Real FM και τον Γιώργο Τράγκα:

Έχουμε και λέμε λοιπόν. Η λίστα που δημοσιεύτηκε από το περιοδικό αναφέρεται σε διαφορετικό αριθμό ονομάτων από την λίστα που είχε στα χέρια του ο Υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου.

Ο κ. Παπακωνσταντίνου έχει την λίστα στα χέρια του την Άνοιξη του 2010. Δυόμισι χρόνια αργότερα δημοσιεύεται μία λίστα με την επωνυμία «Λαγκάρντ» η οποία έφθασε στον δημοσιογράφο μέσω επιστολής αγνώστου.

Ο τότε προϊστάμενος του ΣΔΟΕ, Ιωάννης Διώτης, ο οποίος παραλαμβάνει την λίστα από τα χέρια ενός υπουργού αντιλαμβάνεται εξ αρχής πώς η λίστα αυτή είναι προϊόν «μαγειρείου», πως διακινείται παρανόμως, πως δεν διαθέτει έστω και ένα συνοδευτικό έγγραφο που να νομιμοποιεί την ύπαρξη της.

Οκτώβριος 2012. Συνεδριάζει στη Βουλή η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας στην οποία καταθέτουν οι πρώην υπουργοί Ευάγγελος Βενιζέλος και Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Ο πρώτος κατείχε την λίστα σε μορφή ψηφιακή επί ένα χρόνο και κάτι μήνες και όταν άρχισε ο θόρυβος περί «Λίστας Λαγκάρντ» επέδωσε το αρχείο αυτό στο Μαξίμου. Ο κ. Βενιζέλος δηλώνει ότι κατείχε μεν την λίστα σε ένα συρτάρι πλην όμως ποτέ δεν την διάβασε διότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παρανομία.

Ο κ. Παπακωνσταντίνου από την άλλη παραδέχεται ότι του επεδόθη η λίστα, ότι προέβη σε μία πρόχειρη ανάγνωση, ότι επέλεξε μερικά ονόματα που τα διαβίβασε στον υφιστάμενο του Γιάννη Καπελέρη για περεταίρω ενδεικτική διερεύνηση και τέλος ότι τελικά ξέχασε σε ποιόν έδωσε το ψηφιακό υλικό της λίστας με αποτέλεσμα να την χάσει. Τάδε έφη Γιώργος Παπακωνσταντίνου.

Η Επιτροπή της Βουλής αντιδρά, η κοινωνία αναστατώνεται, οι δημοσιογράφοι ψάχνουν την λίστα η οποία περιέργως εμφανίζεται «αυγατισμένη» και χωρίς ποσά καταθέσεων και κωδικούς παρά μόνον με 2059 ονόματα στις σελίδες του περιοδικού. Ο ίδιος ο εκδότης του παραδέχεται ότι κάποιος άγνωστος του ενεχείρισε διά ανώνυμης επιστολής ένα «στικάκι».

Σε καμία περίπτωση, ούτε ο εκδότης του περιοδικού, ούτε όμως και ο δικηγόρος του είναι σε θέση να αποδείξουν πως πρόκειται για «λίστα Λαγκάρντ» ή ότι πρόκειται τουλάχιστον για τη λίστα Λαγκάρντ την οποία είχε στα χέρια του ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου ή ακόμη και ο Ιωάννης Διώτης.

Ο δικηγόρος του εκδότη – δημοσιογράφου Βασίλης Καπερνάρος και βουλευτής του κόμματος «Ανεξάρτητοι Έλληνες» είναι απολύτως ξεκάθαρος στις δημόσιες δηλώσεις του μετά την σύλληψη του πελάτη του. «Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν πρόκειται όντως για την πραγματική λίστα Λαγκάρντ», αναφέρει.

Συνοψίζοντας. Η «λίστα» του Παπακωνσταντίνου, την οποία ο Διώτης θεωρεί «προϊόν μαγειρείου», η οποία φθάνει στον Βενιζέλο που δεν την διαβάζει, δημοσιεύεται με διαφορετικό αριθμό προσώπων σε περιοδικό, ενώ ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δηλώνει «πολύ ευχαριστημένος από την δημοσίευση της λίστας», η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να είναι ακριβώς η ίδια που είχε στα χέρια του σε «στικάκι».

Ο δικηγόρος του δημοσιογράφου – εκδότη δηλώνει πώς κανείς δεν είναι σίγουρος για την αυθεντικότητα της λίστας η οποία πλην όμως δημοσιεύθηκε σε έκτακτη έκδοση ως μέγιστη αποκάλυψη για την οποία ο δημοσιογράφος διώκεται αν και η Δικαιοσύνη δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει την αυθεντικότητα του δημοσιεύματος.

Η κατάσταση περιπλέκεται μάλιστα ακόμη περισσότερο από την στιγμή που οι δύο οικονομικοί εισαγγελείς Πεπόνης και Μουζακίτης κατά την ενημέρωση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης επί του ζητήματος της λίστας Λαγκάρντ (πριν να δημοσιευτούν τα 2059 ονόματα στο περιοδικό) δήλωσαν αδυναμία ανίχνευσης της αυθεντικότητας της μετά από την παρέλευση τόσου μεγάλου χρονικού διαστήματος και δεδομένης της απουσίας επισήμων εγγράφων και διαβιβαστικών. Για τον λόγο αυτό επιμένουν στην πρόταση να ξανασταλεί η επίσημη (;) λίστα εκ νέου από τις γαλλικές αρχές!

Οι υποψίες

Ανώτερο στέλεχος της τράπεζας HSBC με διευθυντική θέση στην τράπεζα στο παρελθόν αναγνώρισε ορισμένους πελάτες του στη λίστα που δημοσιεύθηκε. Πρόκειται για παλαιούς πελάτες κατά την περίοδο 2000 – 2002. Ο ίδιος μιλώντας στην zougla.gr, επιμένει πώς η επίμαχη λίστα δημοσιεύθηκε «για να καεί». Σύμφωνα με τον ελβετικό νόμο που διέπει το τραπεζικό σύστημα, η όποια δημοσίευση ονομάτων καταθετών προκαλεί αυτομάτως τη διά νόμου επιβεβλημένη άρνηση των τραπεζών να παράσχουν οποιαδήποτε πληροφορία επί των ονομάτων αυτών.

Πρόκειται για κλασική πρόνοια αυτοάμυνας του ελβετικού τραπεζικού συστήματος το οποίο βασίζεται στην εγγύηση της εχεμύθειας των τραπεζικών υπηρεσιών που προσφέρει. Αν η όποια «λίστα» παρέμενε απόρρητη τότε θα ήταν δυνατή η παροχή πληροφοριών για το περιεχόμενο των καταθέσεων και την ταυτότητα των καταθετών. Αρκεί να διατηρούνται τα προσχήματα δηλαδή.

Ανώτερο στέλεχος των διωκτικών αρχών τέλος, επεσήμαινε αμέσως μετά τη δημοσίευση της λίστας από το περιοδικό, πως ένας αριθμός ονομάτων που συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη λίστα που παρέλαβε ο Γ. Παπακωνσταντίνου δεν ανιχνεύονται στη λίστα των 2059 ονομάτων παρά το γεγονός ότι σε αυτήν υπάρχουν περισσότεροι καταθέτες από τον κατάλογο που έφθασε στο Υπ. Οικονομικών.

Κατά το ίδιο στέλεχος, που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, ο αριθμός των «διαγραμμένων» ονομάτων φθάνει τους 128.

Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω σχολιασμών από ένα τραπεζικό στέλεχος και από ανώτερο αξιωματούχο των διωκτικών υπηρεσιών προκαλεί έντονο ενδιαφέρον αφού και οι δύο μαρτυρίες καταλήγουν πως και υπήρξε σκοπιμότητα ως προς τη δημοσίευση μίας εκδοχής της «λίστας Λαγκάρντ» αλλά και στο ότι το ψηφιακό υλικό όπου δημοσιεύτηκε μπορεί να είναι προϊόν συγκεκριμένης παρέμβασης μια που τα 128 αυτά ονόματα φέρονται να ταυτίζονται με ονόματα πολιτικών εν ενεργεία που δεν περιορίζονται σε ένα «καμένο χαρτί» (Γ. Βουλγαράκη) ή σε έναν πολιτικό που εδώ και καιρό έχει αποβιώσει (Γιάννη Μπούτο).