Ένα μοιραίο πρόσωπο, υπάλληλος τραπέζης, μία πρώην Υπουργός Οικονομικών, δύο απίστευτοι Έλληνες υπουργοί και ένας στραπατσαρισμένος κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα συμπρωταγωνιστούν στο θρίλερ μιας λίστας καταθετών στην Ελβετία για την οποία ουδείς γνωρίζει με σιγουριά την πραγματική «διαδρομή» της και τον πραγματικό αριθμό των αποδεκτών που την διαχειρίστηκαν.
Ο δημοσιογράφος – εκδότης που δημοσίευσε τη «Λίστα» διώκεται αυτεπάγγελτα από την ελληνική Δικαιοσύνη για παραβίαση του νόμου περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η «zougla.gr» εξ αρχής ετάχθη με σαφήνεια κατά της δίωξης του, υπερασπιζόμενη το αυτονόητο δικαίωμα του δημοσιογράφου να δημοσιεύει το ρεπορτάζ του, όταν μάλιστα αυτό αφορά το δημόσιο συμφέρον.
Είναι, ωστόσο, ξεκάθαρο πως η δημοσίευση του πολυσυζητημένου αρχείου και μάλιστα ως «Λίστα
Πιο συγκεκριμένα: Η αποκαλούμενη «λίστα Λαγκάρντ» πρωτοεμφανίζεται στο προσκήνιο μετά από ενημέρωση της ελληνικής ΕΥΠ από τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, επί διοικήσεως Κώστα Μπίκα και ενώ υπουργός Οικονομικών είναι ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου.
Μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο μυστικών υπηρεσιών η λίστα αυτή επιδόθηκε στον Έλληνα υπουργό υπό μορφή CD από το γαλλικό Υπουργείο Οικονομικών. Η ελληνική ΕΥΠ αρνείται διά στόματος του τότε διοικητή της ότι διαθέτει αντίγραφο της λίστας.
Ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι αρνείται και αυτός ότι η διπλωματική του υπηρεσία απέκτησε αντίγραφο της «λίστας». Το ίδιο κατηγορηματικός είναι και σημερινός Υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Αβραμόπουλος που δηλώνει πως το ψηφιακό αυτό υλικό με τα ονόματα Ελλήνων καταθετών δεν υπάρχει στα αρχεία της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας.
Το ερώτημα είναι σαφές. Ο μόνος τρόπος να «αυγατίσει» μία δεδομένη λίστα είναι να υποστεί τροποποιήσεις. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.
Η λίστα που δόθηκε στον Γιώργο Παπακωνσταντίνου παραδόθηκε στη συνέχεια στο γραφείο του Υπουργού (ο ίδιος δεν θυμάται σε ποιον) και στη συνέχεια, στον τότε προϊστάμενο του ΣΔΟΕ Γιάννη Καπελέρη. Όλες οι ενέργειες αυτές, από την απόκτηση του ψηφιακού υλικού έως και την παράδοση στον κ. Καπελέρη πραγματοποιήθηκαν χωρίς πρωτόκολλο, χωρίς διαβιβαστικό σημείωμα, χωρίς την συνοδεία κάποιου εγγράφου που να αποτυπώνει την ίδια την ύπαρξη της λίστας, χωρίς κάποιον αριθμό εισερχομένου, χωρίς κάποια ενδεικτική ημερομηνία.
Ο μετέπειτα προϊστάμενος του ΣΔΟΕ, Ιωάννης Διώτης, είναι σαφής ως προς την εντελώς παράτυπη
Ο Ιωάννης Διώτης απέκτησε την «λίστα» των 1991 ονομάτων από τον προκάτοχο του Ιωάννη Καπελέρη και από τον τότε Υπουργό Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ενώ την ίδια λίστα προμηθευόταν πάντα διά της ανεπισήμου οδού και ο μετέπειτα υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος. Για τον Ιωάννη Διώτη το ψηφιακό αυτό υλικό «φώναζε» εξ αρχής ότι είναι προϊόν μαγειρέματος «συρραφής είναι ο όρος που χρησιμοποιεί) από τις εμπλεκόμενες μυστικές υπηρεσίες.
Χαρακτηριστικός είναι για τον Ιωάννη Διώτη και ο τρόπος διακίνησης του υλικού, χωρίς δηλαδή επίσημα έγγραφα, πρωτόκολλα κλπ.
Ο κ. Διώτης είναι σαφής και ξεκάθαρος όταν μάλιστα ομιλεί δημόσια και καλείται να εκφράσει άποψη για την λίστα.
Ακούστε τι είπε ο κ. Διώτης στον Real FM και τον Γιώργο Τράγκα:
Έχουμε και λέμε λοιπόν. Η λίστα που δημοσιεύτηκε από το περιοδικό αναφέρεται σε διαφορετικό αριθμό ονομάτων από την λίστα που είχε στα χέρια του ο Υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου έχει την λίστα στα χέρια του την Άνοιξη του 2010. Δυόμισι χρόνια αργότερα δημοσιεύεται μία λίστα με την επωνυμία «Λαγκάρντ» η οποία έφθασε στον δημοσιογράφο μέσω επιστολής αγνώστου.
Οκτώβριος 2012. Συνεδριάζει στη Βουλή η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας στην οποία καταθέτουν οι πρώην υπουργοί Ευάγγελος Βενιζέλος και Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Ο πρώτος κατείχε την λίστα σε μορφή ψηφιακή επί ένα χρόνο και κάτι μήνες και όταν άρχισε ο θόρυβος περί «Λίστας Λαγκάρντ» επέδωσε το αρχείο αυτό στο Μαξίμου. Ο κ. Βενιζέλος δηλώνει ότι κατείχε μεν την λίστα σε ένα συρτάρι πλην όμως ποτέ δεν την διάβασε διότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παρανομία.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου από την άλλη παραδέχεται ότι του επεδόθη η λίστα, ότι προέβη σε μία πρόχειρη ανάγνωση, ότι επέλεξε μερικά ονόματα που τα διαβίβασε στον υφιστάμενο του Γιάννη Καπελέρη για περεταίρω ενδεικτική διερεύνηση και τέλος ότι τελικά ξέχασε σε ποιόν έδωσε το ψηφιακό υλικό της λίστας με αποτέλεσμα να την χάσει. Τάδε έφη Γιώργος Παπακωνσταντίνου.
Η Επιτροπή της Βουλής αντιδρά, η κοινωνία αναστατώνεται, οι δημοσιογράφοι ψάχνουν την λίστα η
Σε καμία περίπτωση, ούτε ο εκδότης του περιοδικού, ούτε όμως και ο δικηγόρος του είναι σε θέση να αποδείξουν πως πρόκειται για «λίστα Λαγκάρντ» ή ότι πρόκειται τουλάχιστον για τη λίστα Λαγκάρντ την οποία είχε στα χέρια του ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου ή ακόμη και ο Ιωάννης Διώτης.
Ο δικηγόρος του εκδότη – δημοσιογράφου Βασίλης Καπερνάρος και βουλευτής του κόμματος «Ανεξάρτητοι Έλληνες» είναι απολύτως ξεκάθαρος στις δημόσιες δηλώσεις του μετά την σύλληψη του πελάτη του. «Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν πρόκειται όντως για την πραγματική λίστα Λαγκάρντ», αναφέρει.
Συνοψίζοντας. Η «λίστα» του Παπακωνσταντίνου, την οποία ο Διώτης θεωρεί «προϊόν μαγειρείου», η οποία φθάνει στον Βενιζέλο που δεν την διαβάζει, δημοσιεύεται με διαφορετικό αριθμό προσώπων σε περιοδικό, ενώ ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δηλώνει «πολύ ευχαριστημένος από την δημοσίευση της λίστας», η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να είναι ακριβώς η ίδια που είχε στα χέρια του σε «στικάκι».
Η κατάσταση περιπλέκεται μάλιστα ακόμη περισσότερο από την στιγμή που οι δύο οικονομικοί εισαγγελείς Πεπόνης και Μουζακίτης κατά την ενημέρωση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης επί του ζητήματος της λίστας Λαγκάρντ (πριν να δημοσιευτούν τα 2059 ονόματα στο περιοδικό) δήλωσαν αδυναμία ανίχνευσης της αυθεντικότητας της μετά από την παρέλευση τόσου μεγάλου χρονικού διαστήματος και δεδομένης της απουσίας επισήμων εγγράφων και διαβιβαστικών. Για τον λόγο αυτό επιμένουν στην πρόταση να ξανασταλεί η επίσημη (;) λίστα εκ νέου από τις γαλλικές αρχές!
Οι υποψίες
Ανώτερο στέλεχος της τράπεζας HSBC με διευθυντική θέση στην τράπεζα στο παρελθόν αναγνώρισε
Πρόκειται για κλασική πρόνοια αυτοάμυνας του ελβετικού τραπεζικού συστήματος το οποίο βασίζεται στην εγγύηση της εχεμύθειας των τραπεζικών υπηρεσιών που προσφέρει. Αν η όποια «λίστα» παρέμενε απόρρητη τότε θα ήταν δυνατή η παροχή πληροφοριών για το περιεχόμενο των καταθέσεων και την ταυτότητα των καταθετών. Αρκεί να διατηρούνται τα προσχήματα δηλαδή.
Ανώτερο στέλεχος των διωκτικών αρχών τέλος, επεσήμαινε αμέσως μετά τη δημοσίευση της λίστας από το περιοδικό, πως ένας αριθμός ονομάτων που συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη λίστα που παρέλαβε ο Γ. Παπακωνσταντίνου δεν ανιχνεύονται στη λίστα των 2059 ονομάτων παρά το γεγονός ότι σε αυτήν υπάρχουν περισσότεροι καταθέτες από τον κατάλογο που έφθασε στο Υπ. Οικονομικών.
Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω σχολιασμών από ένα τραπεζικό στέλεχος και από ανώτερο αξιωματούχο των διωκτικών υπηρεσιών προκαλεί έντονο ενδιαφέρον αφού και οι δύο μαρτυρίες καταλήγουν πως και υπήρξε σκοπιμότητα ως προς τη δημοσίευση μίας εκδοχής της «λίστας Λαγκάρντ» αλλά και στο ότι το ψηφιακό υλικό όπου δημοσιεύτηκε μπορεί να είναι προϊόν συγκεκριμένης παρέμβασης μια που τα 128 αυτά ονόματα φέρονται να ταυτίζονται με ονόματα πολιτικών εν ενεργεία που δεν περιορίζονται σε ένα «καμένο χαρτί» (Γ. Βουλγαράκη) ή σε έναν πολιτικό που εδώ και καιρό έχει αποβιώσει (Γιάννη Μπούτο).