Οι πολιτικές για τη στήριξη της έρευνας και των νέων ερευνητών/τριών βρέθηκαν στο επίκεντρο του υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστα Γαβρόγλου, στο πλαίσιο της εκδήλωσης του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης με θέμα: «Οι παρεμβάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για τη στήριξη των νέων ερευνητών/τριών. Παρουσίαση αποτελεσμάτων», που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» από την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Τομεακών Ε.Π. του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης του Ε.Π. «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση & Δια Βίου Μάθηση».
Αναφερόμενος στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στον χώρο της έρευνας στη χώρα, ο κ. Γαβρόγλου σημείωσε: «Έχει μεγάλη σημασία η καθιέρωση μιας κουλτούρας ότι όποιος “δικός μας” δεν είναι απαραίτητα καλύτερος, επειδή είναι δικός μας. Και αυτή είναι μια νέα πραγματικότητα που καθιερώνεται στον χώρο της έρευνας και στον χώρο των αξιολογήσεων».
Ο κ. Γαβρόγλου έκανε αναφορά στο μεταρρυθμιστικό σχέδιο του υπουργείου που άρχισε να ξεδιπλώνεται τα τελευταία τρία χρόνια. «Προχωράμε σε μια νέα αρχιτεκτονική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που προκύπτει μέσα από ανάλυση του ρόλου των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ. Κάποιοι χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τον ρόλο της τεχνολογικής εκπαίδευσης που ρημάχτηκε από τις πολιτικές τους τα προηγούμενα χρόνια. Στο πλαίσιο του δικού μας μεταρρυθμιστικού έργου, η ενίσχυση της τεχνολογικής εκπαίδευσης είναι μέρος της αρχιτεκτονικής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» είπε και περιέγραψε επιγραμματικά τα τέσσερα σημεία της μεταρρύθμισης : Νέα τμήματα με νέα γνωστικά πεδία, συνέργειες τμημάτων ΤΕΙ με Πανεπιστήμια, ίδρυση πανεπιστημιακών ερευνητικών κέντρων που απαρτίζονται από ερευνητικά ινστιτούτα και διετή προγράμματα σπουδών στα Πανεπιστήμια για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ με χορήγηση επαγγελματικών πτυχίων ευρωπαϊκών προσόντων.
«Η ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού σχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, τον Σεπτέμβριο του 2020, έρχεται να συναντηθεί με τις αλλαγές στο Λύκειο και την προσπάθεια να δοθεί ουσία και νόημα στην ανύπαρκτη σήμερα Γ’ Λυκείου», σημείωσε ο υπουργός, επισημαίνοντας ότι από τον Σεπτέμβριο οι μαθητές της Γ’ Λυκείου θα διδάσκονται 4 μαθήματα επί 6 ώρες εβδομαδιαίως το καθένα, ώστε να δίνεται πλέον «μεγάλο περιθώριο στους εκπαιδευτικούς και στους μαθητές να προετοιμαστούν για τις εξετάσεις της Γ’ Λυκείου. Η Γ’ Λυκείου θα αποτελεί συνέχεια εγκύκλιων σπουδών αλλά και προπαρακευαστικό έτος για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια» είπε χαρακτηριστικά.
Ο υπουργός αναφέρθηκε στις 500 νέες θέσεις μελών ΔΕΠ που έχουν προκηρυχθεί σημειώνοντας ότι για πρώτη φορά μετά το 2010 θα μπορούν να προκηρύσσονται θέσεις που μένουν κενές λόγω συνταξιοδοτήσεων. «Μας είναι αδιανόητο πώς υπάρχουν τμήματα που κηρύσσουν άγονες θέσεις με 20 υποψηφίους. Πρόκειται για εγγενείς παθογένειες της πανεπιστημιακής ζωής που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν» είπε.
Ειδικά για τους νέους ερευνητές, ο κ. Γαβρόγλου τόνισε: «Συζητώντας για τους νέους ερευνητές, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε ως Ευρώπη ένα σοβαρό πρόβλημα: τι θα γίνει με αυτούς τους επιστήμονες τα επόμενα 10 χρόνια; Υπάρχει στην Ευρώπη ένα τεράστιο πρόβλημα. Τώρα δίνονται οι υποτροφίες και αυτό είναι μια ανάσα για νέους ερευνητές. Όμως, τι γίνεται μετά; Λύνεται το πρόβλημα αυτό μόνο με νέες θέσεις στα πανεπιστήμια; Προφανώς όχι μόνο. Αυτό είναι ένα ερώτημα που αν δεν απαντηθεί, θα γίνει εφιάλτης που θα μας καταπιεί. Πρέπει η Ευρώπη να δει την επόμενη μέρα με κάποια μορφή μονιμότερης απασχόλησης αυτού του δυναμικού. Οφείλουμε να επανανοηματοδοτήσουμε το brain drain που σε μια ενωμένη Ευρώπη παίρνει μια άλλη διάσταση. Πρέπει να δούμε τις γέφυρες -όρος των ημερών- που θα μπορέσουν να δημιουργήσουν μια ισορροπία τόσο για τους επιστήμονες που θέλουν να μείνουν σε ξένη χώρα όσο και για εκείνους που θέλουν να επιστρέψουν στη χώρα τους. Να δούμε, δηλαδή, νέες συνέργειες σε επίπεδο ευρωπαϊκό και αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα που βρίσκεται στο τραπέζι των συζητήσεων».
Ο κ. Γαβρόγλου χαρακτήρισε ως «υπερβολικό ζήλο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ την απόλυτη σύνδεση της εκπαίδευσης με την «αγορά εργασίας». «Η εκπαίδευση δεν μπορεί να έχει ως μοναδικό στόχο την αγορά εργασίας. Η εκπαίδευση έχει στόχο και ρόλο παιδευτικό, πολιτιστικό, αλλά και ανάπτυξης δεξιοτήτων που δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντες. Είναι αλήθεια ότι η νέα γενιά μπορεί να χρειαστεί να αλλάξει πολλά περιβάλλοντα εργασίας. Άρα, χρειάζεται προσαρμοστικότητα που επιτυγχάνεται μέσα από τη γενικότερη παιδεία», είπε.
Τέλος, αναφέρθηκε στη γραφειοκρατία των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ): «Η γραφειοκρατία αυτή πρέπει να τελειώνει. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο έχει το προνόμιο να διαχειρίζεται ιδιωτικό και δημόσιο χρήμα. Αυτή τη στιγμή υπάρχει κίνδυνος πολλοί ερευνητές να μην προχωρούν στη σύνταξη και στην περιγραφή της έρευνάς τους, ακριβώς λόγω της γραφειοκρατίας που έχει καθιερωθεί. Εμείς έχουμε ήδη ορθολογικοποιήσει το σύστημα και θέλουμε να απλοποιηθούν ακόμη περισσότερο αυτές οι διαδικασίες. Δεν είναι μόνο ίδιον της Ελλάδας αυτή η γραφειοκρατία. Υπάρχουν και στο εξωτερικό προβληματικά σημεία. Πρέπει, όμως, να υπάρχει εμπιστοσύνη στους θεσμούς που διαχειρίζονται αυτήν την κατάσταση, αλλιώς θα “στεγνώσει” η έρευνα στη χώρα».