Παρακολουθήστε την διακαναλική συνέντευξη του Γιώργου Α. Παπανδρέου που παραχώρησε την Κυριακή, 18/1/2015, κάνοντας κλικ εδώ.
Η εισαγωγική τοποθέτηση του Γιώργου Παπανδρέου:
«Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας.
Πολλοί με ρωτούν για το παρελθόν.
Θα μιλήσω σήμερα για το μέλλον.
Για την επομένη των εκλογών.
Θα μιλήσω όμως, καταθέτοντας την εμπειρία μου. Έχοντας σήμερα και τη γνώση από την σκληρή εμπειρία διαχείρισης μιας κρίσης. Της δυσκολότερης κρίσης που αντιμετώπισε η Ελλάδα και η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες.
Σήμερα και η ΝΔ, ο κ. Σαμαράς, και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας, τάζουν την ομαλή έξοδο από την κρίση. Τάζουν σκληρή διαπραγμάτευση με την ΕΕ, τάζουν λύση στο υπερχρεωμένο κράτος, τάζουν ότι οι ίδιοι ξέρουν και μπορούν να μας πάνε σε έναν εύκολο δρόμο προς την ευημερία.
Στα όσα λένε λείπει ένας βασικός παράγοντας.
Ο Ελληνικός λαός.
Είμαι βαθιά πεπεισμένος, ότι η όποια λύση, η όποια διαπραγμάτευση για το χρέος, για το πρόγραμμα προσαρμογής, για τα επόμενα βήματα της Ελλάδας και της ΕΕ, πρέπει να έχει τη γνώμη και την απόφαση του Ελληνικού λαού.
Πρέπει να έχει την υπογραφή του Ελληνικού λαού μέσα από την δημοκρατική διαδικασία ενός δημοψηφίσματος.
Για τρεις λόγους:
1) Γιατί είναι το πιο ουσιαστικό διαπραγματευτικό χαρτί οποιασδήποτε ελληνικής κυβέρνησης.
2) Γιατί θα εγγυάται ότι καμμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα φέρει μέτρα και πολιτικές που αποτελούν νέα βάρη ή αποσταθεροποιούν την χώρα. Δηλαδή, θα ελέγχεται η όποια κυβέρνηση σχηματισθεί.
3) Γιατί θα μπορέσει ένα δημοψήφισμα να αποτελέσει συμβόλαιο και εγγύηση μεταξύ του Ελληνικού λαού και των λαών της ΕΕ.
Θα προσθέσω και μια ακόμα σημαντική εμπειρία μου.
Το 2011, όταν πρότεινα δημοψήφισμα, ανατράπηκα.
Δεν ήταν μια προσωπική ανατροπή. Ήταν μια ήττα της Δημοκρατίας.
Ηττήθηκε η Δημοκρατία γιατί είχε απέναντί της τη συντηρητική Ευρώπη, που φοβάται να δώσει τον λόγο στους πολίτες.
Ηττήθηκε η Δημοκρατία από εγχώρια συμφέροντα/κατεστημένα, που σε καμμία περίπτωση δεν ήθελαν να γίνουν οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στην Ελλάδα.
Τι επακολούθησε της ήττας αυτής;
Επικεντρώθηκε η Κυβέρνηση Σαμαρά για δύο χρόνια στην εφαρμογή των πολιτικών της λιτότητας – σκληρότερης λιτότητας από το πρώτο μνημόνιο. Μπορούσε να το είχε αποφύγει, αλλά εγκατέλειψε το πρόγραμμα των μεγάλων θεσμικών μεταρρυθμίσεων, αυτών που είχε και έχει ανάγκη η χώρα.
Εγκατέλειψε μια μάχη σύγκρουσης με τα κακώς κείμενα, ενός οικονομικο-πολιτικού κατεστημένου.
Για αυτό ανατράπηκε η Κυβέρνηση το 2011.
Για να μην γίνουν ή να για να αναιρεθούν οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που ξεκινήσαμε την περίοδο 2009-2011.
Μεταρρυθμίσεις που θα εξοικονομούσαν χρήματα, που θα νοικοκύρευαν το κράτος, που θα επένδυαν στην ανάπτυξη και όχι σε μια πελατεία που παρασιτεί.
Τον λογαριασμό πλήρωσε η μεσαία τάξη, ο εργαζόμενος και μισθωτός, ο συνταξιούχος και βεβαίως, οι πιο αδύναμοι της κοινωνίας.
Απέτυχε με λίγα λόγια να κάνει αυτό που πέτυχαν δύο άλλες χώρες που επίσης μπήκαν σε πρόγραμμα – η Ιρλανδία και η Πορτογαλία.
Οι οποίες σήμερα έχοντας ολοκληρώσει τις αναγκαίες αλλαγές μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, χωρίς στήριξη από τους δανειστές και να καλύπτουν τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες από τις αγορές με πολύ μικρό κόστος.
Και είναι απαράδεκτο, ότι σήμερα βρίσκεται ξανά η χώρα μας αντιμέτωπη με την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια.
Την ίδια αβεβαιότητα και ανασφάλεια με την οποία βρέθηκε το 2012.
Υπενθυμίζω ότι και τότε την ευθύνη για τις περιπέτειες της χώρας και την κορύφωση της συζήτησης στη Ευρώπη για το Grexit είχαν η ΝΔ και ο κ. Σαμαράς που ήθελαν να προχωρήσει η χώρα σε εκλογές, ενώ αυτό που χρειαζόταν ήταν να προχωρήσει στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα βοηθούσαν την οικονομία να βγει από την ύφεση ταχύτερα.
Σήμερα, ενώ ήταν γνωστό εδώ και δύο χρόνια ότι το πρόγραμμα τελειώνει τον Δεκέμβριο και η χώρα έπρεπε να προετοιμαστεί για την ομαλή και οριστική έξοδο από το πρόγραμμα η κυβέρνηση Σαμαρά απέτυχε να διασφαλίσει το ελάχιστο – δηλαδή την ασφαλή έξοδο.
Ας αναλογιστεί κανείς πόσο ανεύθυνη υπήρξε η ρητορική της κυβέρνησης το τελευταίο εξάμηνο, η οποία έδιωχνε στα λόγια μνημόνια και ΔΝΤ ενώ δεν είχε εξασφαλίσει ούτε κατ’ ελάχιστο τη δυνατότητα εξόδου στις αγορές, άντλησης δανείων με αποδεκτό κόστος.
Και όλα αυτά από μια κυβέρνηση που είχε ευρύτερες συναινέσεις και στήριξη, αλλά και έχοντας εξασφαλίσει, χάρη στις δικές μας δύσκολες αποφάσεις της περιόδου 2009-2011, την εξισορρόπηση του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Ας αναλογιστεί κανείς πόσο πιο δύσκολες και πιο διαφορετικές ήταν οι συνθήκες το 2010 στο εσωτερικό της χώρας με τα τεράστια ελλείμματα, τις μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες, αλλά και στο εξωτερικό της χώρας, εξαιτίας της μειωμένης αξιοπιστίας από τα πλαστά στοιχεία όταν προσπαθούσαμε να πείσουμε την Ευρώπη να προχωρήσει στη δημιουργία του Μηχανισμού Στήριξης. Θυμηθείτε ποια ήταν η στάση τότε της ΝΔ και του κ. Σαμαρά.
Πετροβολούσαν όσο δεν ήσαν εξουσία και μετά εφάρμοσαν πολύ σκληρότερα μέτρα – όταν ανέλαβαν.
Το γεγονός ότι και πάλι σήμερα κυριαρχεί η αγωνία και η αβεβαιότητα και στην Ευρώπη ξανασυζητούν σχετικά με τη θέση της χώρας στην ευρωζώνη, αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι αυτή η κυβέρνηση έχει τεράστιες ευθύνες για την τωρινή κατάσταση της χώρας.
Όπως ευθύνες έχει και ο ΣΥΡΙΖΑ με τις προτάσεις του.
Επτά χρόνια μετά το ξεκίνημα της ύφεσης ο ΣΥΡΙΖΑ αγνοεί προκλητικά ότι το πρόβλημα της χώρας δεν προέκυψε από τα μνημόνια.
Θέλουν να ξεχάσει ο Ελληνικός λαός ότι τα μνημόνια ήρθαν από τις ανερμάτιστες πολιτικές της περιόδου 2004-2009 που οδήγησαν σε υπεχρεοκοπία τη χώρα, σε τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα της τάξης του 15,7% και στο τεράστιο έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας – από την απάτη με τα πλαστά στατιστικά στοιχεία.
Για την επόμενη ημέρα της χώρας δείχνει την ίδια εμμονή με τη ΝΔ για επιστροφή στις παθογένειες που ήταν κυρίαρχες στο παρελθόν και οδήγησαν στην κρίση του 2009.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται να σκίσει το μνημόνιο το οποίο τελειώνει τέλη Φεβρουαρίου και να καταργήσει όλους τους νόμους που υιοθετήθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Δηλαδή, θα καταργήσει τη Διαύγεια που έκανε διαφανή τη δημοσιονομική διαχείριση;
Θα καταργήσει τους πολυετείς προυπολογισμούς που κάνουν πιο αποτελεσματική την κατάρτιση των προϋπολογισμών;
Θα καταργήσει το θεσμό του Οικονομικού Εισαγγελέα ή την δυνατότητα να ανοίγουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί για να ελέγχονται οι πηγές των εισοδημάτων των φορολογούμενων;
Θα καταργίσει τον Καλλικράτη, που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες θεσμικές κατακτήσεις της Αυτοδιοίκησης;
Θα επαναφέρει τις ανισότητες στο ασφαλιστικό σύστημα, όπου τα δικαιώματα των συνταξιούχων δεν ήταν κοινά για όλους αλλά καθορίζονταν από τον ασφαλιστικό φορέα στον οποίο ήταν ασφαλισμένοι; Ίδια χρόνια υπηρεσίας, ίδιες εισφορές, αλλά διαφορετικές παροχές ήταν το σύνηθες προ των αλλαγών του 2010.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να κατανοήσει ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι τα μνημόνια αλλά ο πελατειακός καπιταλισμός.
Τα μνημόνια τα έφερε ο πελατειακός καπιταλισμός που εξέθρεψε μια παρασιτική επιχειρηματικότητα που σιτιζόταν από το δημόσιο χρήμα.
Που επέτρεπε τη κατασπατάληση των πόρων του προϋπολογισμού, χωρίς ποτέ να γίνεται έλεγχος της αποτελεσματικότητας των δαπανών του κράτους ως προς τους στόχους που είχαν τεθεί.
Που επέτρεπε την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των ισχυρών και έριχνε όλα τα βάρη στους αδύναμους.
Σήμερα, αν η ελληνική οικονομία δεν βελτιωθεί, δεν θα γίνει παραγωγική, ανταγωνιστική και εξωστρεφής – αν καταργηθούν οι 400 νόμοι, δεν θα αυξηθεί η ζήτηση από το εξωτερικό για ελληνικά αγαθά και υπηρεσίες.
Σήμερα η χώρα έχει ανάγκη από μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα και θα στηρίξουν την στροφή προς τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
Αυτός είναι ο μόνος βιώσιμος τρόπος αύξησης των εισοδημάτων και μείωσης της ανεργίας.
Τι προτείνουν; Να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος, αυξάνοντας τα ελλείμματα, ό,τι δηλαδή έκανε και ο Καραμανλής, να επαναλάβουμε, δηλαδή, τις πολιτικές που μας οδήγησαν στην κρίση.
Οι πολιτικές αυτές δεν μπορούν να λύσουν ούτε το πρόβλημα της ανάπτυξης, ούτε της ανεργίας.
Οι βαθύτερες αιτίες της ανεργίας δεν βρίσκονται πίσω από τους οικονομικούς δείκτες.
Εμείς πιστεύουμε ότι τα αίτια της κρίσης αφορούν στην αιχμαλωσία του πολιτικού συστήματος από έναν πελατειακό καπιταλισμό.
Αυτό καθιστά αδύναμη την πολιτική να αντιμετωπίσει τις πραγματικές αιτίες της κρίσης, όπως την ανεργία και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Η αντιμετώπιση της ανεργίας και οι ίσες ευκαιρίες για τους νέους, απαιτούν την εμβάθυνση της Δημοκρατίας, με τη διάλυση του πελατειακού κράτους, τη σύγκρουση με την πολιτική συναλλαγής, με την εμπέδωση αξιοκρατίας, διαφάνειας, λογοδοσίας, την απλοποίηση και την ποιότητα στις κρατικές υπηρεσίες, με τη συγκρότηση ισχυρών θεσμών, με την εκτόπιση του κομματισμού.
Τη μεταφορά πόρων από χρεοκοπημένες κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις προς την οικονομία της εξωστρέφειας, του ανταγωνισμού, την σύγχρονη τεχνολογία της πράσινης οικονομίας, που εκτιμά τη γνώση, την καινοτομία και τον κόσμο της εργασίας.
Την αποκατάσταση της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ισονομίας και του κράτους δικαίου.
Με λίγα λόγια την ουσιαστική αντιμετώπιση όχι απλά του οικονομικού αλλά του δημοκρατικού ελλείμματος της χώρας μας.
Και αυτή η νέα αρχή να γίνει με την σφραγίδα του Ελληνικού λαού.
Με έναν δημοκρατικό, συμμετοχικό τρόπο, μέσα από ένα δημοψήφισμα.
Ένα ελληνικό σχέδιο μεγάλων αλλαγών στην Ελλάδα, κάνοντας την χώρα μας βιώσιμη, να στέκεται περήφανα στα δικά της πόδια, να μην έχει ανάγκη εξάρτησης απο άλλους.
Και μαζί την στήριξη των εταίρων μας για την ομαλή έξοδο μας στις αγορές, καθώς και τη δεύτερη μεγάλη ελάφρυνση του χρέους μας, για να ανασάνει ο τόπος – και τα πλεονάσματα που έχουμε πια να πηγαίνουν στο κράτος πρόνοιας και στη υγιή ανάπτυξη της χώρας.
Αυτή πρέπει να είναι η Μεγάλη Συμφωνία με τους εταίρους μας. Ένα τέτοιο πακέτο ενεργειών μπορεί να γίνει άμεσα αποδεκτό από τους εταίρους μας.
Η δικιά μας πρόταση του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΩΝ, διασφαλίζει:
– Την ομαλή έξοδο στις αγορές – χωρίς κραδασμούς, χωρίς πειραματισμούς, χωρίς να απειλούνται οι θυσίες του Ελληνικού λαού.
– Την τόλμη – όπως έχουμε δείξει – για σύγκρουση με τα κακώς κείμενα ενός πελατειακού και παρασιτικού κατεστημένου ώστε να εμπεδώσουμε επιτέλους μια λειτουργική δημοκρατία στον τόπο μας.
– Τη διαπραγματευτική ισχή για ελάφρυνση του βάρος από το χρέος.
– Τέλος, η πρότασή μας ζητά να μην υπάρξει λευκή επιταγή – ιδιαίτερα στην κρίσιμη αυτή στιγμή – σε κανέναν.
Είναι ανάγκη αύριο να υπάρξουν συνεργασίες. Όχι πόλωση.
Εμείς εγγυόμαστε ότι κανείς δεν θα έχει λευκή επιταγή.
Και αυτό γιατί η πρότασή μας είναι η μεγαλύτερη εγγύηση σταθερότητας και προόδου – δίνοντας επιτέλους δημοκρατική φωνή στον Ελληνα πολίτη μέσα από δημοψήφισμα για το μέλλον της χώρας.
Σας ευχαριστώ».