Σε συνέντευξή του στην ιταλική οικονομική εφημερίδα «ΙΙ Sole 24 Ore» ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Γιώργος Σταθάκης αποκάλυψε πως οι ιδιωτικοποιήσεις θα προχωρήσουν κανονικά, αφού είναι δέσμευση που έχει αναλάβει η κυβέρνηση με τη συμφωνία που υπέγραψε τον περασμένο Ιούλιο με τους θεσμούς.
Συγκεκριμένα δήλωσε: «Οι ιδιωτικοποιήσεις προχωρούν όπως είχε προβλεφθεί με τους δανειστές στην τελευταία συμφωνία που υπεγράφη τον περασμένο Ιούλιο και μπορώ να προσθέσω πως σε ό,τι αφορά στη διάθεση στην ελεύθερη αγορά των ελληνικών σιδηροδρόμων, μια από τις ιδιωτικοποιήσεις στην οποία δόθηκε ώθηση, υπάρχει σημαντικό ιταλικό ενδιαφέρον και εμείς είμαστε ευτυχείς για το ενδιαφέρον αυτό».
Στην ίδια συνέντευξη ο υπουργός εμφανίστηκε αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μιλώντας για σταθεροποίησή της.
«Είχαμε ύφεση, πέρυσι, χαμηλότερη από ό,τι αναμενόταν (λιγότερο από το 1%) και φέτος το πρώτο τρίμηνο ήταν εν μέρει αρνητικό, το δεύτερο με θετικό πρόσημο και ελπίζουμε το τρίτο και το τέταρτο να είναι άλλο τόσο θετικά. Όλα αυτά υπογραμμίζουν ότι η κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας αλλάζει και ότι η νέα αυτή κατεύθυνση θα οδηγήσει σε εν δυνάμει ανάπτυξη, το 2017, της τάξης του 2,5%».
Απαντώντας σε ερώτηση της «II sole 24 Ore» σχετικά με τις υποχρεώσεις προς τους δανειστές ο Γιώργος Σταθάκης δήλωσε: «Ολοκληρώσαμε σημαντικές διαπραγματεύσεις μετά τη συνολική συμφωνία του Ιουλίου του 2015 και τώρα πρέπει να εφαρμόσουμε όσα εγκρίναμε τον περασμένο Δεκέμβριο. Η θετική έκβαση της πρώτης αξιολόγησης ήταν ιδιαίτερα σημαντική, διότι αποτελούσε το 70% όλης της συμφωνημένης δέσμης. Θεωρώ ότι η δεύτερη αξιολόγηση που θα αρχίσει την ερχόμενη εβδομάδα και η οποία προβλέπει πολλά θέματα επί τάπητος θα επικεντρωθεί στη μεταρρύθμιση της αγοράς της εργασίας».
Παράλληλα, αναφέρθηκε στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών τονίζοντας πως: «Τα τελευταία 29 χρόνια οι τηλεοπτικές άδειες δίδονταν σε ετήσια βάση, χωρίς μόνιμο τρόπο. Σήμερα είμαστε ευτυχείς, διότι έχουμε ένα ανταγωνιστικό σύστημα για τη χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών, το οποίο παράγει έσοδα για το κράτος, ύψους διακοσίων πενήντα εκατομμυρίων ευρώ. Όλοι οι συμμετέχοντες, παράλληλα, εντάσσονται σε ένα σύστημα που έχει ρυθμιστεί με αποτελεσματικό τρόπο, χωρίς μεροληπτικές πολιτικές παρεμβάσεις».