«Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στο πρόγραμμα του πρωθυπουργού, η ελληνική πλευρά δεν έχει ζητήσει συνάντηση. Εξ όσων γνωρίζουμε, δεν υπάρχει και σύμπτωση στα προγράμματα των δύο ηγετών, δεν συμπίπτουν στη Νέα Υόρκη» δήλωσε σήμερα ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, όταν ρωτήθηκε για τις δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν περί συνάντησής του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
«Η πολιτική είναι δυναμική, προφανώς η ελληνική πλευρά δεν είναι αντίθετη στο να βρίσκονται οι ηγέτες. Πάντοτε το να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας είναι μια χρήσιμη πολιτική οδός, οι δίαυλοι επικοινωνίας είναι πάντοτε χρήσιμοι, με μία επιφύλαξη: θα πρέπει να υπάρχει μια κοινή βάση κατανόησης κατ’ ελάχιστον».
Και, υπό τη γενική τοποθέτηση, «εφόσον θεωρούμε ότι υπάρχει κοινή κατανόηση ότι προχωράμε στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, που είναι μια γενική, οικουμενική παραδοχή, βεβαίως θα πρέπει να συναντηθούμε», στο προκείμενο διευκρίνισε: «Αυτή τη στιγμή διανύουμε μια φάση έντονης ρητορικής επιθετικότητας, αλλά και γενικά επιθετικότητας εκ μέρους της Τουρκίας». Μάλιστα ο υπουργός Επικρατείας συσχέτισε την τουρκική αντίδραση των ημερών με τη σύγκληση του EUMED λέγοντας ότι «η Τουρκία και ο πρόεδρος Ερντογάν βρίσκονται σε μια σχετική πίεση κάθε φορά που αναλαμβάνεται μια διεθνής πρωτοβουλία εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Η πρωτοβουλία που αναλάβαμε για την EUMED ήταν πράγματι μια πολύ σπουδαία δράση, η οποία ενοποιεί τον ευρωμεσογειακό χώρο». Συνεπώς «βρέθηκε υπό πίεση ο πρόεδρος Ερντογάν», παρ΄ ότι, συνέχισε ο κ. Γεραπετρίτης, «κακώς αισθάνθηκε αυτή την ενόχληση διότι η EUMED δεν ήταν κάτι παραπάνω από την αυτονόητη παραδοχή σεβασμού κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων και κυριαρχίας επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου».
Και αναγνωρίζοντας ότι από την τουρκική πλευρά «υπάρχει επιστροφή σε μια λογική έντασης και ρητορική και επί του πεδίου» σημείωσε εμφατικά: «Είναι κάτι που εμείς θα αποκρούσουμε, όπως πρέπει να αποκρούσουμε. Καταλαβαίνουμε τι μεγάλη σημασία έχουν οι συμμαχίες, οι οποίες οικοδομούνται στον χώρο της Ευρώπης ακόμη κι αν αυτό λογίζεται από την Τουρκία ότι είναι επιθετική κίνηση εκ μέρους της Ελλάδας. Θεωρούμε αυτονόητο ότι η κυριαρχία, τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας προφανώς και θα εξακολουθήσουν να έχουν πλήρη εφαρμογή στη βάση του Διεθνούς Δικαίου».
Στο ερώτημα δε αν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε επιπλέον ένταση, ο κ. Γεραπετρίτης ήταν κατηγορηματικός: «Πιο έτοιμη από ποτέ, η ελληνική πλευρά, και στο πεδίο και στο κομμάτι της διεθνούς διπλωματίας, έχει αποδείξει ότι έχει την ικανότητα να έχει πολύ γρήγορα αντανακλαστικά. Σε κάθε περίπτωση, η αντίδρασή μας θα είναι ανάλογη με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, όπου αυτό απαιτείται, αλλά από την άλλη πλευρά, χωρίς καμία απολύτως παραχώρηση στα δικαιώματά μας».
Ερωτηθείς, εξάλλου, αν θα συνεχιστούν οι έρευνες από το γαλλικό ερευνητικό σκάφος και δη στο Καστελόριζο, χαρακτήρισε «προφανές» το ότι «θα υπάρξει πλήρης εφαρμογή των σχεδίων που έχουν τεθεί. Διότι στην πραγματικότητα συζητάμε για την ανάπτυξη των ελληνικών σχεδίων, τα οποία έχουν απόλυτο έρεισμα στις διεθνείς συμβάσεις για το δίκαιο της θάλασσας και στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαιωμάτων των χωρών της Μεσογείου». Έδωσε, παράλληλα, τη διπλή διαβεβαίωση-μήνυμα ότι αφενός «εμείς θα παραμείνουμε στο πεδίο του διεθνούς ορθού λόγου», αφετέρου «αν υπάρξει κλιμάκωση εκ μέρους της Τουρκίας, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει ανάλογη αντίδραση εκ μέρους της Ελλάδας».