Είναι ξημερώματα της 14ης Αυγούστου του 1974. Ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Μαύρος, βρίσκεται στην Ελβετία για τις συζητήσεις με τους Τούρκους. Ο δεύτερος Αττίλας μόλις έχει αρχίσει και οι τουρκικές δυνάμεις αναπτύσσονται προς νότον. Η τελευταία φάση μιας τραγικής σελίδας για τον ελληνισμό φθάνει στο τέλος της.

Εκείνο το απομεσήμερο της 14ης Αυγούστου, ο υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Τζέιμς Κάλαχαν, συνομιλεί τηλεφωνικά με το Χένρυ Κίσινγκερ. Η συνομιλία είναι θερμή, σχεδόν θυμίζει κουβέντα συνενόχων. Είναι και αποκαλυπτική, διότι καταδεικνύει το πώς σε κρίσιμες στιγμές σκέπτονται και ενεργούν οι μεγάλοι αυτού του κόσμου.

Εξαρχής καθορίζεται το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθούν οι διπλωματίες των δύο χωρών. Η Ουάσιγκτον αποδέχεται ως δεδομένο πως στο «κυπριακό», το Λονδίνο έχει τον κύριο λόγο. Η συνομιλία είναι αποκαλυπτική και για έναν άλλο λόγο. Αποδεικνύεται στην πράξη το πόσο εύθραυστες είναι οι ισορροπίες στο ΝΑΤΟ αλλά και πόσο αναποτελεσματικός είναι ο μηχανισμός ελέγχου της Συμμαχίας.

«Οι Τούρκοι είναι υπερεθνικόφρονες κάτι σαν το Χίτλερ», ομολογεί ο Κάλαχαν, για να εισπράξει την καταφατική απάντηση του Χένρυ Κίσινγκερ». Είναι προφανές πως ο «εύκολος» στόχος είναι η Αθήνα που χρειάζεται «μασάζ», δηλαδή μία δόση πίεσης και μία φιλική χειρονομία, αλλά με έμφαση στην πίεση. Είναι Αύγουστος του 1974 και η βρετανική διπλωματία αντιλαμβάνεται πως η λύση του «κυπριακού» είναι μία μακρά και περιπετειώδης διαδικασία. Τότε ο Κάλαχαν προτείνει την έννοια της «Διζωνικής» λύσης εντός ενός ομοσπονδιακού συνόλου. Την ημέρα δηλαδή του δεύτερου Αττίλα, το Λονδίνο ήδη χαράσσει την πολιτική του με ένα γνώμονα που καταγράφεται στη συνομιλία του Βρετανού με τον Αμερικανό ομόλογό του. Το ζητούμενο είναι να ομαλοποιηθεί η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Πρόκειται για το «Άλφα και το Ωμέγα» της τακτικής που θα ακολουθήσουν Ουάσιγκτον και Λονδίνο εφεξής.

Η δεύτερη συνομιλία που παρουσιάζεται αφορά στο διάλογο του Ρίτσαρντ Νίξον με το Χάρολντ Ουίλσον, πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Νίξον προσπαθεί να διαμορφώσει ένα άκρως φιλικό κλίμα στις μεταξύ τους σχέσεις. Ευχαριστεί τον Ουίλσον για όσα η βρετανική διπλωματία έχει πράξει για την υπόθεση του «κυπριακού». Η συνομιλία αυτή δεν έχει διπλωματικό ενδιαφέρον αλλά έχει εξαιρετικό πολιτικό ενδιαφέρον. Είναι προφανές και αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια όλων αυτών των δεκαετιών που συζητείται το «κυπριακό» πως το «πάνω χέρι» στο νησί το έχουν οι Εγγλέζοι. Οι Αμερικανοί απλώς ακολουθούν, προσθέτοντας ορισμένες πινελιές. Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως μεταξύ Λονδίνου και Ουάσιγκτον υπάρχει μία σχέση συνενόχων. Μία σχέση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και που αποδεικνύεται στα πολεμικά θέατρα του Ιράκ, του Αφγανιστάν και της πρώην Γιουγκοσλαβίας.