Να διερευνηθούν όλες οι πτυχές της υπόθεσης και να εμφανιστεί ενώπιον της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης για τη Novartis ζητεί ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
«Ζητώ το ελάχιστο που επιβάλλει η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και η στοιχειώδης πολιτική εντιμότητα των αντιπάλων: Η Επιτροπή σας να επιληφθεί της ουσίας και να διερευνήσει όλες τις πτυχές της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της απιστίας και της βλάβης του συμφέροντος του δημοσίου που δεν περιλήφθηκε καν στην πρόταση των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ της 12ης Φεβρουαρίου 2018» αναφέρει στην επιστολή του ο Ευ. Βενιζέλος. Ζητεί, επίσης, να εμφανιστεί αυτοπροσώπως για να αναπτύξει τις ενστάσεις και τα αιτήματά του, αναφορικά με τη λειτουργία και το έργο της ειδικής επιτροπής.
Στην εξασέλιδη επιστολή του ο κ. Βενιζέλος παραθέτει τα μέχρι τούδε δεδομένα, τις ενστάσεις του για τη λειτουργία της επιτροπής και τις εκτιμήσεις του ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είχε κάνει εξαρχής την επιλογή να αποφύγει, με κάθε δυνατό τρόπο, την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης. Κυρίως, όμως, ο κ. Βενιζέλος υπογραμμίζει ότι αν δεν γίνει έρευνα επί της ουσίας, δηλαδή, «αν οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν – όπως εξαγγέλθηκαν, κυοφορήθηκαν και διατυπώθηκαν – κατά δέκα πολιτικών προσώπων για την υπόθεση Novartis, δεν διερευνηθούν επί της ουσίας στη φάση αυτή από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, δεν πρόκειται, για προφανείς νομικούς λόγους, να διερευνηθούν από κανένα. Ούτε από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 Σ. γιατί η υπόθεση δεν θα παραπεμφθεί σε αυτό, ούτε από την τακτική Δικαιοσύνη γιατί δεν έχει δικαιοδοσία».
Η εξέταση της αρμοδιότητας
Ειδικότερα και ως προς τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι πρέπει προεχόντως να εξεταστεί η αρμοδιότητα της ειδικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης, ο κ. Βενιζέλος υπογραμμίζει ότι τη θέση αυτή προβάλλει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, την ίδια ώρα που στην πρότασή της δεν συμπεριέλαβε την απιστία και την ενδεχόμενη βλάβη του Δημοσίου, τον πυρήνα δηλαδή της υπόθεσης αυτής, με στόχο να καλύψει πράξεις και παραλείψεις του Παναγιώτη Κουρουμπλή.
Ο κ. Βενιζέλος εκτιμά ότι το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων (σ.σ.: δεν αναφέρεται στο διαβιβαστικό έγγραφο της Εισαγγελίας) περιελήφθη στην πρόταση των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ μόνο και μόνο για τη δημιουργία εντυπώσεων και μόνο και μόνο για να πει τελικά η Βουλή ότι αναπέμπει στη Δικαιοσύνη την υπόθεση, καθώς το ξέπλυμα έχει διαρκή χαρακτήρα και ανήκει στη δικαιοδοσία της τακτικής δικαιοσύνης.
Με βάση, συνεπώς, τα παραπάνω η συζήτηση περί της αρμοδιότητας είναι ήδη υπονομευμένη, αναφέρει στην επιστολή του ο κ. Βενιζέλος.
«Μεθοδεύεται αναπομπή της δικογραφίας»
Ως προς το αδίκημα της δωροληψίας, και τη διάκριση του εάν αυτό έχει συντελεστεί κατά την άσκηση ή επ΄ ευκαιρία των υπουργικών καθηκόντων, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, επισημαίνει ότι σύμφωνα με τον συλλογισμό των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αν θεωρηθεί ότι ισχύει το πρώτο, έχει ήδη εξαλειφθεί το αξιόποινο κατά τρόπο παρόμοιο με το φερόμενο αδίκημα της απιστίας. Αν θεωρηθεί ότι ισχύει το δεύτερο, η δικογραφία θα αναδιαβιβαστεί στη Δικαιοσύνη. Αυτή όμως είναι μια διάκριση που συνιστά ερμηνευτική επινόηση, αντίθετη με την κοινοβουλευτική πρακτική και την πάγια νομολογία, όπως σημειώνει ο κ. Βενιζέλος.
«Σύμφωνα συνεπώς με την πρόταση της πλειοψηφίας και στη μια και στην άλλη περίπτωση η Επιτροπή σας δεν πρόκειται να ασχοληθεί με την ουσία. Δεν πρόκειται να εξετάσει επωνύμως ή έστω ανωνύμως τους τρεις μάρτυρες, να εξετάσει τον Κ. Φρουζή και τις διοικήσεις της Novartis, να καλέσει άλλους μάρτυρες, να συγκεντρώσει έγγραφα και γενικά να διερευνήσει την υπόθεση σε επίπεδο πραγματικής προκαταρκτικής εξέτασης» εκτιμά ο κ. Βενιζέλος και υπογραμμίζει ότι αν η δικογραφία αναδιαβιβαστεί στην τακτική Δικαιοσύνη, «αυτό θα συμβεί σε αντίθεση προς την ήδη εκφρασμένη και πάγια θέση της Δικαιοσύνης που έκρινε ότι δεν έχει αρμοδιότητα και γι’ αυτό διαβίβασε τη δικογραφία στη Βουλή».
«Όχι στην πολιτική σκευωρία»
Ο Ευ. Βενιζέλος υπογραμμίζει επίσης ότι «η πολιτική σκευωρία, που οφείλει να αντικρούσει η Επιτροπή, συνίσταται πλέον στο ότι επιδιώκεται να οργανωθεί η διαδικασία έτσι ώστε να μην ασχοληθεί με την ουσία, λόγω εξάλειψης του αδικήματος της απιστίας και δήθεν αναρμοδιότητάς της για το αδίκημα της δωροληψίας, η δε Δικαιοσύνη να μην ασχοληθεί με την ουσία, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας για τα αδικήματα των άρθρων 235 και 159 ΠΚ», διότι και η εισαγγελική αρχή γνωρίζει πως «είτε τα φερόμενα ως αδικήματα των άρθρων 235 και 159 έχουν τελεσθεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπουργού όποτε είναι αρμόδια η Βουλή, είτε δεν υπάρχει καν αδίκημα».