Στο 174% του ΑΕΠ έως το 2020, τοποθετεί το ελληνικό χρέος το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υποστηρίζοντας ότι μέχρι το 2022 αναμένεται να έχει υποχωρήσει ελαφρώς στο 167%.
Το ΔΝΤ επισημαίνει στην έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους την ανάγκη να υπάρξει σημαντική αναδιάταξη (reprofiling) των όρων των ευρωπαϊκών δανείων στην Ελλάδα μέχρι το 2018.
Σημειώνεται ότι η έκθεση δόθηκε στη δημοσιότητα λιγότερο από 24 ώρες πριν το κρίσιμο Eurogroup της 24ης Μαίου, συγκλίνοντας επί της ουσίας με το χρονοδιάγραμμα των Ευρωπαίων.
Στην έκθεση το Ταμείο αναφέρεται στην ανάγκη μιας εμπροσθοβαρούς και άνευ όρων ελάφρυνσης χρέους για την Ελλάδα. Όπως εξηγεί η χώρα πρέπει να λάβει άμεσα «παραχωρήσεις» σε ό,τι αφορά τα νέα δάνεια με μεγαλύτερη περίοδο χάριτος, μετάθεση πληρωμών και σταθερά επιτόκια. Αυτό θα έστελνε ένα σημαντικό σήμα προς τις αγορές για τη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων να εκπληρώσουν όλα τα στοιχεία της αναδιάρθρωσης.
Το ΔΝΤ τοποθετεί το χρέος στο 174% του ΑΕΠ έως το 2020 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ μέχρι το 2022 αναμένεται να έχει υποχωρήσει ελαφρώς στο 167%.
Την ίδια στιγμή το Ταμείο σημειώνει ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να ξεπεράσουν το όριο του 15% επί του ΑΕΠ μέχρι το 2024 και το 20% μέχρι το 2029, φτάνοντας το 30% περίπου μέχρι το 2040 και κοντά στο 60% του ΑΕΠ μέχρι το 2060.
Το χρέος αναμένεται να υποχωρήσει σταδιακά λίγο κάτω από το 160% του ΑΕΠ μέχρι το 2030, αλλά στη συνέχεια θα κινηθεί και πάλι ανοδικά φτάνοντας το 250% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, αναφέρει το ΔΝΤ.
Αναλυτικά οι προτάσεις του ΔΝΤ έχουν ως εξής:
α) Πάγωμα πληρωμών: Το Ταμείο ζητεί μία παρατεταμένη περίοδο χάριτος, με τις πληρωμές του συνόλου των δανείων που έχει λάβει η Ελλάδα από το 2010 και έπειτα (από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας EFSF και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ESM) να «παγώνουν» τουλάχιστον έως και το 2040. Αυτό, όπως εξηγεί, απαιτεί ειδικότερα: να παραταθεί η περίοδος χάριτος των δανείων του EFSF (130,9 δισ. ευρώ) έως και 17 χρόνια, των δανείων του ESM (21,4 δισ. ευρώ) έως και 6 χρόνια και των δανείων από τα κράτη-μέλη (52,9 δισ. ευρώ) έως και 20 χρόνια. Με τον τρόπο αυτό υπολογίζεται ότι θα μειωθούν τα χρεολύσια κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2040 (δηλαδή από 13% σε 8% του ΑΕΠ).
Επιπλέον η υφιστάμενη αναβολή για τους τόκους των δανείων του EFSF (που δεν συμμετείχαν στο PSI) θα πρέπει να επεκταθεί κατά επιπλέον 17 έτη, ενώ οι τόκοι επί των δανείων κρατών-μελών, ESM και EFSF (που συνδέονται με το PSI) κατά 24 έτη. Αυτό αναμένεται να ελαφρύνει το βάρος των τόκων κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την περίοδο 2016-2040 (από 6% σε 1,5% του ΑΕΠ).
β) Επιμήκυνση ωρίμανσης δανείων: Η ωρίμανση των ευρωπαϊκών δανείων θα πρέπει να επιμηκυνθεί ως εξής: των δανείων από τα κράτη-μέλη κατά 40 έτη (από το 2040 στο 2080) και των δανείων από το EFSF έως και κατά 24 έτη, από το 2056 στο 2080, προκειμένου να διατηρηθούν οι ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους κάτω από το 20% έως το 2060.
γ) Πάγωμα των επιτοκίων: To ΔΝΤ ζητεί το επιτόκιο των δανείων, που έχουν χορηγήσει οι EFSF και ESM, να παγώσει στο επίπεδο του 1,5% τουλάχιστον έως και το 2045, καθώς και να εξαλειφθεί η διαφορά των 50 μονάδων βάσης (0,5 ποσοστιαία μονάδα) στο επιτόκιο των δανείων από τα κράτη-μέλη. Αυτό, σύμφωνα με τους ειδικούς του οργανισμού, θα μπορούσε να επιτευχθεί με τον συνδυασμό ανταλλαγής βραχυπρόθεσμων ομολόγων του ESM με νέα μεγαλύτερης διάρκειας και ενός swap επιτοκίων. Επισημαίνεται, ωστόσο, πως «εάν λύσεις που βασίζονται στην αγορά δεν είναι εφικτές, θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι τρόποι για τη μεταφορά του ρίσκου του επιτοκίου από την Ελλάδα στα κράτη-μέλη». Η μείωση του επιτοκίου είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, καθοριστικής σημασίας προκειμένου να επιτραπεί η μείωση του χρέους (οφειλόμενου σε EFSF-ESM) κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έως το 2040 και κατά 70 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2060. Όσον αφορά το χρέος προς τα κράτη-μέλη, στόχος είναι να μειωθεί κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έως το 2040 και κατά 14 έως το 2060.
δ) Εφαρμογή υπό όρους: Οι λεπτομέρειες του πακέτου ελάφρυνσης θα πρέπει να συμφωνηθούν εκ των προτέρων, όπως επισημαίνεται στην έκθεση. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι θα εφαρμοστούν όλες άμεσα μετά τη συμφωνία, καθώς θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι τηρούνται τα συμφωνηθέντα από την ελληνική πλευρά. Όπως αναφέρεται ένα μέρος τους θα είναι άμεσης εφαρμογής και ένα άλλο υπό όρους, εξαρτώμενο δηλαδή από τις αξιολογήσεις στο τέλος κάθε έτους του ελληνικού προγράμματος. Μετά τη λήξη του προγράμματος θα μπορούσε να υπάρξει ένας αυτόματος μηχανισμός, ο οποίος θα συνδέει την περαιτέρω ελάφρυνση με παράγοντες, που δεν συνδέονται με μέτρα πολιτικής (όπως, για παράδειγμα, το ΑΕΠ). Κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στην αντιμετώπιση των όποιων σοκ μετά το πρόγραμμα, προσφέροντας πρόσθετες διαβεβαιώσεις ότι θα διατηρηθεί η βιωσιμότητα του χρέους.
Όσον αφορά τα επιτόκια για δανεισμό από την αγορά, το επίπεδο εκκίνησής τους αναμένεται να είναι στο 1%-1,5% συν πρίμιουμ κινδύνου 4,75% έως 5,25%.