Μέσω παλινδρομήσεων, αντιθέτων απόψεων και αλλαγών γραμμής βαδίζει η ΕΕ προς την διαμόρφωση των τελικών αποφάσεων στις 24 Ιουνίου για το ελληνικό χρέος.

Δημοσίευμα της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», αναφέρει ότι η Γερμανία έχει αλλάξει στάση άλλη μία φορά, αποδεχόμενη τελικά ότι η λύση είναι η παροχή επιπλέον βοήθειας.

Αυτό, γιατί στο Βερολίνο βλέπουν ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει στις αγορές τα επόμενα χρόνια και φοβούνται ότι θα ζητάει συνεχώς νέα δάνεια, με τη Γερμανία να επωμίζεται το μεγαλύτερο κομμάτι, γεγονός που θα προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους φορολογούμενους.

Η Γαλλία, όπως έγινε σαφές και με δηλώσεις της υπουργού Οικονομικών, Κριστίν Λαγκάρντ, είναι εναντίον της αναδιάρθρωσης και υπέρ της παροχής επιπλέον βοήθειας στην Ελλάδα, φοβούμενη ότι αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους αυτή τη στιγμή θα άνοιγε τον «ασκό του Αιόλου» στην ευρωζώνη.

Η Ολλανδία και η Φιλανδία κρατούν την πιο αρνητική στάση απέναντι στην Ελλάδα λόγω έντονης κοινωνικής αντίδρασης, όπως και στη Σλοβακία. Όπου το κοινοβούλιό της πέρυσι απέρριψε την πρόταση για καταβολή 816 εκατομμυρίων ευρώ στη χώρα μας.

Χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα προσπαθούν να διαχωρίσουν τη θέση τους από την Ελλάδα και να τονίσουν ότι η «ελληνική περίπτωση» δεν έχει σχέση μ’ αυτούς: οι Ιρλανδοί τονίζουν ότι το μεγάλο πρόβλημα ήταν οι τράπεζές τους και τώρα το έλυσαν, οι Πορτογάλοι ότι έχουν πρόβλημα με το έλλειμμα κι όχι με το χρέος, ενώ οι Ισπανοί επίσης δεν θέλουν καμία συσχέτιση με την Ελλάδα και διαβεβαιώνουν ότι τα προβλήματα που έχουν με τις τοπικές τράπεζες αντιμετωπίζονται.

Απόψεις υπέρ της επιστροφής στο εθνικό μας νόμισμα ακούγονται από διαφορετικές πλευρές και με εντελώς διαφορετική οπτική: από βρετανούς οικονομολόγους, γερμανούς συντηρητικούς πολιτικούς και αναλυτές, μέχρι αριστερούς διανοούμενους και κάποιους κύκλους στις Βρυξέλλες. Κοινή συνισταμένη, ότι τα μέτρα που επιβάλλονται δεν θα έχουν αποτέλεσμα κι ότι θα ήταν καλύτερο για την Ελλάδα να εγκαταλείψει την ευρωζώνη, να επιστρέψει στο δικό της νόμισμα ώστε να κερδίσει ανταγωνιστικότητα και, ύστερα από κάποια χρόνια, όταν η οικονομία της θα έχει σταθεί στα πόδια της, να επανέλθει.