Ξεπερνά τις 12.000 σελίδες η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας για την υπόθεση της Χρυσής Αυγής που δημοσιεύτηκε σήμερα, ενάμιση χρόνο μετά την ιστορική ετυμηγορία του δικαστηρίου, τον Οκτώβριο του 2020.
Η απόφαση των δικαστών αριθμεί 12.746 σελίδες, από τις οποίες, οι 500 αποτελούν μόνο το σκεπτικό του δικαστηρίου. Σε αυτές, αποτυπώνονται τα συμπεράσματα της αποδεικτικής διαδικασίας για την δράση της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής η οποία είχε «ανδρωθεί» εντός του κόμματος που εξελέγη στη Βουλή.
«Κύριο χαρακτηριστικό της εγκληματικής οργάνωσης η οποία εκκολάφθηκε και στους κόλπους του πολιτικού σχηματισμού και μετέπειτα πολιτικού κόμματος με την επωνυμία λαϊκός σύνδεσμος Χρυσή Αυγή και δραστηριοποιείτο υπό την κάλυψη του, ήταν η ιεραρχική δομή της, με επικεφαλής τον αρχηγό της Νικόλαο Μιχαλολιάκο στη συνέχεια τους βουλευτές του κόμματος οι οποίοι είχαν οριστεί και περιφερειάρχες σε συνενωμένες μεγάλες εκλογικές περιφέρειες για τον συντονισμό των δράσεων και τέλος τους υπεύθυνους κάθε τοπικής οργάνωσης που αποκαλούνταν πριν αρχές. Η εγκληματική τους δράση που σκοπό είχε την διά της βίας αντιμετώπιση των αλλοδαπών, των ιδεολογικών αντιπάλων, των αντιφρονούντων και δια του τρόπου αυτού την επιβολή και διάδοση πολιτικών ιδεών και θεωριών, εκδηλωνόταν μέσω των τοπικών οργανώσεων και πάντα υπό την καθοδήγηση ανώτερου στην ιεραρχία στελέχους της», τονίζουν στο σκεπτικό τους οι δικαστές.
Η απόφαση επικαλείται μάλιστα χαρακτηριστικά παραδείγματα που, όπως επισημαίνει, «επιβεβαιώνουν πλήρως στην ιεραρχία από τον αρχηγό μέχρι τον τελευταίο υποστηρικτή και την απαρέγκλιτη τυφλή και απόλυτη πειθαρχία των κατώτερων στους ανώτερους, χωρίς δικαίωμα έκφρασης αντιλογίας ακόμα και απορίας, πειθαρχία απαραίτητη για την υλοποίηση των καταστατικών σκοπών και στόχων της εγκληματικής οργάνωσης είναι – άλλον ενδεικτικά ομιλίες, δηλώσεις του Νίκου Μιχαλολιάκου, του Ηλ. Παναγιώταρου, του Ιω. Λαγού, του Γ. Πατέλη και άλλων».
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην ιεραρχία της εγκληματικής οργάνωσης και στον ηγετικό ρόλο του αρχηγού, σημειώνοντας: «Η αρχή του αρχηγού αποδεικνύεται ότι διαπερνά την ιεραρχική δομή της εγκληματικής οργάνωσης από την αρχή της ίδρυσης της. Ο γενικός γραμματέας ο αρχηγός ο ανώτατος ηγέτης ο Νίκος Μιχαλολιάκος έχει την απόλυτη απεριόριστη και αδιαμφισβήτητη εξουσία ως και την απόλυτη ευθύνη των τελικών αποφάσεων. Η πίστη στον αρχηγό ανάγεται σε επίπεδο μεταφυσικής, εκδηλώνεται δε πανηγυρικά και με τη διαδικασία του όρκου».
Στο σκεπτικό του δικαστηρίου περιγράφεται, ο τρόπος λειτουργίας της εγκληματικής οργάνωσης. «Η μετεξέλιξη ενός πυρήνα σε τοπική οργάνωση, το άνοιγμα των γραφείων, η συγκρότηση του πενταμελούς συμβουλίου διοίκησης αυτής ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της κεντρικής διοίκησης η οποία εκπροσωπείτο ανά πάσα στιγμή από τον εκάστοτε υπεύθυνο περιφέρειας. Η κεντρική διοίκηση ήξερε λοιπόν και τους επικεφαλής και τα μέλη και τους υποστηρικτές των τοπικών, έστελνε οδηγίες και λάμβανε γνώση για οποιαδήποτε πράξη των τοπικών και καμιά τοπική δεν άνοιγε καν αν δεν είχε την έγκριση του αρχηγού προσωπικά και του πολιτικού συμβουλίου. Από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι κάθε παραβίαση της ιεραρχίας επέσυρε πειθαρχικές ποινές για μέλη τα οποία παράκουσαν εντολή που δόθηκε από ανώτερο όργανο. Υπεύθυνος στο πειθαρχικό συμβούλιο ήταν οι Λαγός και Παναγιώταρος. Οι πειθαρχικές ποινές περιελάμβαναν ακόμα και τον αποκλεισμό του αποπεμφθέντος από τα γραφεία».
Οι δικαστές καταγράφουν τα συμπεράσματα τους για τους στόχους της εγκληματικής οργάνωσης στην οποία, τονίζουν, βασικό ρόλο εκπαιδευτή είχε αναλάβει ο Ηλίας Κασιδιάρης, όπως του είχε αναθέσει ο ίδιος ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος. Αναφερόμενοι δε στη δράση των ταγμάτων εφόδου, σημειώνουν, «πρόκειται για ομάδες ατόμων που συμμετείχαν σε παραστρατιωτικές εκπαιδεύσεις, έφεραν ομοιόμορφη στρατιωτική ενδυμασία, κατείχαν σχεδόν όλοι παράνομα όπλα και επιτίθετο σε συγκεκριμένες ομάδες – στόχους. Στα εξωτερικά γραφεία της Χρυσής Αυγής οι ομάδες αυτές αναφέρονται ως ομάδες ασφαλείας, σε μπλούζες Χρυσαυγιτών αναγράφεται ομάδες κρούσης, οι μάρτυρες τις αποκαλούσαν τάγματα εφόδου, ενώ οι κατηγορούμενοι ομάδες περιφρούρησης. Οι επιθέσεις τους είχαν πάρα πολλά κοινά στοιχεία όπως αριθμός δραστών υπέρτερος απέναντι στα θύματα, μπλούζες Χρυσής Αυγής και πολλές φορές δήλωση ταυτότητας, μαχαίρια, κοντάρια, ξύλα και σίδερα ως όπλα, γρήγορος χρόνος εκτέλεσης 10 με 15 λεπτά, συχνά παράγγελμα τέλους επίθεσης και τα θύματα ήταν πάντα ιδεολογική αντίπαλοι της Χρυσής Αυγής οι μετανάστες. Αυτό ήταν το modus operandi των ομάδων αυτών οι επιθέσεις των οποίων σημειώθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Τα μέλη των ομάδων αυτών εξασκούντο με όπλα διαφόρων ειδών και τύπων με σκοπό να εκπαιδευτούν και να εξοικειωθούν με αυτά. Κινούντο συντεταγμένα ως παραστρατιωτικές ομάδες με στρατιωτικά παραγγέλματα και στρατιωτικό βηματισμό. Η ομοιόμορφη αμφίεση τους αποτελούμενη κυρίως από ρούχα παραλλαγής, μαύρα ρούχα, αρβύλα, κράνη, ο εξοπλισμός τους με κοντάρια όπου ήταν τυλιγμένες σημαίες, σιδερολοστούς, ασπίδες και ρόπαλα, ο στρατιωτικός βηματισμό τους, τα παραγγέλματα, οι κραυγές, οι αρχές και τα συνθήματα όπως αίμα τιμή Χρυσή Αυγή και γενικά ο τρόπος που ενεργούσαν σκοπό είχε να προκαλέσει τον φόβο σε όποιον ήθελε να βρεθεί στο δρόμο τους. Οι ομάδες αυτές που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ολιγομελείς αποτελούμενες από δύο έως πέντε άτομα δρούσαν άλλοτε προγραμματισμένα άλλοτε παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο των καθημερινών τους δραστηριοτήτων, πάντοτε όμως με την εδραία πεποίθησή ότι ενεργούν ως γνήσιοι Χρυσαυγίτες υλοποιώντας τις καταστατικές αρχές και επιδιώξεις της εγκληματικής αυτής οργάνωσης».
Στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στην ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας νεκροτομής του Παύλου Φύσσα αναφέροντας πως τα τραύματά του, αποδεικνύουν ότι το θύμα δέχτηκε επίθεση και χτυπήματα από τα μέλη της Χρυσής Αυγής, πριν το θανάσιμο τραυματισμό του. Χαρακτηριστικές και ενδεικτικές για την κατάσταση που επικρατούσε στο σημείο, όπου έλαβε χώρα το τραγικό περιστατικό. «Ο Παύλος Φύσσας δεν πρόλαβε να αντιδράσει απέναντι στον Ρουπακιά, ο οποίος ενεργώντας βάση σχεδίου κινήθηκε πράγματι κυκλωτικά, σε σχέση με τους υπόλοιπους επιτιθέμενους Χρυσαυγίτες που με τα αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων σε βάρος του Παύλου Φύσσα, ανέμεναν το Ρουπακιά να έρθει από διαφορετική κατεύθυνση και να αιφνιδιάσει τον Παύλο Φύσσα όπως και έγινε. Ο εν λόγω δράστης δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική σχέση, αντιπαλότητα, αντιδικία η αντιπαράθεση με το θύμα αλλά η εγκληματική του ενέργεια αποτέλεσε εκτέλεση συγκεκριμένου σχεδίου και εντολής. Ειδικότερα από τις νόμιμες καταγεγραμμένες συνομιλίες των μελών της Χρυσής Αυγής από την ΕΥΠ προκύπτει ότι ο Παύλος Φύσσας ήταν στόχος της Χρυσής Αυγής στην περιοχή του Πειραιά», επισημαίνουν οι δικαστές ενώ επισημαίνουν πως «συνάγεται αβίαστα ότι το σχέδιο επίθεσης σε βάρος του ήταν στοχευμένο και οργανωμένο».