Την Πέμπτη θα υπογραφεί η νέα Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας – Ηνωμένων Πολιτειών, με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια να αναχωρεί σήμερα, Τρίτη, για την Αμερική. Μετά τη συμφωνία με τη Γαλλία και την υπερψήφιση αυτής από την ελληνική Βουλή, η οποία προβλέπει ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής, ακολουθεί μiα νέα, με πενταετή διάρκεια και τη δυνατότητα επ’ αόριστον επέκτασης. Προβλέπεται η επέκταση της αμερικανικής παρουσίας σε τέσσερις νέες τοποθεσίες – η μία από αυτές βρίσκεται κοντά στα χερσαία σύνορα με την Τουρκία και μια άλλη βρίσκεται στη νησιωτική Ελλάδα. Οι τοποθεσίες θα τελούν υπό ελληνικό έλεγχο και θα χρησιμοποιούνται τόσο από αμερικανικές όσο και από ελληνικές δυνάμεις, κάτι που προκαλεί εκνευρισμό στην Τουρκία.
Η νέα συμφωνία θα συνοδεύεται από μια δήλωση στήριξης του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν προς την Ελλάδα – κίνηση που έχει ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Υπενθυμίζεται ότι η προηγούμενη αναθεώρηση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας υπεγράφη στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2019, από τους Νίκο Δένδια και Μάικ Πομπέο, με τον τότε υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, να στέλνει ηχηρά μηνύματα στην Άγκυρα, με αφορμή τις παράνομες τουρκικές γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ.
«Η Άγκυρα προκαλεί κίνδυνο αποσταθεροποίησης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Οι μονομερείς ενέργειες προκαλούν μόνο κλιμάκωση των εντάσεων στην περιοχή. Ο εξαναγκασμός, οι απειλές, ο εκφοβισμός και η στρατιωτική δραστηριότητα δεν θα επιλύσουν τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο», αναφερόταν στην επιστολή του Πομπέο.
Τέλος, ο Νίκος Δένδιας (21 Οκτωβρίου) θα συμμετάσχει στη διεθνή διάσκεψη στην Τρίπολη για τη σταθεροποίηση της Λιβύης. Η κατάσταση στη χώρα παραμένει ρευστή, ενώ έντονο είναι το ενδιαφέρον της Άγκυρας -που εμμένει στο περιβόητο τουρκολιβυκό μνημόνιο- για τις εξελίξεις.
Νέες τοποθεσίες
Εκτός από τη Σούδα, την Αλεξανδρούπολη, το Στεφανοβίκειο και τη Λάρισα, όπου ήδη υπάρχει έντονο αμερικανικό ενδιαφέρον, οι δύο πλευρές συζητούν και για νησιωτικές βάσεις, ενδεχομένως και επεκτάσεις στις ήδη υπάρχουσες, οι οποίες θα χρησιμοποιούνται και από τις δύο χώρες.